Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και το μεταβατικό στάδιο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης στην οποία περιήλθαν, μια μετάβαση η οποία συνέβη είτε με ειρηνικό τρόπο είτε με λιγότερο ομαλές διαδικασίες, αρχίζουν όπως φαίνεται να ανακάμπτουν με αργά αλλά σταθερά βήματα, προσανατολιζόμενες προς το ευρωπαϊκό όραμα και ανοίγοντας τις αγορές τους στον ελεύθερο ανταγωνισμό προς διεξόδους σαφώς πιο φιλελεύθερες και πιο προοδευτικές.

Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων και το μεταβατικό στάδιο της κοινωνικοοικονομικής κρίσης στην οποία περιήλθαν, μια μετάβαση η οποία συνέβη είτε με ειρηνικό τρόπο είτε με λιγότερο ομαλές διαδικασίες, αρχίζουν όπως φαίνεται να ανακάμπτουν με αργά αλλά σταθερά βήματα, προσανατολιζόμενες προς το ευρωπαϊκό όραμα και ανοίγοντας τις αγορές τους στον ελεύθερο ανταγωνισμό προς διεξόδους σαφώς πιο φιλελεύθερες και πιο προοδευτικές.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η διαρκώς επιταχυνόμενη ανάπτυξη των χωρών αυτών και επομένως η αυξημένη κατανάλωση σε ενέργεια θα δημιουργεί ένα ολοένα και μεγαλύτερο ενεργειακό έλλειμμα στην ευρύτερη περιοχή αφού ο ρυθμός βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου καθώς και ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας θα αρχίζει σιγά-σιγά να υπερβαίνει τις δυνατότητες της εγκατεστημένης ηλεκτρικής ισχύς. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίο και απαραίτητο να γίνουν σημαντικές επενδύσεις στον τομέα του ηλεκτρισμού έτσι ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα στην ανάπτυξη των χωρών αυτών. Φυσικά, οι χώρες εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης που θα αποφασίσουν να επενδύσουν στον τομέα του ηλεκτρισμού τα επόμενα χρόνια θα κερδίσουν το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων αφού θα είναι σε θέση όχι μόνον να υπερκαλύψουν τις δικές τους ανάγκες αλλά και να διοχετεύσουν στις γειτονικές τους χώρες την απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια.

Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο δράσης η Ουγγαρία προγραμματίζει στο άμεσο μέλλον να γίνει καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας καλύπτοντας πρώτα τις ενεργειακές της ανάγκες οι οποίες βέβαια προς το παρόν δεν ικανοποιούνται πλήρως. Από τον περασμένο Μάιο η ουγγρική εταιρεία ηλεκτρισμού Emfesz, η οποία μάλιστα κατέχει το 80% της ουγγρικής αγοράς φυσικού αερίου, έχει ανακοινώσει την δημιουργία της μεγαλύτερης στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας με χρήση φυσικού αερίου και συνολική ισχύ 2.400 MW. Η νέα μονάδα θα κατασκευαστεί στην Βορειοανατολική Ουγγαρία κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία στο χωριό Nyirtass και το συνολικό κόστος θα φτάσει τα 1,5 δισεκατομμύρια Ευρώ. Σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα του έργου, ο σταθμός θα αρχίσει να λειτουργεί από το 2011 μετά δηλαδή την ολοκλήρωση της πρώτης ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας ισχύος 400 MW ενώ η αποπεράτωση του συνολικού εγχειρήματος θα ακολουθήσει μετά από δύο χρόνια, το 2013 με την κατασκευή των υπόλοιπων τεσσάρων μονάδων.

