Οι Εφοπλιστές Επιστρέφουν στην Ελλάδα

Αν προ τετραετίας ισχυριζόταν κάποιος ότι η Ελλάς θα μπορούσε να γίνει Διεθνές Ναυτιλιακό Κέντρο και ότι θα υφήρπαζε επενδυτές από την Βρεταννία, δεν θα τον πίστευε κανείς. Σήμερα όμως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, κυρίως λόγω της ευέλικτης φορολογικής πολιτικής που έχει υιοθετηθεί στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Του Θανάση Κουκάκη
Δευ, 2 Ιουνίου 2008 - 05:17

Αν προ τετραετίας ισχυριζόταν κάποιος ότι η Ελλάς θα μπορούσε να γίνει Διεθνές Ναυτιλιακό Κέντρο και ότι θα υφήρπαζε επενδυτές από την Βρεταννία, δεν θα τον πίστευε κανείς. Σήμερα όμως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, κυρίως λόγω της ευέλικτης φορολογικής πολιτικής που έχει υιοθετηθεί στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Το 2004 οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα ανήρχοντο στο 13,1% του ΑΕΠ, οι άμεσοι φόροι στο 8,9% του ΑΕΠ και οι ασφαλιστικές εισφορές στο 12,3%. Στην Βρεταννία την ιδία περίοδο οι έμμεσοι φόροι ανήρχοντο στο 13,5% του ΑΕΠ, οι άμεσοι φόροι στο 15,8% του ΑΕΠ και οι ασφαλιστικές εισφορές στο 6,7%. Ωστόσο, η φορολογία στα έσοδα των επιχειρήσεων ανήρχετο στην Βρεταννία στο 2,8% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν στο 3,3% του ΑΕΠ.

Η φορολογική μεταρρύθμιση που υιοθέτησε από το 2005 η νέα διακυβέρνηση οδήγησε σταδιακά στην μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις ανώνυμες εταιρείες και τις ΕΠΕ από το 35% στο 25% και στην μείωση από 25% στο 20% για τις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες επιχειρήσεις. Παραλλήλως, ο βασικός φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στα μεσαία εισοδήματα μειώνεται από το 33% στο 25%, ενώ ο υψηλός συντελεστής μειώνεται από 40% στο 35%.

Με τον τρόπο αυτό η Ελλάς γίνεται πιο ελκυστικός προορισμός για τα ξένα κεφάλαια, σε μια περίοδο που σε ευρωπαϊκό επίπεδο καταγράφεται μια γενικότερη τάση μειώσεως της φορολογίας. Σημειώνεται πως από το 2000 έως το 2007, ο μέσος όρος στο υψηλότερο κλιμάκιο φορολογίας επιχειρήσεων στην ευρωζώνη έχει μειωθεί κατά 7,4 μονάδες και ευρίσκεται στο 24,5%.

Το Λονδίνο αποτελεί παραδοσιακά το παγκόσμιο κέντρο των ναυτιλιακών υπηρεσιών. Κίνητρα που δόθηκαν πριν από δεκαετίες προσέλκυσαν χιλιάδες επενδυτές στην βρεταννική πρωτεύουσα και μεταξύ αυτών εκατοντάδες Έλληνες εφοπλιστές. Οι αλλοδαποί επιχειρηματίες εκμεταλλεύθηκαν φορολογικά κίνητρα και ένα φιλικό θεσμικό πλαίσιο και ανέπτυξαν δραστηριότητα στην Βρεταννία, φέρνοντας πολύτιμο συνάλλαγμα στην χώρα.

