Οι συναλλαγες σε commodity – διότι περί αυτού πρόκειται- συνοδεύονται από κίνδυνο και απαιτήσεις και στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίκληση της προστασίας του περιβάλλοντος δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ενασχόληση στην αναδυόμενη αγορά CCUS, αφού ορισμένοι θα κερδίζουν χρήματα και κάποιοι άλλοι θα καλούνται να πληρώσουν το κόστος.
Πέραν δε όλων των άλλων και σε ό,τι αφορά κυρίως στην Ελλάδα, για να μπορούμε να συλλέγουμε και να αποθηκεύουμε CO2 στο πλαίσιο μιας επικερδούς εμπορικής δραστηριότητας, θα πρέπει να μπορούμε να παράγουμε αρκετό διοξείδιο του άνθρακα, ειδάλλως. Χωρίς εκπομπές CO2 δεν μπορεί να στηριχτεί αυτός ο νέος βιομηχανικός κλάδος που ευαγγελίζονται αγορά και φορείς αφού δεν θα υπάρχει επαρκές επενδυτικό ενδιαφέρον και πόροι να κατευθυνθούν προς αυτή την αγορά. Είναι απλό!
Εκτός αυτού, είναι εξ ορισμού αντικρουόμενο να υποστηρίζουμε στη χώρα μας ότι έχουμε πραγματικό πρόβλημα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όταν δεν έχουμε παραγωγή υδρογονανθράκων που αποτελούν τη βάση για μια κερδοφόρο αγορά CCUS. Ο Γιάννης Μπασιάς, πρώην επικεφαλής της ΕΔΕΥ το έκανε σαφές την ημέρα της παρουσίασης της μελέτης του ΙΕΝΕ όταν είπε πως πρέπει να παράγουμε CO2 για να το συλλέγουμε αλλιώς δεν θα υπάρξει βιομηχανία και επενδύσεις.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως το κόστος, το νομικό και θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία μονάδων CCUS, κυρίως για την παράλληλη δημιουργία ενός transit hub που θα προσέδιδε απτά εμπορικά οφέλη στην Ελλάδα, δεν μπορούν να συζητηθούν σοβαρά παρά μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να ποσοτικοποιήσουμε τη δυναμικότητα σε CO2 της χώρας. Αυτές οι “κρίσιμες” πληροφορίες και μεταβλητές απουσιάζουν επί του παρόντος από τον χάρτη.
Φυσικά, υπάρχει και το παράδοξο να συζητούμε για δέσμευση και αποθήκευση CO2 στην χώρα, όταν απουσιάζει κάθε σοβαρή παραγωγή και προοπτική εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου από εκείνη που υποτίθεται σχεδιαζόταν εδώ και δεκαετίες, αφού η αναφορά στην δυνητική ανάπτυξη εγκαταστάσεων CCUS στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας δεν μοιάζει να πείθει, εξαιτίας των αβαθών, μη εκμεταλλεύσιμων λιγνιτικών περιοχών στην Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη - είναι αρκετά ρηχές για να εγγυηθούν μια επιτυχημένη εμπορικά δραστηριότητα αποθήκευσης του CO2.
Πέραν όλων των άλλων, από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά την παρουσίαση της μελέτης του ΙΕΝΕ, ενδιαφέρει το ότι η ετήσια έκλυση CO2 στην Ελλάδα ήταν 115 εκατ. τόνους το 2007, ενώ το 2020, έπεσε στα 60 εκατ. τόνους!
Επίσης, θα πρέπει να ανακαθοριστεί ο σχεδιασμός για την ανάπτυξη αυτής της δυνητικά νέας αγοράς επί τη βάσει της παραδοχής ότι τo CCUS θα πρέπει να θεωρείται μέρος του παγκόσμιου waste business.
Μια ακόμη σημαντική παράμετρος που δεν έχει συζητηθεί αρκετά στη χώρα μας είναι, εκτός της αποθήκευσης CO2 και το ζήτημα του λεγόμενου utilization, καθώς υπάρχουν και «ανελαστικοί» τομείς της οικονομίας που δεν μπορούν να απανθρακοποιηθούν ούτε εύκολα, κυρίως, ούτε άμεσα –μεταφορές κλπ.
Αυτό που αντιλαμβάνεται η Στήλη είναι, στο τέλος της γραφής, ότι πρόκειται για μια θεωρητική προσέγγιση ενός ευρύτερου και άκρως αμφιλεγόμενου προβλήματος, της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης με τα όπλα και τις μεθόδους που προτείνεται από το επίσημο κομμάτι της διεθνούς κοινότητας. Το εάν το πολιτικό μομέντουμ σε επίπεδο ΕΕ θα μπορέσει να αποτυπωθεί και στην πράξη, θα φανεί προσεχώς.