του Δημήτρη Μακρυβέλιου Πετρέλαιο και οικονομία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος τα τελευταία 100 χρόνια. Τόσο για τις χώρες παραγωγής πετρελαίου όσο και για τις αναπτυγμένες χώρες, το πετρέλαιο είναι πηγή πλούτου, πρώτη ύλη στην παραγωγική διαδικασία, κινητήριος δύναμη των μεταφορών, αλλά και σημαντικός οικονομικός δείκτης διεθνούς εμβέλειας. Η μεγάλη εξάρτηση των οικονομιών από το πετρέλαιο σημειώνεται κατά την περίοδο από το 1950 έως το 1973. Κατά την περίοδο εκείνη στις αναπτυσσόμενες βιομηχανικές χώρες η κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας αυξήθηκε πάνω από 100%. Στην τότε ΕΟΚ, που την αποτελούσαν 9 ευρωπαϊκές χώρες, η κατανάλωση έφθασε περίπου το 1 δισ. τόνους πετρελαίου έως το 1973. Ενώ, όμως, η κατανάλωση ενέργειας αυξανόταν σημαντικά, η κατανομή ανάμεσα στις πηγές ενέργειας μεταβλήθηκε. Το 1950 τα 4/5 των αναγκών σε ενέργεια καλύπτονταν από στερεά καύσιμα, άνθρακα και λιγνίτη, με το πετρέλαιο να αντιπροσωπεύει το 1/10 του συνόλου. Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1973, τα στερεά καύσιμα αντιπροσώπευαν το 23% της ζήτησης, το πετρέλαιο το 60% και το φυσικό αέριο το 13%. Η μεταβολή αυτή αύξησε την ανάγκη εισαγωγής πετρελαίου για την Ευρώπη. Προ του 1970 η αγορά πετρελαίου χαρακτηρίστηκε από αφθονία και σταθερές τιμές. Η κατάσταση άλλαξε με την ίδρυση του ΟΠΕΚ, που έγινε ο συντονιστής των χωρών παραγωγής πετρελαίου και ρυθμιστής των τιμών. Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση, σε συνδυασμό με καθυστερήσεις εκμετάλλευσης νέων κοιτασμάτων άλλαξε την παγκόσμια αγορά και πλέον οι χώρες παραγωγής κατάφεραν να επιβάλλουν τους όρους τους. Η μεγάλη σημασία που έχουν οι τιμές του πετρελαίου στην εξέλιξη της οικονομίας κάθε χώρας έγινε για πρώτη φορά αντιληπτή στην πετρελαϊκή κρίση του 1973. Το εμπάργκο που πραγματοποίησαν τα αραβικά κράτη διατάραξε την ομαλή ροή του πετρελαίου, προκαλώντας πανικό στις αγορές. Η τιμή του αργού από τα 2,5 δολάρια το βαρέλι τον Ιανουάριο του 1973 εκτινάσσεται στα 12 δολ. (+380%). Ευρώπη και Ιαπωνία επηρεάστηκαν περισσότερο αφού η εξάρτηση των ευρωπαϊκών οικονομιών από το πετρέλαιο έφθανε το 75%, της Ιαπωνίας το 80%, ενώ των ΗΠΑ μόνο το 10%. Η κρίση του 1973 επηρέασε σημαντικά την παγκόσμια οικονομία και ανέκοψε τους ξέφρενους ρυθμούς βιομηχανικής ανάπτυξης της εποχής. Η συνέχεια όμως αποδεικνύεται ακόμη σκληρότερη, καθώς η Ιρανική Επανάσταση και η εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν «συνεισφέρουν» στη δεύτερη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1979. Μέσα σε λίγες εβδομάδες οι τιμές του πετρελαίου αγγίζουν τα 40 δολάρια προκαλώντας σοκ στις παγκόσμιες αγορές. Η πρόσφατη κρίση του 2000 ήταν διαφορετική καθώς η εξάρτηση των αναπτυγμένων χωρών από το πετρέλαιο ήταν μικρότερη μετά τον προσανατολισμό τους σε νέες, εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Ωστόσο η κρίση κατάφερε νέο πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία, καθώς οι τιμές του αργού από τα 25 δολάρια το βαρέλι έφθασαν τα 36 δολάρια, 50% πάνω από τον μέσο όρο τιμών της 15ετίας. Το θετικό από τις πετρελαϊκές κρίσεις του παρελθόντος είναι ότι οδήγησαν ακόμη περισσότερο στην αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως το φυσικό αέριο, τα βιοκαύσιμα, το υδρογόνο και η αιολική ενέργεια. Ηδη η Ισλανδία κινείται δραστήρια να γίνει η πρώτη οικονομία που θα συνδεθεί με το υδρογόνο, ενώ σε όλο τον κόσμο επιχειρήσεις και κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους να μειώσουν την εξάρτησή τους από το μαύρο χρυσό. Ωστόσο, όπως φαίνεται, το πετρέλαιο μάλλον θα παραμείνει για καιρό σημαντικός παράγοντας επιρροής των οικονομιών. Από την εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευροτυπία (4/5/2003)

Διαβάστε ακόμα