Του Αλέξη Παπαχελά Το τι ακριβώς θα πουν μεταξύ τους οι ευρωπαίοι ηγέτες εδώ στην Αθήνα έχει ελάχιστη σημασία για μας. Η ΕΕ παίζει τελικά διακοσμητικό ρόλο στα κρίσιμα θέματα που μας αφορούν. Το κρίσιμο παιχνίδι παίζεται στην Ουάσιγκτον». Η φράση ανήκει σε ισραηλινό αξιωματούχο, ο οποίος αναφερόταν στη Σύνοδο Κορυφής της Αθήνας και στην «επόμενη ημέρα» του πολέμου στο Ιράκ. Όσο και αν μας δυσαρεστεί, η διαπίστωση απεικονίζει μια πραγματικότητα: η Ουάσιγκτον βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος της, και η ΕΕ κλονίζεται από μία κρίση αυτοπεποίθησης και εσωτερικών τριβών. Στην ελληνική κυβέρνηση έλαχε ο κλήρος αυτής της Συνόδου Κορυφής, σε μια από τις χειρότερες συγκυρίες των τελευταίων δεκαετιών. Το καλύτερο που μπορεί να πετύχει είναι μια αποτελεσματική ψυχοθεραπεία (group therapy) που θα αποτρέψει ένα διπλωματικό φιάσκο. Το θετικό είναι ότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι το ευρωατλαντικό ρήγμα πρέπει με κάποιο τρόπο να κλείσει. Ο βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ κάνει κάθε προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα με το Παρίσι και το Βερολίνο. Οι Γερμανοί κάνουν ό,τι μπορούν για να ανοίξει ο διάλογος ανάμεσα στην ΕΕ και στην Ουάσιγκτον. Σημαντικοί διπλωματικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι η ευρωπαϊκή ελίτ πρέπει να κάνει τα δικά της ανοίγματα στο κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ένα κομμάτι του οποίου εμφανίζεται εμφανώς προβληματισμένο από τις εξελίξεις. Το ζήτημα είναι ότι τα γεγονότα τρέχουν. Τα «γεράκια» αισθάνονται δικαιωμένα και θεωρούν ότι ο «περίπατος στη Βαγδάτη» αποτελεί μοντέλο προς μίμηση. Οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους διαψεύδουν ότι «η Συρία είναι ο επόμενος στόχος», αλλά οι τόνοι ανεβαίνουν κάθε μέρα και περισσότερο, δημιουργώντας μια ανεξέλεγκτη δυναμική. Το φιλοϊσραηλινό λόμπι και βεβαίως το Ισραήλ προωθούν το σενάριο της Συρίας, καθώς γνωρίζουν ότι σε διαφορετική περίπτωση θα «πληρώσει το Ισραήλ τον λογαριασμό του ευρωατλαντικού ρήγματος, με την πρόωρη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους». Οι Ισραηλινοί παρατηρούν ενοχλημένοι τον Μπλερ να προωθεί την επίλυση του Παλαιστινιακού και περιμένουν με αγωνία την τελική απόφαση του Μπους. Την ίδια όμως στιγμή ολοένα περισσότεροι πολιτικοί παρατηρητές στην Ουάσιγκτον συνειδητοποιούν με ανησυχία τις πραγματικές διαστάσεις του φιλόδοξου, άδηλου σχεδίου μιας ισχυρής ομάδας της κυβέρνησης Μπους. Στόχος τους δεν είναι απλώς το Ιράκ ή η Συρία, αλλά ο εκδημοκρατισμός και η αλλαγή του σκηνικού όλης της Μέσης Ανατολής. Το χάος στην περιοχή δεν τους προβληματίζει, τους ελκύει. Η αποσταθεροποίηση της Αιγύπτου ή της Σαουδικής Αραβίας δεν αποτελεί επικίνδυνο σενάριο, αλλά «ευχής έργον». Οι νεοσυντηρητικοί γκουρού πιστεύουν ότι με τον ίδιο τρόπο που λύγισαν τη σοβιετική αυτοκρατορία θα αλλάξουν τώρα τον ισλαμικό κόσμο. Η επικρατούσα λογική στην Ουάσιγκτον θέλει τους Ευρωπαίους να μοιάζουν με ένα παλιό αριστοκρατικό κλαμπ που συζητεί τα προβλήματα επ’ άπειρον και που επιλέγει να παρέμβει με τη μορφή αποστολών ανθρωπιστικής βοήθειας. Τη «βρώμικη δουλειά», τα παιχνίδια στρατηγικής και εξουσίας, αναλαμβάνει η μόνη «πραγματική υπερδύναμη». Η Σύνοδος Κορυφής της Αθήνας είναι πολύ πιθανό ότι θα επιβεβαιώσει το αμερικανικό στερεότυπο για την ΕΕ μια και –πέραν των τελετών και των οικογενειακών φωτογραφιών- ελάχιστες θα είναι οι συζητήσεις ή αποφάσεις που θα επηρεάσουν πραγματικά το Παλαιστινιακό ή οιοδήποτε άλλο ζήτημα που απαιτεί πραγματική ισχύ για να λυθεί. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 16/04/03)

Διαβάστε ακόμα