Του Μπάμπη Παπαδημητρίου Το πρόβλημα στην οικονομία, όπως το αποκαλύπτουν οι –έστω και μικρές- επιχειρήσεις, που κλείνουν, δεν προέκυψε ξαφνικά. Ποτέ, άλλωστε, οι δυνάμεις που δημιουργούν τα οικονομικά γεγονότα δεν δρουν χωρίς προειδοποίηση. Προφανώς, κάποιοι, δεν μας είπαν την αλήθεια. Αυτοί που βρίσκονται στην κυβέρνηση. Γιατί η προετοιμασία για τα όσα συμβαίνουν τώρα που η χώρα βρίσκεται στην Ευρωζώνη έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει. Το τίμημα που πλήρωσαν οι Ελληνες, για να «πιάσουμε» τα (ίσως λίγο ξεχασμένα, σήμερα) κριτήρια του Μάαστριχτ να μην επέτρεπε την προώθηση και των διαρθρωτικών αλλαγών που, τώρα πια, μας είναι τόσο απαραίτητες. Ίσως! Από το σημείο αυτό, μέχρι να αφεθούν όλα στον αυτόματο πιλότο της Ευρωζώνης, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Η γνωστή, από τις πρωθυπουργικές αποστροφές, «ισχυρή οικονομία», ήταν περισσότερο ένα κατασκεύασμα εκείνης της προσπάθειας. Καθόλου δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα όσων βιώνουμε τους τελευταίους μήνες. Για τον ίδιο λόγο, ο υψηλός ρυθμός του εγχώριου προϊόντος, που με τόση ευκολία χρησιμοποιείται από τα κυβερνητικά χείλη, καθόλου δεν πείθει πως είμαστε προστατευμένοι από την κρίση: την εσωτερική και τη διεθνή. Βεβαίως η ελληνική οικονομία δεν είναι η μόνη που αντιμετωπίζει προβλήματα. Τα τελευταία δύο χρόνια, πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες είδαν επιχειρήσεις να κλείνουν. Να μεταφέρουν τις παραγωγικές τους εγκαταστάσεις. Να μειώνουν το προσωπικό τους. Να γράφουν ζημίες ή, έστω, να αντιμετωπίζουν περικοπή των εργασιών τους. Από την άποψη αυτή δεν διαφέρουμε. Έχουμε, όμως, μείνει πολύ πίσω σε πολλά άλλα σημεία. Στα οποία κρίνεται το σημερινό παγκοσμιοποιημένο παιχνίδι ανταγωνιστικότητας. Και αυτό είναι το χειρότερο. Πόσο μάλλον που, πολλά απ’ αυτά, μπορούσαμε να τα έχουμε προλάβει. Πολλοί θα αντιτείνουν ότι παρόμοιες αγκυλώσεις εμφανίζουν και άλλες οικονομίες. Ισχυρότερες από τη δική μας. Σωστό, αλλά μόνον εν μέρει. Οι δυσκολίες των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών, όπως η γερμανική και η γαλλική, εξηγούνται από τις αντιδράσεις που ξεσηκώνει οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης του κόστους και ορθολογισμού των τεράστιων κοινωνικών και κρατικών μηχανισμών προστασίας. Εχουν όμως ένα κράτος και μια δομή κοινωνικής προστασίας η οποία λειτουργεί, αποδίδει και, κυρίως, συμβάλλει στην ευμάρεια και στο επίπεδο ζωής των πολιτών τους. Εμείς δεν είχαμε κάτι τέτοιο. Η δική μας κρατική μηχανή έχει ελάχιστη αποτελεσματικότητα και παρέχει περιορισμένη προστασία στον πολίτη. Κι όμως, κοστίζει περίπου τα ίδια χρήματα. Γι’ αυτό και η φορολογική μεταρρύθμιση παρέμεινε ανολοκλήρωτη, κουτσή και, το χειρότερο, ανίκανη να δώσει στην οικονομία την ώθηση που είχε ανάγκη. Επιπλέον, ο πολίτης των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, έχει άμεσο όφελος από τη λειτουργία του δικού του κρατικού «παχύδερμου». Όφελος που έρχεται να προστεθεί στο εισόδημά του, να το προστατεύσει και να του δημιουργήσει το –εξαιρετικά σημαντικό- συναίσθημα ασφάλειας και συμμετοχής του. Αντιθέτως, ο Έλληνας όχι μόνον πληρώνει ακριβά το δικό του «παχύδερμο», αλλά πρέπει να υπολογίζει ένα σημαντικό ποσό που θα αφαιρεί από το εισόδημά του, προκειμένου να αντιμετωπίζει τρέχουσες ανάγκες (όπως είναι η Παιδεία) ή έκτακτες, όπως είναι η Στέγαση, η Σύνταξη και η Υγεία. Ο ελληνικός επιχειρηματικός τομέας, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι ελεύθεροι επιχειρηματίες, προσέφερε πάντοτε (και πολύ περισσότερο τις δύο τελευταίες δεκαετίες), ευκαιρίες να αντιμετωπίζονται θετικά οι ελλείψεις και οι δυσλειτουργίες του κράτους. Κέρδη και εισοδήματα στον ελεύθερο τομέα της οικονομίας ήταν πολύ ανώτερα εκείνων στα οποία μπορούσε να ελπίζει ο μισθωτός, τόσο στο Δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Η περίοδος αυτή οδηγείται στο –μοιραίο- τέλος της. Μαζί της «κλείνουν» μαγαζιά που στηρίχθηκαν σ’ αυτήν την ισορροπία που χαρακτηρίζει υπανάπτυκτα κράτη. Στο νέο πεδίο ανταγωνισμού θα είμαστε πολύ μόνοι και, δυστυχώς, πολύ πτωχότεροι. Εδώ βρίσκεται η ευθύνη όσων διαχειρίστηκαν τα κοινά μας πράγματα, τα -τόσα πολλά- τελευταία χρόνια. (Από την εφημερίδα Καθημερινή 23/05/03)

Διαβάστε ακόμα