Η Πολυνομία Ευνοεί την Διαφθορά

Νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουμε, ότι μπορούμε χονδρικά να διακρίνουμε δύο είδη διαφθοράς στο δημόσιο: Τη «μεγάλη» διαφθορά, η οποία συνδέεται με βαριά οικονομικά εγκλήματα και την προώθηση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων· και τη «μικρή», που συνδέεται με τακτικές των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και αποσκοπεί σε κάποιο μικρό, αντικειμενικά, οικονομικό όφελος
Του Γιώργου Καμίνη
Τετ, 18 Ιουνίου 2008 - 22:10

Νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουμε, ότι μπορούμε χονδρικά να διακρίνουμε δύο είδη διαφθοράς στο δημόσιο: Τη «μεγάλη» διαφθορά, η οποία συνδέεται με βαριά οικονομικά εγκλήματα και την προώθηση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων· και τη «μικρή», που συνδέεται με τακτικές των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων και αποσκοπεί σε κάποιο μικρό, αντικειμενικά, οικονομικό όφελος, το οποίο όμως μπορεί να είναι κατά περίπτωση σημαντικό για τον «διαφθορέα» ιδιώτη (λ.χ. τα πάσης φύσεως «γρηγορόσημα»). Στην πρώτη περίπτωση εμπλέκονται κατά κανόνα πολιτικοί και υψηλά ιστάμενα στελέχη του δημοσίου· στη δεύτερη, τα χαμηλότερα στρώματα της δημοσιοϋπαλληλίας.

Κάτω από τον κοινό τίτλο «διαφθορά» συχνά συμπεριλαμβάνουμε φαινόμενα διαφορετικά, ως προς τα παραγωγικά τους αίτια, τις εκδηλώσεις αλλά και τις επιπτώσεις τους στη ζωή μας.

Μια από τις βασικές αιτίες της διαφθοράς είναι η πολυνομία, δηλαδή η πληθωρικού χαρακτήρα νομοθεσία, η εγκατεσπαρμένη σε πλήθος νόμων και κανονιστικών πράξεων της διοίκησης. Η πολυνομία δεν είναι πρόβλημα τεχνικού χαρακτήρα που θα μπορούσε να λυθεί με ένα «μάζεμα» σκόρπιων διατάξεων σε ένα ενιαίο νομοθέτημα, π.χ. σε έναν κώδικα. Γι’αυτό άλλωστε και οι κατά καιρούς και από ποικίλες κυβερνήσεις ανακοινωθείσες κωδικοποιήσεις, σε διάφορους τομείς της νομοθεσίας (πολεοδομική, ασφαλιστική κ.λπ.), ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν.

Ειδικά στη χώρα μας τα αίτια της πολυνομίας πρέπει κυρίως να αναζητηθούν σε δύο πολιτικού χαρακτήρα παθογένειες: είτε στην εξυπηρέτηση επί μέρους συμφερόντων, κατά παρέκκλιση των γενικών ρυθμίσεων, είτε στην αδυναμία να χαραχθούν και να τηρηθούν με συνέπεια μακρόπνοες κυβερνητικές πολιτικές. Στην πρώτη περίπτωση, η πολυνομία αποτελεί νομοθετική εκδήλωση του ελληνικού πελατειακού συστήματος και του συντεχνιασμού και προκαλεί τον κατακερματισμό του νομοθετικού πλαισίου σε πληθώρα ειδικών ρυθμίσεων· στη δεύτερη, πρόκειται για την αποφυγή πολιτικού κόστους, με αναπόδραστο αποτέλεσμα να υιοθετούνται εμβαλωματικές και συγκυριακές, άρα βραχύβιες, νομοθετικές ρυθμίσεις. Σ’αυτά πρέπει να προσθέσουμε την ελληνοπρεπή έλλειψη μελέτης και προγραμματισμού, καθώς και την ανυπαρξία προκοινοβουλευτικής νομοθετικής διαδικασίας, δηλαδή μιας σοβαρής δημόσιας διαβούλευσης πάνω στα νομοσχέδια και τις κανονιστικές πράξεις που εκπονεί η διοίκηση. Η δημόσια δημοκρατική διαβούλευση έχει δύο ανεκτίμητα πλεονεκτήματα: αφενός παρέχει στη διοίκηση ευρεία πληροφόρηση, αφετέρου συμβάλλει στην ευρύτερη δυνατή αποδοχή της τελικής απόφασης, καθώς ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν εξέφρασε, σε συνθήκες πληρους ισοτιμίας, την άποψή του.

