Η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης με σημεία τριβής την Ουκρανία, την Ταϊβάν, τη Συρία και ενδεχομένως το Αιγαίο αναμφίβολα αποτελούν προκλήσεις που απαιτούν συνετή διαχείριση προκειμένου να μην βρεθούν εκτός ελέγχου. Επί της ουσίας, αυτό που κυοφορούν αυτές οι γεωπολιτικές τριβές, είναι μια αναμέτρηση μεταξύ των δημοκρατιών της Δύσης και των ολοκληρωτικών καθεστώτων της ανατολής.

 

Από μια παραπλήσια οπτική γωνία πρόκειται για μια αναμέτρηση μεταξύ των ελεύθερων αγορών και των κεντρικά σχεδιαζόμενων οικονομιών.

Μετά από μια σύντομη περίοδο παγκοσμιοποίησης, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν με κριτήριο το συγκριτικό πλεονέκτημα κάθε περιοχής, επιστρέφουμε στην περίοδο όπου το γεωπολιτικό συμφέρον προηγείται του οικονομικού.

Τούτο, εκτός των άλλων σημαίνει υψηλότερες τιμές και άρα υψηλότερο κόστος ζωής. Αυτό θα πρέπει να το λάβουν σοβαρά υπόψη όσοι προβλέπουν πως ο πληθωρισμός είναι παροδικός και θα φύγει όσο γρήγορα ήρθε.

Παρ’ όλα αυτά η Δύση έχει αντοχές και δυνάμεις να αντιμετωπίσει τις αναδυόμενες εξωτερικές προκλήσεις. Αν κινδυνεύει από κάτι η Δύση είναι ένας εσωτερικός πόλεμος σαν αυτόν που αναδύεται μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ.

Πριν από μερικά χρόνια οι αντιευρωπαϊκές αποφάσεις των ΗΠΑ θεωρούνταν προσωρινές και αποδίδονταν στην ιδιόμορφη ηγεσία της Προεδρίας Τραμπ. Είναι όμως η Προεδρία Μπάιντεν, η οποία παρά την προσήλωση στις γεωπολιτικές δεσμεύσεις και το ΝΑΤΟ,  που έχει κηρύξει οικονομικό πόλεμο στην Ευρώπη.

Τα τελευταία δυο χρόνια το Κογκρέσο έχει ψηφίσει μια σειρά νόμους οι οποίοι στοχεύουν στην καρδιά της ευρωπαϊκής οικονομίας. Έχουν ψηφιστεί τρία νομοσχέδια για τις υποδομές, τους μικροεπεξεργαστές και την ενεργειακή μετάβαση (πράσινη ανάπτυξη) που επιδοτούν νέες επενδύσεις εντός των ΗΠΑ με 2 τρισ. δολάρια περίπου.

Τα κίνητρα που δίνονται προβληματίζουν ήδη πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις οι οποίες αντιλαμβάνονται πως τις συμφέρει να συρρικνώσουν τις δραστηριότητες στην Ευρώπη και να αναπτύξουν νέες στις ΗΠΑ.

Το αριστερής έμπνευσης σχέδιο της Προεδρίας Μπάιντεν στοχεύει στην αναδιάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας, την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και την αναζωογόνηση των βιομηχανικών περιοχών που επλήγησαν από την παγκοσμιοποίηση και τις φθηνές εισαγωγές.

Είναι το μεγαλύτερο σχέδιο κεντρικά σχεδιασμένης ανάπτυξης μετά το New Deal του Φραγκλίνου Ρούσβελτ.

Το σχέδιο προβλέπει περίπου 1,2 τρισ. δολάρια για έργα υποδομών σε μια δεκαετία. Με 280 δισ. περίπου θα επιδοτηθούν επενδύσεις για τη μεταφορά της ανάπτυξης και σχεδίασης μικροεπεξεργαστών στις ΗΠΑ.

Το σχέδιο για τη μείωση του πληθωρισμού και την πράσινη τεχνολογία προβλέπει άλλα 400 δισ. δολάρια σε μια δεκαετία. Αυτά είναι τα μεγαλύτερα από τα προγράμματα που τρέχουν.

Όλα αυτά τα σχέδια συνοδεύονται από πληθώρα κανόνων για προστασία των προϊόντων που παράγονται στις ΗΠΑ και περιορισμούς στις εισαγωγές και εξαγωγές για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι αν οποιοδήποτε κράτος και κρατική γραφειοκρατία είναι σε θέση να κατανείμει αποδοτικά ένα τόσο μεγάλο μέγεθος πόρων. Η Δύση είναι στη θέση υπεροχής που βρίσκεται τους τελευταίους αιώνες γιατί οι αγορές κατάφερναν να τοποθετούν αποδοτικότερα τους διαθέσιμους πόρους, προτιμώντας τις καινοτομίες. Ο προστατευτισμός και οι επιδοτήσεις όμως μειώνουν τη διάθεση για καινοτομίες και αυξάνουν το κόστος παραγωγής και τις τιμές...

Το δεύτερο ερώτημα είναι πως το πρόγραμμα αυτό οδηγεί στη γεωπολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση της Ευρώπης. Χιλιάδες επιχειρήσεις στην Ευρώπη θα προτιμήσουν να επενδύσουν στις ΗΠΑ και να απαγκιστρωθούν από τη γηραιά ήπειρο με τα πενιχρά κίνητρα και το υψηλό ενεργειακό κόστος.

Στην Ευρώπη σχεδιάζουν να αντιδράσουν με κάποιο ανάλογο πρόγραμμα το οποίο όμως δύσκολα μπορεί να προσεγγίσει τα μεγέθη του αμερικάνικου. Επίσης, οι βόρειες χώρες με τις νότιες έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η ανάπτυξη. Επιπλέον, η Ευρώπη, αν δεν βρεθούν τεράστια κοιτάσματα με χαμηλό κόστος εξόρυξης στη Ν.Α. Μεσόγειο ή τη Βόρεια Θάλασσα, θα παραμείνει με υψηλό ενεργειακό κόστος.

Το ενεργειακό κόστος όπως και η αποπαγκοσμιοποίηση έχουν  ήδη συνέπειες. Αν προσέξει κάποιος το περίφημο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας θα διαπιστώσει πως αυτό καταρρέει. Από 250 δισ. ευρώ την περασμένη δεκαετία έχει πέσει κάτω από τα 80.  Γερμανία χωρίς πλεόνασμα σημαίνει συρρίκνωση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και αύξησης των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών.

Το πλέον πιθανό είναι πως προσεχώς η Ε.Ε. θα αποφασίσει κάποιο πρόγραμμα επιδότησης των επενδύσεων στην Ε.Ε. όπως έκανε κατά την περίοδο της οικονομίας. Τα προγράμματα αυτά ευνοούν περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, γραφειοκρατία και διαφθορά. Τα οφέλη στην ελληνική οικονομία είναι ήδη εμφανή καθώς σε αρνητικό διεθνές περιβάλλον συνεχίζει να παρουσιάζει θετική διαφοροποίηση.

Το ζήτημα είναι πως τα σχέδια αυτά, μακροπρόθεσμα  φαλκιδεύουν την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικότερα, όπως περιγράψαμε πως συμβαίνει και με τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ.

Βρισκόμαστε στην αρχή μιας μακράς διαδρομής αναταράξεων, ανατροπών και αταξίας...

*Από capital.gr