Η Γερμανία δεν είναι πια η χώρα της πολιτικής σταθερότητας και μετριοπάθειας που είχαμε κατά νου. Το μαρτυρούν αυτό οι εντυπωσιακές δημοσκοπικές επιδόσεις της ακροδεξιάς "Εναλλακτικής για τη Γερμανία" (AfD), η οποία άλλωστε μόλις κατέκτησε για πρώτη φορά εκτελεστικά αξιώματα σε τοπικό επίπεδο. Αλλά δεν πρόκειται για κάποια γερμανική ιδιαιτερότητα: η στροφή προς τα δεξιά αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο των ημερών

Στο ομόσπονδο γερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας, το 34% των ψηφοφόρων εμφανίζεται έτοιμο να στηρίξει την AfD, αν εκλογές διεξάγονταν αύριο, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Infratest dimap για λογαριασμό του κρατικού δικτύου ραδιοτηλεόρασης MDR. Πρόκειται για ποσοστό ενισχυμένο κατά εννέα μονάδες σε σχέση με πέρυσι και ίσο με το άθροισμα όλων των δυνάμεων αριστερότερα του κέντρου, ήτοι του Κόμματος της Αριστεράς (20%), των Σοσιαλδημοκρατών (10%) και των Πράσινων (5%), ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες βρίσκονται στη δεύτερη θέση της πρόθεσης ψήφου, με 21% και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) υποχωρούν στο 4%, κάτω από το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.

Η Θουριγγία, στο ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, συγκέντρωσε τα βλέμματα την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο υποψήφιος της AfD, Ρόμπερτ Στούλμαν, κέρδισε στις περιφερειακές εκλογές του Ζόνεμπεργκ και έγινε ο πρώτος έπαρχος που εκλέγεται από το ακροδεξιό κόμμα. Αλλά υπήρξε και συνέχεια, καθώς την περασμένη Κυριακή, ο Χάνες Λοτ, εξελέγη δήμαρχος του Ράγκουν- Γιέσνιτς, μιας κωμόπολης περίπου 9.000 κατοίκων στο κρατίδιο της Σαξονίας-Άνχαλτ, επίσης στο ανατολικό τμήμα της χώρας.

Σε πανεθνικό επίπεδο, πάντως, οι διαθέσεις της κοινής γνώμης επίσης προοιωνίζονται μεγάλες ανατροπές. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Insa για λογαριασμό της εφημερίδας Bild ως προς την πρόθεση ψήφου, η AfD φέρεται να αναδεικνύεται δεύτερο κόμμα με ποσοστό γύρω στο 21%, πίσω από τη Χριστιανική Ένωση (που καταγράφει 25,5%), αλλά μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς που περιορίζονται στο 19%. Αλλά και οι λοιποί εταίροι του του τρικομματικού ομοσπονδιακού κυβερνητικού συνασπισμού εμφανίζονται αισθητά αποδυναμωμένοι, καθώς οι Πράσινοι λαμβάνουν 14,5% και οι Φιλελεύθεροι 6,5% (η δε Αριστερά φυτοζωεί γύρω στο όριο 5%).

Από αυτή την άποψη, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα το να αναθεματίζει κανείς το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που ισχύει για την εκλογή δημάρχων ή επάρχων, ούτε το να καταφεύγει σε εύκολες ερμηνείες που συσχετίζουν την άνοδο της ακροδεξιάς με την οικονομική δυσπραγία της άλλοτε Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Άλλωστε το Ζόνενμπεργκ εμφανίζει ποσοστό ανεργίας μόλις 5%, ενώ και το προφίλ των ψηφοφόρων της AfD παραπέμπει περισσότερο σε μικρομεσαίους, παρά σε πληβείους.

Επιστροφή στις "ρίζες"

Στην πραγματικότητα η AfD επανέρχεται κατά μία έννοια στις "ρίζες" της, όταν ιδρύθηκε ως κόμμα καθηγητών που αντιδρούσαν στην πιθανότητα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων στον ευρωπαϊκό Νότο. Η πληθωριστική κρίση γεννά αντιδράσεις σε κάθε ενδεχόμενο χαλάρωσης της επιτοκιακής πολιτικής της ΕΚΤ, ενώ μια πρόσθετη διάσταση δίνουν οι "πόλεμοι αξιών" που έχουν ξεσπάσει απέναντι σε ό,τι ενσαρκώνει το κόμμα των Πρασίνων, με τις προτάσεις του για μείωση του ορίου ταχύτητας στους αυτοκινητόδρομους, περιορισμό της θέρμανσης με φυσικό αέριο, διάδοση των χορτοφαγικών γευμάτων στα δημόσια κυλικεία και παράλληλα τις γνωστές ευαισθησίες στα έμφυλα ζητήματα ή την πολυπολιτισμικότητα.

Το ότι η AfD αποτελεί και τη μόνη δύναμη η οποία αντιτάσσεται στην συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και την διάρρηξη των σχέσεων με τη Ρωσία, την καθιστά επίσης χώρο υποδοχής μιας σημαντικής μειοψηφίας του εκλογικού σώματος, η οποία δεν έχει πολιτική έκφραση.