Η ουγγρική εταιρεία εκτιμά ότι με την κατασκευή της συγκεκριμένης μονάδος, η οποία θα υιοθετήσει όλες τις τελευταίες τεχνολογίες προκειμένου να είναι και αποτελεσματική και όσο το δυνατόν λιγότερο επιβλαβής για το περιβάλλον, θα καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της Ουγγαρίας, θα σταθεροποιήσει τις τιμές του ηλεκτρισμού οι οποίες όλο και αυξάνονται και επιπλέον θα μπορεί να διοχετεύει ηλεκτρική ισχύ στις γειτονικές χώρες, όπως στην Σερβία και στις πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες καθώς επίσης αν χρειαστεί, στην Ουκρανία και στην Ρουμανία. Επίσης σύμφωνα με τους υπολογισμούς η νέα αυτή γιγαντιαία μονάδα φυσικού αερίου εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει περί τις 3.000 νέες θέσεις εργασίας δίνοντας περαιτέρω ανάπτυξη στο Βορειοδυτικό τμήμα της Ουγγαρίας.

Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η Ουγγαρία πρόκειται να εξελιχθεί σ’ έναν από τους σπουδαιότερους ενεργειακούς κόμβους στην Ανατολική Ευρώπη καθώς, εκτός από τον αγωγό φυσικού αερίου Nabucco, σχεδιάζεται να διέλθει από την χώρα των Μαγυάρων ύστερα από την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Medvedev-Gyurcsany και ο ρωσικής προέλευσης αγωγός αερίου South Stream. Η Ουγγαρία με την επενδυτική αυτή κίνησή φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται με τον πλέον σφαιρικό τρόπο τον ενεργειακό ρόλο τον οποίον μπορεί να παίξει στην ευρύτερη περιοχή ενώ αφήνει περιθώριο και για ξένες επενδύσεις. Ήδη στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης μεγάλες εταιρείες ηλεκτρισμού όπως η γερμανική RWE, η ιταλική Enel, η γαλλική EDF, και η τσεχική CEZ αρχίζουν να δραστηριοποιούνται έντονα έχοντας μάλιστα την πολιτική υποστήριξη των κυβερνήσεων όλων των χωρών της περιοχής που δειλά-δειλά αρχίζουν την ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού τομέα και το άνοιγμα της αγοράς. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι μέχρι το 2013 όταν δηλαδή το φυσικό αέριο θα αρχίζει να εισδύει για τα καλά στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, δεν πρόκειται να υπάρξει ουσιαστική ανακούφιση στην αυξανόμενη ενεργειακή ζήτηση σ’ αυτό το γεωγραφικό τμήμα της Ευρώπης.

Οι χώρες βέβαια που έχουν συνειδητοποιήσει την γαιοστρατηγική τους θέση στον τομέα της ενέργειας και πρόκειται να παίξουν επίσης σημαντικό ρόλο είναι η Βουλγαρία με την δημιουργία του νέου πυρηνικού σταθμού στο Belene ισχύος 2.000 MW καθώς επίσης και η Ρουμανία. Η Ελλάδα αντίθετα ενώ βλέπει τον ενεργειακό της ρόλο να αυξάνεται στην ευρύτερη περιοχή, λίγα πράγματα δυστυχώς είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί καθώς με το υπάρχον έλλειμμα στην ηλεκτρική της ισχύ, κυρίως σε περιόδους αυξημένης ζήτησης, έχει οριοθετήσει ως πρώτο της στόχο την εξασφάλιση της επάρκειας. Ο στόχος να γίνει η Ελλάδα καθαρός εξαγωγέας ενέργειας ακόμα και με τα πλέον αισιόδοξα σενάρια που έχουν γνωστοποιηθεί από την ΔΕΗ μοιάζει ακόμα μακρινός και ίσως απατηλός. Σε μια περίοδο έντονων ζυμώσεων και ενεργειακών ανακατατάξεων η Ελλάδα φαίνεται για άλλη μια φορά να χάνει μια σημαντική ευκαιρία ώστε να καταστεί ο κύριος ενεργειακός ρυθμιστής της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων ενώ αντίθετα χώρες όπως η Ουγγαρία που μόλις πρόσφατα έγινε μέλος της Ε.Ε., σπεύδουν να καρπωθούν τις οποιεσδήποτε ευκαιρίες παρουσιάζονται και να δημιουργήσουν τα συγκριτικά εκείνα πλεονεκτήματα που θα τους εξασφαλίσουν ηγετική θέση στον τομέα της ενέργειας.