Γιατί Αυξάνονται οι Τιμές των Τροφίμων

Οι διεθνείς τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2005 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2008 συνολικά κατά 81% και συνεχίζουν έκτοτε την ανοδική τους πορεία. Η εκρηκτική αυτή αύξηση δεν επηρεάζει τους ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη με τον ίδιο τρόπο.
του Θόδωρου Σκυλακάκη
Παρ, 9 Μαΐου 2008 - 02:59

Οι διεθνείς τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν από τον Φεβρουάριο του 2005 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2008 συνολικά κατά 81% και συνεχίζουν έκτοτε την ανοδική τους πορεία. Η εκρηκτική αυτή αύξηση δεν επηρεάζει τους ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη με τον ίδιο τρόπο.

Στην πλούσια Δύση –στην οποία ανήκει και η Ελλάδα- οι επιπτώσεις είναι δυσάρεστες. Περιορίζονται όμως από το μικρό σχετικά ποσοστό του εισοδήματός τους που αφιερώνουν ακόμα και οι φτωχότεροι σε δαπάνες διατροφής (το φτωχότερο 20% στις ΗΠΑ ξοδεύει το μόλις το 16% του εισοδήματος του για διατροφή).

Στον αναπτυσσόμενο κόσμο όμως στην Αφρική και στην Ασία, όπου οι άνθρωποι ξοδεύουν 50% με 70% του εισοδήματός τους για δαπάνες διατροφής, οι επιπτώσεις των αυξήσεων αυτών είναι εξουθενωτικές. Οδήγησαν ήδη σε αναστάτωση και διαδηλώσεις σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποιεί ότι ακόμα περισσότερες αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο κοινωνικών αναταραχών.

Τί προκαλεί αυτές τις αυξήσεις, πόσο θα διαρκέσει η περίοδος αυτή των ακριβών τροφίμων και τι μπορεί να γίνει για να μετριαστούν οι επιπτώσεις τους;

Οι αυξήσεις επηρεάζονται τόσο από την αύξηση της ζήτησης όσο και από παράγοντες που επηρεάζουν την παγκόσμια προσφορά.

Από την πλευρά της ζήτησης το βασικό αίτιο των αυξήσεων είναι η μακρά περίοδος ταχύτατης ανάπτυξης στις μεγάλες αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως στην Κίνα και την Ινδία), η οποία οφείλεται στην υιοθέτηση από μεγάλο μέρος του δεύτερου και τρίτου κόσμου των βασικών αρχών της οικονομίας της αγοράς. Η ανάπτυξη δημιουργεί στις χώρες αυτές μια νέα μεσαία τάξη που υιοθετεί δυτικές καταναλωτικές συνήθειες. Διαθέτουν χρήματα για να καταναλώσουν περισσότερα τρόφιμα και προπαντός περισσότερο κρέας και γαλακτοκομικά, αυξάνοντας δυσανάλογα την ζήτηση για όλα τα τρόφιμα, αφού χρειάζονται 700 θερμίδες ζωοτροφών για να παραχθεί ένα κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος διατροφικής αξίας μόλις 100 θερμίδων.

Η ταχύτατη αυτή ανάπτυξη έχει επίσης επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των τροφίμων. Οι «νεοφώτιστοι του καπιταλισμού», οι οποίοι ανταγωνίζονται πλέον με τις μεγάλες δυτικές οικονομίες για τις περιορισμένες παγκόσμιες πρώτες ύλες, ωθούν προς τα πάνω -μεταξύ άλλων- και τις τιμές των καυσίμων, οι οποίες αποτελούν σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης του κόστους των τροφίμων (επηρεάζουν τα λιπάσματα, το κόστος μεταφοράς και το κόστος λειτουργίας των γεωργικών μηχανημάτων).

Μια άλλη παρενέργεια της παγκόσμιας ανάπτυξης –η κλιματική αλλαγή- έχει επίσης αρχίσει να επηρεάζει την προσφορά τροφίμων. Αμέσως με τις επιπτώσεις στον καιρό (π.χ. με την ξηρασία στην –σιτοπαραγωγό- Αυστραλία) και εμμέσως εξ αιτίας της ανάπτυξης των βιοκαυσίμων, καθώς η ζήτηση για (επιδοτούμενη) βιοαιθανόλη, έχει απορροφήσει τεράστιες ποσότητες καλαμποκιού, ενός προϊόντος στο οποίο στηρίζεται ολόκληρη η πυραμίδα της βιομηχανίας τροφίμων. Το σύνολο της αύξησης της παραγωγής καλαμποκιού μεταξύ του 2004 και του 2007 (50 εκ. τόννοι), καταναλώθηκε για παραγωγή βιο-αιθανόλης.