Σε κάθε περίπτωση, η γενικότερη τάση ωθεί και την mainstream κεντροδεξιά στην υιοθέτηση θέσεων περισσότερο αντιπαραθετικών προς την ατζέντα των Πράσινων, με άξονα τη διατήρηση του οικείου τρόπου ζωής (και κατανάλωσης), όπως δείχνει και η συνολική στροφή του ΕΛΚ στο Ευρωκοινοβούλιο απέναντι σε περιβαλλοντικά νομοθετήματα της Κομισιόν.

Και βέβαια, το τοπίο που προκύπτει από τις τελευταίες εκλογικές και δημοσκοπικές εξελίξεις συνεπάγεται ολοένα και μεγαλύτερες δυσκολίες στον σχηματισμό μελλοντικών ομοσπονδιακών κυβερνήσεων, αφήνοντας ανοικτές από αριθμητική άποψη μόνο δύο (εξαιρετικά άβολες πολιτικά) δυνατότητες: είτε στην επιστροφή σε "μεγάλους συνασπισμούς" Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών (ενδεχομένως με την αναγκαία προσθήκη και των Φιλελευθέρων), είτε την έξοδο της AfD από την πολιτική καραντίνα και τη συνεργασία της, αρχικά σε τοπικό επίπεδο, με τη Χριστιανοδημοκρατία.

Η Λεπέν μόνη κερδισμένη των ταραχών στη Γαλλία

Στην άλλη όχθη του Ρήνου, η ηγέτιδα του Εθνικού Συναγερμού, Μαρίν Λεπέν, περιγράφεται ως η μόνη κερδισμένη από την κρίση που βίωσε η Γαλλία με τις ταραχές που προκάλεσε ο θάνατος 17χρονου από αστυνομικά πυρά κατά τη διάρκεια τροχαίου ελέγχου. Την ώρα που ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν εμφανίζεται ταυτοχρόνως ως αυταρχικός και αναποτελεσματικός, με αποτέλεσμα μόνο 33% των πολιτών να εγκρίνει στις δημοσκοπήσεις τις επιδόσεις του κατά την πρόσφατη κρίση, η Μαρίν Λεπέν με μήνυμά της την 1η Ιουλίου πρόβαρε προεδρικό ένδυμα, ζητώντας σε τόνους "ήρεμης δύναμης" να υιοθετηθούν οι προτάσεις του κόμματός της για την καταπολέμηση της βίας. Το αποτέλεσμα ήταν να εξασφαλίσει ποσοστό θετικών κρίσεων της τάξης του 39%.
Σε ένα τοπίο κοινωνικής πόλωσης στο οποίο ο Μακρόν αφήνει κάθε πλευρά ανικανοποίητη, η Λεπέν καταφέρνει να συνδυάζει την καταγγελία των κυβερνητικών πολιτικών με την αποστροφή προς την "αταξία" και τις ακρότητες, επωφελούμενη διπλά.

Από την Πολωνία στο Vox

Αλλά συνολικά η ευρωπαϊκή σκληρή δεξιά είδε στις γαλλικές ταραχές τη "δικαίωση" του αφηγήματός της. Λ.χ. ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι υποστήριξε ότι οι εικόνες που έρχονταν από τη Γαλλία δικαιολογούν την απορριπτική στάση της κυβέρνησής του στο νέο ευρωπαϊκό σύμφωνο για τη μετανάστευση. Ο Τομ φαν Χρίκεν, αρχηγός του εθνικιστικού φλαμανδικού κόμματος Vlaams Belang στο Βέλγιο αποφάνθηκε ότι το πολυπολιτισμικό όνειρο της Αριστεράς μετατράπηκε σε πολυπολιτισμικό εφιάλτη, ενώ οπ ηγέτης του ισπανικού κόμματος Vox Σαντιάγο Αμπασκάλ έκανε λόγο για ριζοσπαστικοποιημένους Μουσουλμάνους που ωθούν τη Γαλλία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Και ο Αμπασκάλ κατά πάσα πιθανότητα θα είναι μετά από τις ισπανικές εκλογές της 25ης Ιουλίου ο αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης που ήδη ασκεί την εκ περιτροπής ευρωπαϊκή προεδρία...

Μικρή σημασία έχει η απόσταση που χωρίζει το αφήγημα αυτό από τη γαλλική πραγματικότητα, όπου οι ταραχές έχουν στο επίκεντρό τους όχι μετανάστες. αλλά νέους Γάλλους πολίτες δεύτερης και τρίτης γενιάς (ή και παλαιόθεν γαλλικής καταγωγής), χωρίς μουσουλμανικά ταυτοτικά αιτήματα, αλλά με άφθονη οργή για τα σύμβολα του κράτους, σε ένα περιβάλλον διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής που βγάζει στους δρόμους άλλοτε άλλα στρώματα του πληθυσμού, από τα Κίτρινα Γιλέκα της "βαθιάς" αγροτικής Γαλλίας, μέχρι τη συνδικαλιστικά οργανωμένη εργατική τάξη που αντέδρασε στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.

(από capital.gr)