Όταν το 1859 ο Edwin Drake τρυπούσε την πρώτη πετρελαιοπηγή στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ, με παραγωγή 25 βαρέλια την ημέρα, ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το 2008 η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα κυμαινόταν στα 87 εκατ. βαρέλια την ημέρα, καλύπτοντας το 38% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας

Όταν το 1859 ο Edwin Drake τρυπούσε την πρώτη πετρελαιοπηγή στην Πενσυλβανία των ΗΠΑ, με παραγωγή 25 βαρέλια την ημέρα, ίσως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το 2008 η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα κυμαινόταν στα 87 εκατ. βαρέλια την ημέρα, καλύπτοντας το 38% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, με την τιμή του να σημειώνει μάλιστα αλλεπάλληλα ρεκόρ, καθώς μεταξύ άλλων η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) ετοιμάζεται να αναθεωρήσει πτωτικά τις προβλέψεις της για την παγκόσμια προσφορά από τα 116 εκατ. στα 100 εκατ. βαρέλια ημερησίως ως το 2030. Ενώ οι τιμές του μαύρου χρυσού κυμαίνονταν στα 10 δολ. το βαρέλι μόλις πριν από 10 χρόνια, αρκετοί παράγοντες οδήγησαν την εν λόγω αγορά στο πρόσφατο ρεκόρ των 135 δολ. ανά βαρέλι.

Η ζήτηση π.χ. αυξήθηκε σημαντικά από τις αναδυόμενες οικονομίες και είναι δύσκολο να καλυφθεί, διότι η αντίστοιχη προσφορά περιορίζεται, καθώς μειώνεται η παραγωγή σε παλαιές και ώριμες πετρελαιοπηγές. Η συγκέντρωση σε λίγους σχετικά παραγωγούς και η καθυστέρηση πραγματοποίησης των αναγκαίων επενδύσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας, σε συνάρτηση με το αδύναμο τα τελευταία χρόνια δολάριο και τις πιέσεις σε χώρες του ΟΟΣΑ για σταδιακή εξάλειψη του άνθρακα επέτειναν τα προβλήματα. Οι υψηλότερες τιμές οδηγούν σε ακόμα υψηλότερη ζήτηση και σε χώρες-παραγωγούς, καθώς εκεί το πετρέλαιο επιδοτείται από τις κυβερνήσεις που διαθέτουν πλούσια ρευστότητα. Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες αντιμετωπίζουν επίσης ενδογενή προβλήματα, καθώς σε έναν κόσμο που το πετρέλαιο κυμαίνεται στα 135 δολάρια έχουν χάσει μέρος της δύναμής τους και έχουν περιθωριοποιηθεί από τις χώρες στις οποίες εδρεύουν, καθώς και από τις μεγάλες κρατικές εταιρείες. Η παραγωγή φθίνει, το κόστη εκτοξεύθηκαν, οι όροι των συμβολαίων άλλαξαν προς το χειρότερο, ενώ οι κίνδυνοι αυξάνονται.

