Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις μια κρίση αν δεν έχεις καθαρό μυαλό. Αυτό θα πει: αναζητάς απροκατάληπτα τα διαθέσιμα δεδομένα, τα επεξεργάζεσαι λογικά, κάνεις τις εννοιολογικές διακρίσεις που απαιτούνται για την ερμηνεία τους και καταλήγεις σε συμπεράσματα με βάση κριτήρια που έχεις υιοθετήσει

Η Ελλάδα καίγεται ξανά. Η χώρα, λένε οι ειδικοί, κινδυνεύει με ερημοποίηση – να γίνει κάτι μεταξύ Ιράκ και Ντουμπάι. Δύο είναι τα κρίσιμα ερωτήματα: πόσο ευθύνεται η κλιματική κρίση για τους έντονους καύσωνες και τις δασικές πυρκαγιές που συνεπιφέρουν; Πόσο αποτελεσματικά διαχειριζόμαστε το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών;

Τα δύο ερωτήματα αντιστοιχούν σε διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης. Το πρώτο επίπεδο αφορά τη μακροχρόνια αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος, τις συνέπειες της οποίας αναπόφευκτα υφιστάμεθα. Το δεύτερο αφορά τον τρόπο που, ως οργανωμένη πολιτική κοινότητα, χειριζόμαστε τις άμεσες συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Εχουμε, ανισομερώς, περιθώρια παρέμβασης και στα δύο επίπεδα, ιδιαίτερα στο δεύτερο.

Διαθέτουμε σήμερα πολλά δεδομένα και σύνθετες επιστημονικές τεχνικές ανάλυσης για να αποτιμήσουμε την κλιματική αλλαγή και τις συνέπειές της. Η έκθεση του Διακυβερνητικού Πάνελ του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (2021) συνιστά την πιο έγκυρη διαθέσιμη γνώση. Γνωρίζουμε, μεταξύ άλλων, ότι: Πρώτον, «αναμφίβολα», όπως αναφέρει η έκθεση, η ανθρώπινη παρέμβαση έχει αυξήσει τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας (υπερθέρμανση). Από το 1850, κάθε μία διαδοχικά από τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες ήταν θερμότερη από οποιαδήποτε άλλη προηγούμενή της. Εκτιμάται (66%-100% πιθανότητα) ότι η ανθρωπογενώς προκληθείσα αύξηση της θερμοκρασίας παγκοσμίως ανέρχεται μεταξύ 0,8-1,3 βαθμών Κελσίου. Δεύτερον, η κλίμακα της αλλαγής του παγκόσμιου κλίματος (άνοδος διοξειδίου του άνθρακα, άνοδος θερμοκρασίας, άνοδος επιπέδου θάλασσας κ.λπ.) είναι «άνευ προηγουμένου» εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τρίτον, είναι «σχεδόν βέβαιο» (πιθανότητα: 99%-100%) ότι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, οι καύσωνες έγιναν πιο συχνοί και πιο έντονοι στα περισσότερα μέρη του πλανήτη. Οσο πιο μεγάλη η υπερθέρμανση, τόσο πιο μεγάλες είναι οι αλλαγές στο κλιματικό σύστημα και πιο έντονα τα καιρικά φαινόμενα.

Εδώ και είκοσι χρόνια η «επιστήμη της απόδοσης» (attribution science) παρέχει ακόμη πιο ακριβή στοιχεία, εξετάζοντας το κρίσιμο ερώτημα: πόσο πιθανό είναι ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο να αποδοθεί σε ανθρωπογενώς προκληθείσα κλιματική αλλαγή; Γνωρίζουμε, λ.χ., ότι η κλιματική αλλαγή έκανε πιο πιθανό: τον κυκλώνα Χάρβεϊ, που επέφερε καταστροφικές πλημμύρες στο Χιούστον το 2017 (3 φορές), τον καύσωνα της Βρετανικής Κολομβίας το 2022 (150 φορές) και τον καύσωνα της Βρετανίας το 2022 (10 φορές). Πρόσφατες μελέτες του World Weather Attribution, του Imperial College, δείχνουν ότι ο φετινός καύσωνας στη Νότια Ευρώπη είναι, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, αφενός κατά 2,5 βαθμούς Κελσίου πιο έντονος, αφετέρου θα συμβαίνει πιο συχνά – κάθε 10 χρόνια. Ο φετινός καύσωνας στη νότια Ευρώπη θα ήταν «ουσιαστικά αδύνατος» χωρίς την κλιματική αλλαγή, παρατηρεί ο WWA.