Πόσο θα διαρκέσει η περίοδος αυτή των υψηλών τιμών των τροφίμων; Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα οι τιμές των τροφίμων θα παραμείνουν υψηλές ολόκληρο το 2008 και το 2009 και θα αρχίσουν σταδιακά να μειώνονται στη συνέχεια, παραμένοντας ωστόσο πάνω από τα επίπεδα του 2007 μέχρι τουλάχιστον το 2015. Οι παράγοντες άλλωστε που οδηγούν στην αύξηση των τιμών θα συνεχίσουν να επενεργούν όχι μόνο μέχρι το 2015, αλλά για πολύ μακρύτερο χρονικό διάστημα. Η κλιματική αλλαγή θα συνεχιστεί και θα ενταθεί για τα επόμενα 30-40 χρόνια. Η ανάπτυξη των νέων μεγάλων οικονομιών θα συνεχίσει επίσης να προσθέτει εκατοντάδες εκατομμύρια νέων δυτικού τύπου καταναλωτών και να πιέζει προς τα πάνω τόσο τη ζήτηση τροφίμων όσο και τα καύσιμα και τις άλλες πρώτες ύλες. Το ίδιο θα συνεχίσει να αυξάνεται και ο πληθυσμός, κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο (σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΗΕ κατά 2,5 δις μέχρι το 2050).

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η νέα πραγματικότητα; Βραχυπροθέσμως το κύριο βάρος αναπόφευκτα πρέπει να αναληφθεί από τον ΟΗΕ και τους οργανισμούς του (κυρίως τον FAO), καθώς και τους άλλους διεθνείς και εθνικούς φορείς αναπτυξιακής βοήθειας (Europe Aid κ.λπ.). Η Ελλάδα δια της Υπηρεσίας Αναπτυξιακής Συνεργασίας του Υπουργείου Εξωτερικών έχει και αυτή αντίστοιχες υποχρεώσεις και ήδη χρηματοδοτεί ένα σχετικό ειδικό πρόγραμμα σε συνεργασία με τον FAO. Οι δράσεις αυτές που απευθύνονται στους πραγματικά πεινασμένους και απελπισμένους, μειώνουν κάπως τον αριθμό αυτών που υποφέρουν αλλά δεν επιλύουν την ουσία του προβλήματος. Δηλαδή την αδυναμία της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση τροφίμων.

Στο μέτωπο αυτό σχετική ανακούφιση θα μπορούσε να υπάρξει με την μείωση των επιδοτήσεων των ενεργειακά μη αποδοτικών βιοκαυσίμων και την ενθάρρυνση της τεχνολογικής εξέλιξης της επόμενης γενιάς βιοκαυσίμων που δεν θα στηρίζονται σε ανταγωνιστικές με τα τρόφιμα καλλιέργειες, αλλά στην αξιοποίηση των υπολειμμάτων από την φυτική παραγωγή.

Το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος αφορά όμως τον τρόπο λειτουργίας του αγροτικού τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Και εκεί οι ιδέες που συζητούνται τελευταία δεν είναι κατ’ ανάγκην οι καλύτερες. Η επανεμφάνιση του προστατευτισμού (με σκέψεις για μεταφορά του μοντέλου της ΚΑΠ σε άλλες εκτός Ευρώπης περιοχές, για τον «ΟΠΕΚ του ρυζιού» και τον περιορισμό των εξαγωγών του για να βελτιωθεί η τοπική προσφορά και να πέσουν οι τιμές), δεν βοηθά στην μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας κρίσης.

Σε παγκόσμιο επίπεδο άλλωστε οι περιορισμοί και δυσλειτουργίες στο εμπόριο και τις αγορές τροφίμων είναι ήδη σημαντικές. Όχι μόνο στον αναπτυσσόμενο κόσμο, όπου ο εκσυγχρονισμός των άλλων αγορών έχει προχωρήσει πολύ ταχύτερα, αλλά και στη Δύση. Τόσο στην Ευρώπη (όπου όμως η αναμόρφωση της ΚΑΠ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση), όσο και στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Οι αγρότες όλου του κόσμου δεν πρόκειται να παράγουν συστηματικά περισσότερα τρόφιμα με τρόπο που να μην καταστρέφει το περιβάλλον και σε χαμηλότερες τιμές από σήμερα, αν δεν διαθέτουν περισσότερα κεφάλαια, καλύτερη τεχνογνωσία και τεχνολογία και πρόσβαση στην παγκόσμια αγορά, ώστε η παγκόσμια οικονομία να παράγει τα τρόφιμα που χρειαζόμαστε με τις μεθόδους και στις περιοχές που μπορούν αποτελεσματικότερα να παραχθούν.

Η βασική αυτή οικονομική αλήθεια πρέπει να προσαρμόζεται προφανώς τοπικά στις οικονομικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες του αγροτικού τομέα και στις αδήριτες ανάγκες των φτωχών καταναλωτών. Η παγκόσμια αντίδραση στην κρίση αυτή πρέπει όμως να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Αλλιώς κινδυνεύουμε η μαλθουσιανή θεωρία για πείνα, αναταραχές και πολέμους που ακολουθούν τις μεγάλες περιόδους ευημερίας και αύξησης του πληθυσμού, να επανέλθουν και πάλι -μετά από δύο σχεδόν αιώνες- στο προσκήνιο.

Ο Θόδωρος Σκυλακάκης είναι Γενικός Γραμματεύς του Υπουργείου Εξωτερικών για τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις και την Αναπτυξιακή Συνεργασία

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 07/08/2008)