Και ενώ μετά την 11η Σεπτεμβρίου τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα (χωρίς ως τώρα καταστροφικά σενάρια που θα μπορούσαν π.χ. να οδηγήσουν σε κλείσιμο των στενών του Ορμούζ να επιβεβαιώνονται), η πιο επιθετική πολιτική ορισμένων χωρών του OPEC, αλλά και οι κλιματολογικές αλλαγές εντείνουν τα προβλήματα στον τομέα της προσφοράς, η παγκόσμια ζήτηση συνεχίζει να αυξάνεται παρά την επιβράδυνση στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Ο πρόεδρος του OPEC δήλωσε μάλιστα πρόσφατα ότι η αύξηση της παραγωγής στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου δεν είναι πιθανή - κάτι που έκανε ορισμένους να προβούν στη διαπίστωση ότι «ίσως να μην μπορεί το καρτέλ να αντιδράσει, με αποτέλεσμα οι τιμές να είναι στην ουσία εκτός ελέγχου». Στο πλαίσιο αυτό, η Credit Suisse αναθεώρησε προσφάτως τη μέση τιμή του πετρελαίου στα 120 δολάρια το βαρέλι για το 2008 έναντι των 115 δολ. της UBS, ενώ η Goldman Sachs βλέπει τις τιμές στα 141 δολ. στο β' εξάμηνο και στα 148 δολ. το 2009 και διαχειριστές hedge funds έκαναν λόγο για τα 150 δολ. φέτος. Οι αγορές δείχνουν ικανές να δικαιολογήσουν τιμές μεταξύ 75 δολ. το βαρέλι (κάτω άκρο) ως 150 δολ. το βαρέλι (άνω άκρο) μεσοπρόθεσμα, αναφέρει η Deutsche Bank, θεωρώντας πάντως πως τα ρίσκα για άνοδο των τιμών στα 150 - 200 δολ. έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ οι τιμές θα μπορούσαν να μειωθούν δραματικά εάν όμως η ζήτηση καταρρεύσει.

Ενώ οι τιμές ξεπερνούσαν τα 135 δολ. το βαρέλι, έπειτα και από την απρόσμενη υποχώρηση των αμερικανικών αποθεμάτων, αλλά και των στρατηγικών ορισμένων traders που είχαν πάρει short (πτωτικές) θέσεις και έσπευσαν να αντιστρέψουν άμεσα τα στοιχήματά τους, η... φιλολογία για την περίφημη κερδοσκοπική «φούσκα» των τιμών επανήλθε στο προσκήνιο. Οι τοποθετήσεις εξάλλου απευθείας στα εμπορεύματα κυμαίνονται στα 250 δισ. δολ., ενώ οι θέσεις στις προθεσμιακές αγορές παραγώγων ξεπερνούν τα 8 τρισ. δολάρια.

Αναφέρεται επίσης ότι στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων επενδυτικές τράπεζες προχωρούν σε όσες τοποθετήσεις επιθυμούν - δίχως κανένα όριο - και στη συνέχεια θεσμικοί επενδυτές, συνταξιοδοτικά και αντισταθμιστικά ταμεία, εισέρχονται σε συμφωνίες swap (ανταλλαγής) με αυτές τις τράπεζες, συμβάλλοντας έτσι στην έκρηξη των τιμών.

Ωστόσο, έρευνα του CFTC αποφάνθηκε πως π.χ. η άνοδος της τιμής του πετρελαίου δεν οφείλεται σε κινήσεις κερδοσκόπων, αλλά στην αύξηση των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών. Προφανώς, όπως συμβαίνει πάντα, υπάρχει και ένα μέρος κερδοσκοπίας που εντείνει απλώς τη βίαιη αντίδραση των τιμών (20 - 30 δολ. εκτιμάται σήμερα), αλλά η ανοδική κίνηση των εμπορευμάτων τα τελευταία χρόνια βασίστηκε και στα θεμελιώδη μεγέθη.

Πειστήριο για τα παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι ενώ από το 2002 ως σήμερα τα εισηγμένα στα χρηματιστήρια εμπορεύματα, όπως ο κασσίτερος, ο χαλκός, το πετρέλαιο, ο μόλυβδος, το νικέλιο, το φυσικό αέριο, το ασήμι, ο χρυσός, το καλαμπόκι, το αλουμίνιο κτλ. αυξήθηκαν κατά 400% - 600%, η άνοδος το ίδιο διάστημα σε μη εισηγμένα εμπορεύματα, όπως το κάδμιο, το μολυβδαίνιο, το ρόδιο, το κοβάλτιο, το σιδηροχρώμιο, το βολφράμιο ή το μαγγάνιο ήταν σε πολλές περιπτώσεις διπλάσια, ξεπερνώντας ακόμα και το 1.100%.

(Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 25/05/2008)