Γνωρίζοντας πόσο εκτεθειμένοι είμαστε στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, τι κάνουμε ως χώρα; Πιο συγκεκριμένα, πώς διαχειριζόμαστε τις δασικές πυρκαγιές; Η τελευταία συναφής επίσημη έκθεση που διαθέτουμε είναι αυτή της επιτροπής Γκόλνταμερ (2019), η οποία εκπονήθηκε με αφορμή την πυρκαγιά στο Μάτι. Τα ευρήματά της είναι αποκαρδιωτικά.

Τη σύσταση της έκθεσης Γκόλνταμερ για την ίδρυση Οργανισμού Διαχείρισης Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου δεν τη συμπεριέλαβε το «επιτε- λικό κράτος».
Η επιτροπή επισημαίνει, μεταξύ άλλων, πόσο υστερεί η Ελλάδα στην πρόληψη: χαμηλή χρηματοδότηση έργων πρόληψης· έλλειψη αντιπυρικού σχεδιασμού, ολοκληρωμένων δασικών χαρτών και σχεδίων διαχείρισης δασικής ύλης· μειωμένη ικανότητα ανίχνευσης πυρκαγιών· «τεχνοφοβικό» προσωπικό και εμπλεκόμενοι φορείς που λειτουργούν «κατά κύριο λόγο εμπειρικά […] χωρίς να αξιοποιούν τις δυνατότητες που προσφέρουν σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία». Η επιτροπή υπογραμμίζει την πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων μεταξύ τοπικής αυτοδιοίκησης, αποκεντρωμένων διοικήσεων, Πυροσβεστικής και δασικής υπηρεσίας και την έλλειψη συντονισμού τους.

Αν και η επιτροπή Γκόλνταμερ δεν είπε κάτι που αγνοούσαμε, προσέδωσε εγκυρότητα στα όσα αποσπασματικά ή διαισθητικά γνωρίζαμε. Δεν επισήμανε, ωστόσο, ότι για καμία από τις μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων 40 ετών δεν διαθέτουμε επίσημη έκθεση αναφορικά με τη διαχείρισή τους. Απουσιάζει, συνεπώς, η συστηματική θεσμική μάθηση – τα ίδια λάθη επαναλαμβάνονται. Η ίδια η έκθεση Γκόλνταμερ δεν είναι σαφές αν και πώς χρησιμοποιήθηκε. Τη σύστασή της για την ίδρυση Οργανισμού Διαχείρισης Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου δεν τη συμπεριέλαβε το «επιτελικό κράτος».

Η διαχείριση των πυρκαγιών αντανακλά τη χρόνια παθογένεια του δημοσίου βίου – το αναποτελεσματικό κράτος. Η έμφαση εξακολουθεί να δίνεται στην καταστολή των πυρκαγιών – διαθέτουμε, αναλογικά, τον μεγαλύτερο στόλο αεροπυρόσβεσης στην Ευρώπη. Ως στρατηγική διαχείρισης, η καταστολή είναι η «εύκολη» (άμεσης απόδοσης) επιλογή: είναι ορατή (με τον γνωστό ελληνικό τρόπο της ακατάσχετης μιντιακής ροής πυρικού θεάματος) και αναδεικνύει δραματικά τον μάχιμο ρόλο των αρμοδίων (το κράτος δείχνει ότι υπάρχει ηρωικά). Η πολυσχιδής κρατική μηχανή, όμως, έχει εθιστεί να αποφεύγει να κάνει αυτό που κυρίως απαιτείται: να δουλεύει για την πρόληψη αθόρυβα, ολιστικά, με σύγχρονη τεχνολογία και οργάνωση, χωρίς πολιτικές κοκορομαχίες.

Την υπερθέρμανση δεν την αποφεύγουμε. Μπορούμε, όμως, να διαχειριστούμε καλύτερα ή χειρότερα τις συνέπειές της, ανάλογα με τον τρόπο κρατικής λειτουργίας. Το επίπεδο της πολιτικής ζωής καθορίζει την ποιότητα των θεσμών και, τελικά, την ποιότητα της απόκρισης στην κλιματική κρίση.

*Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")