Η πολυνομία ευνοεί τη διαφθορά, διότι προκαλεί ανασφάλεια δικαίου, καθώς δεν είναι προδιαγεγραμμένοι με σαφήνεια και ασφάλεια οι κανόνες του παιχνιδιού, κυρίως τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών. Σε τέτοιο καθεστώς αβεβαιότητας, ο πολίτης περιάγεται σε θέση ομήρου. Διότι όταν η νομοθεσία είναι ασαφής και διανοίγονται δυνατότητες παράκαμψης του νόμου, ο νομοθέτης τείνει να γίνει τυπολάτρης και αυστηρός· καθιερώνει γραφειοκρατικές διαδικασίες και δρακόντειες ποινές εις βάρος των παρανομούντων. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει λοιπόν, εάν πολλοί από τους φορολογούμενους επιχειρηματίες ή ελεύθερους επαγγελματίες προτιμούν να δωροδοκήσουν, αντί να υποστούν έναν εξονυχιστικό έλεγχο των βιβλίων τους, που είναι απολύτως βέβαιο ότι θα ανακαλύψει κάποια αβλεψία, ενδεχομένως μικρή σε σημασία, η οποία όμως θα επισύρει βαρύτατο πρόστιμο. Σε τέτοιες περιστάσεις, και είναι πολλές, ο πολίτης γίνεται όμηρος του κάθε διεφθαρμένου δημοσίου υπαλλήλου.

Η πολυνομία ανθεί κυρίως στα σημεία οικονομικής επαφής του πολίτη με το δημόσιο: εφορίες, πολεοδομίες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.. Ειδικότερα, στα θέματα πολεοδομίας, όπου εμπλέκονται και οι ΟΤΑ που έχουν τις σχετικές αρμοδιότητες, εκδηλώνεται σε βαθμό αφόρητο το τοπικό πελατειακό σύστημα και η αθέμιτη συναλλαγή. Εκεί πλέον σχηματίζονται εκτεταμένοι θύλακοι ανομίας. Ολοι γνωρίζουμε ότι σε πολλές περιοχές της χώρας, η παράνομη δόμηση αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση.

Από ένα σημείο και πέρα, το φαινόμενο της εκτεταμένης παρανομίας αναπαράγεται και διευρύνεται. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις υπάρχει ένα όριο, πέραν του οποίου η διοίκηση αδυνατεί πλέον να επιτελέσει την ελεγκτική αποστολή της, καθώς η παρανομία έχει εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε πραγματικός έλεγχος νομιμότητας θα κατέληγε σε εκατόμβη. Κάποια στιγμή λοιπόν, έρχεται η ίδια η Πολιτεία να νομιμοποίησει εκ των υστέρων την παρανομία, είτε με την αθρόα νομιμοποίηση των αυθαιρέτων οικοδομών είτε με τη «ρύθμιση» χρεών σε εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη αμνήστευση της παρανομίας, η οποία αναπαράγει με τη σειρά της τον φαύλο κύκλο της παρανομίας, αφού καλλιεργεί στους πολίτες την προσδοκία ότι όποιος παρανομεί, βγαίνει τελικά κερδισμένος. Από την άλλη πλευρά, η δημόσια διοίκηση δεν διεξάγει τακτικούς ελέγχους, οι οποίοι θα μπορούσαν κάπως να μετριάσουν τα φαινόμενα αυτά. Το πλεονέκτημα του τακτικού ελέγχου είναι ο προληπτικός και παιδαγωγικός χαρακτήρας του. Ο τακτικός έλεγχος εθίζει τον πολίτη στην ιδέα ότι οφείλει να τηρεί τη νομιμότητα.

Δυστυχώς, η διοίκηση σήμερα σπανίως διεξάγει τακτικούς ελέγχους· τα ασφαλιστικά ταμεία λ.χ. δεν διεξάγουν ελέγχους για να διαπιστωθεί, εάν οι εργοδότες καταβάλλουν τις προβλεπόμενες εισφορές. Αντίστοιχο φαινόμενο παρατηρείται και στις εφορίες και τις πολεοδομίες. Οι έλεγχοι γίνονται κατά κανόνα αιφνιδιαστικά, είτε μετά από επώνυμη καταγγελία είτε με εισπρακτικό σκοπό. Όταν, τέλος πάντων, έρχεται κάποτε η στιγμή να διεξαχθεί κάποιος έλεγχος (ίσως μετά την πάροδο πολλών ετών από τον προηγούμενο ή ακόμη και για πρώτη φορά), μια παρατυπία, που στην αρχή ήταν αμελητέα, ενδέχεται να έχει διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο πολίτης να καλείται πια εκ των πραγμάτων να επιλέξει μεταξύ της δωροδοκίας και ενός εξοντωτικού διοικητικού προστίμου. Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι πολλοί, ίσως και οι περισσότεροι, θα προτιμήσουν το πρώτο.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 13/06/2008)