του Κ. Ιορδανίδη Η προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που υπεγράφη την Τετάρτη στις 16 Απριλίου στην Αθήνα, είναι αδιαμφισβητήτως σημαντικότατο γεγονός, απλώς και μόνον διότι η Λευκωσία και η Αθήνα κατάφεραν να προωθήσουν μια κρίσιμη πολιτική επιλογή, παρά την οξυτάτη αντίδραση της Άγκυρας. Ο πολιτικός κόσμος της Κύπρου και της Ελλάδος πανηγυρίζει για την εξέλιξη αυτή, και οι πάντες προσπαθούν να οικειοποιηθούν την αρχική ιδέα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Κύπρου. Υπό το κράτος της γενικής ευφορίας ουδείς θέλει να προσμετρήσει τις συνέπειες της εντάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας στον τομέα της οικονομίας, που εστηρίχθη κυρίως στις υπεράκτιες εταιρείες και στον τουρισμό, δύο δραστηριότητες που θα ατονήσουν η πρώτη λόγω της προσχωρήσεως της νήσου στην Ε.Ε. και η δεύτερη εξ αιτίας της σημερινής συγκυρίας. Ουδείς, επίσης, επιθυμεί κα σκεφθεί ότι η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. δεν εξασφαλίζει την ασφάλεια της νήσου έναντι της Τουρκίας, όχι μόνον λόγω της παρουσίας των στρατευμάτων κατοχής, αλλά και του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων που διατηρείται ανέπαφο – εάν δεν ενισχύεται – με το σχέδιο Ανάν. Η επιλογή, ωστόσο, της ευρωπαϊκής προοπτικής της Κύπρου δεν έγινε για την άμεση αντιμετώπιση των προαναφερθέντων ζητημάτων, αλλά διότι δια της προσχωρήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. θα επιτυγχάνετο η πολιτική χειραφέτηση του κυπριακού ελληνισμού, αφού για λόγους ταπεινού συμφέροντος ή ανικανότητος εγκατελήφθη η πολιτική της Ενώσεως της νήσου με την Ελλάδα. Ούτε θα πρέπει να διακατέχεται κανείς από την αυταπάτη ότι η στρατηγική της εντάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. ήταν το αποτέλεσμα διεργασιών του πολιτικού συστήματος στην Αθήνα και στη Λευκωσία. Ήταν η εμμονή δύο ανδρών, του Γιάννου Κρανιδιώτη και του Θεόδωρου Πάγκαλου, που αντιμετωπίσθηκαν στην αρχή περίπου ως οιηματίες ή «σαλταδόροι» της εξωτερικής πολιτικής. Ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης απέδωσε τιμές στον Γιάννο Κρανιδιώτη κατά την άφιξή τους στη Λευκωσία την Παρασκευή αργά το απόγευμα, για λόγους όμως προσωπικής εμπαθείας απέφυγε να αναφερθεί στον κ. Πάγκαλο. Αλλά το φαινόμενο δεν πρέπει να ξενίζει, όπως επίσης δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πιστώνεται με την επιτυχία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων – και ορθώς από την άποψη αυτή – ο κ. Γ. Βασιλείου, ενώ ελάχιστοι ενθυμούνται ότι ως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρνείτο επιμόνως να υποβάλει αίτηση εντάξεως στην Ε.Ε. Ελάχιστοι επίσης ενθυμούνται ότι για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Κυπριακής δημοκρατίας και για την υπερπήδηση των εμποδίων που ήγειραν κάποιες ισχυρές χώρες της Κοινότητος, σημαντικότατο ρόλο διεδραμάτισαν οι ΗΠΑ, δια του κ. Ριτσαρντ Χόλμπρουκ. Αυτά όμως ανήκουν στην ιστορία πλέον και το ουσιώδες είναι ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, αφού αναγκάσθηκε να ακολουθήσει το δρόμο της ανεξαρτησίας και όχι της ενσωματώσεως στον εθνικό κορμό της Ελλάδος, δεν εξαρτάται πλέον απολύτως από τις διαθέσεις της Άγκυρας ή του «εθνικού κέντρου», που πλείστες όσες φορές διέψευσε οικτρώς τις προσδοκίες των Ελληνοκυπρίων. Η Κύπρος έχει πλέον σημείο αναφοράς την Ε.Ε. και παρά το γεγονός ότι η Κοινότης τείνει να καταστεί άμορφο άθροιμα, καθώς είναι βαθύτατα διηρεμένη μεταξύ των «ατλαντιστών» και των οπαδών των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων, το ευρωπαϊκό σύστημα είναι πολύ προτιμότερο και πλέον αξιόπιστο από την ασυναρτησία των Αθηνών. (Από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/4/2003)

Διαβάστε ακόμα