Ωστόσο, πρόσφατες αλλαγές στην φορολόγηση των αλλοδαπών κατοίκων στην Βρεταννία, διαφοροποιούν άρδην το καθεστώς που ίσχυε μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, η βρεταννική κυβέρνηση προχωρεί στην κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων που επιτρέπουν σε αλλοδαπούς κατοίκους να αποφεύγουν την φορολόγηση εισοδημάτων τους που προέρχονται από το εξωτερικό. Από την αλλαγή αυτή πλήττονται χιλιάδες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο Λονδίνο και οι οποίοι ήδη αναζητούν, άλλες έδρες πιο φιλικές, προκειμένου να εξακολουθήσουν τις εργασίες τους.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Έλληνες εφοπλιστές. Πολλοί εξ αυτών διατηρούν παραδοσιακά εκτός Ελλάδας το κομμάτι της διαχειρίσεως που αφορά στις ναυλώσεις, επιδιώκοντας να έχουν στενή επαφή με τα κέντρα λήψεως αποφάσεων στην αγορά των φορτίων. Το μεγαλύτερο δε ναυτιλιακό κέντρο είναι το Σίτυ του Λονδίνου. Οι αλλαγές στην φορολόγηση οδηγούν πολλούς Έλληνες πλοιοκτήτες εκτός της Βρεταννίας και τους φέρνουν πιο κοντά στην χώρα μας.

Το νέο φορολογικό καθεστώς που ισχύει στην Ελλάδα, τα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση για την ενίσχυση της ελληνική σημαίας, οι κυοφορούμενες αλλαγές στα λιμάνια της χώρας και το αναβαθμισμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αποτελούν κίνητρα για την μετοίκηση αυτή. Ενδεικτικώς, οι εταιρείες υπερωκεάνιων στόλων που εδρεύουν στον Πειραιά δεν υπόκεινται σε φορολόγηση κερδών ή αγορών ιδιοκτησίας, μέτρο που την παρούσα περίοδο δίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον Πειραιά, έναντι του Λονδίνου.

Ωστόσο, το φορολογικό καθεστώς από μόνο του δεν είναι αρκετό για να προσελκύσει τα εφοπλιστικά κεφάλαια. Οι επιχειρήσεις του κλάδου κινούνται όπου υπάρχει αγορά και φιλικό περιβάλλον. Ο Πειραιάς μέχρι και σήμερα δεν είναι Διεθνές Ναυτιλιακό Κέντρο, ενώ και το επιχειρηματικό περιβάλλον στην χώρα μας πλήττεται διαρκώς από την γραφειοκρατία, η οποία λειτουργεί επιβαρυντικά. Από τα στοιχεία καταδεικνύεται πως το Ντουμπάι και η Σιγκαπούρη είναι τα λιμάνια που συγκεντρώνουν την προτίμηση των εταιρειών του ναυτιλιακού τομέα.

Οι εφοπλιστικές ενώσεις επισημαίνουν ότι κάθε δολλάριο στη θάλασσα παράγει τέσσερα δολλάρια στην ξηρά. Το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που εισέρρευσε στην χώρα μας το 2007 ανήλθε σε 16,93 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 18% σε σχέση με το 2006. Αν και στον Πειραιά είναι εγκατεστημένες 1.200 ναυτιλιακές εταιρείες, ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων τους εξακολουθεί να διαρρέει σε σημαντικό βαθμό εκτός της χώρας, ελλείψει θεσμικής και υλικοτεχνικής υποδομής. Ο σημαντικότερος λόγος είναι ότι ο παλαιός πολεοδομικός ιστός του Πειραιά δεν προσφέρεται για ανάπτυξη πολλών σχετικών υπηρεσιών.

Η Κυβέρνηση παρουσιάζεται αποφασισμένη να διαφοροποιήσει την κατάσταση αυτή. Να δώσει γενναία κίνητρα στις ξένες ναυτιλιακές εταιρείες και να μεταβάλει ριζικά το θεσμικό. Μάλιστα, οι υπουργοί Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας κ.κ. Γ. Αλογοσκούφης και Γ. Βουλγαράκης σε χθεσινή τους συνεργασία με τις διοικήσεις της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών και της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας Λονδίνου (Committee), έδωσαν διαβεβαιώσεις για περαιτέρω βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, αλλά και για εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων υποδομών.

Η προσπάθεια αυτή πρέπει να στηριχθεί από τις τοπικές κοινωνίες και τους εργαζομένους, ώστε η χώρας μας να εκμεταλλευθεί στο έπακρο την θετική συγκυρία και να γίνει ο Πειραιάς Διεθνές Ναυτιλιακό Κέντρο.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 18/04/2008)