Oι ΗΠΑ προσελκύουν ρεκόρ επενδύσεων από γερμανικές εταιρείες, οι οποίες βλέπουν μεγάλες ευκαιρίες στην ισχυρή οικονομία και στα ελκυστικά φορολογικά κίνητρα, την ώρα μάλιστα που επιδεινώνονται οι συνθήκες τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στην Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο τους. Πέρυσι ανακοίνωσαν δεσμεύσεις κεφαλαίου ύψους 15,7 δισ. δολαρίων

σε αμερικανικά έργα, από 8,2 δισ. δολάρια το 2022, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η fdi Markets, θυγατρική των Financial Times, ξεπερνώντας κατά πολύ τα 5,9 δισ. δολάρια που είχαν δεσμευτεί για την Κίνα. Το ποσό που κατευθύνεται προς τις ΗΠΑ αποτελούσε περίπου το 15% των συνολικών δεσμεύσεων το 2023 είτε σε νέα έργα ανάπτυξης είτε σε έργα επέκτασης 

στο εξωτερικό,σε σύγκριση με 6% το προηγούμενο έτος. Η επενδυτική «έκρηξη» καλύπτει τον πρώτο χρόνο από τότε που η κυβέρνηση Μπάιντεν ψήφισε τον 

«νόμογια τη μείωση του πληθωρισμού» και τον «νόμο για τα τσιπ και την επιστήμη», που προσφέρουν περισσότερα από 400 δισ. δολάρια σε φοροελαφρύνσεις, δάνεια και επιδοτήσεις, με στόχο την ανοικοδόμηση της αμερικανικής παραγωγής και την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης. Οι γερμανικές εταιρείες ανακοίνωσαν 185 έργα στις ΗΠΑ το 2023, εκ των οποίων τα 73 ήταν στον μεταποιητικό τομέα. Το μεγαλύτερο εξ αυτών ήταν μια επένδυση ύψους 2 δισ. δολαρίων στη Νότια Καρολίνα από τη θυγατρική εταιρεία ηλεκτρικών οχημάτων της Volkswagen, Scout Motors.

Ανώτατα στελέχη της BASF και της Siemens Energy, που είναι δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες της Γερμανίας, δήλωσαν ότι ένας συνδυασμός ρεαλιστικής βιομηχανικής πολιτικής από την αμερικανική κυβέρνηση, ισχυρής μακροπρόθεσμης προοπτικής της αγοράς και αυξανόμενης εστίασης στις αλυσίδες εφοδιασμού δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις στις ΗΠΑ.

«Βλέπουμε αυτό το τεράστιο επενδυτικό δυναμικό με τη νέα κατασκευή ενεργειακής υποδομής στις ΗΠΑ», λέει ο Τιμ Χολτ, εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Siemens Energy,  η οποία αυτόν τον μήνα  ανακοίνωσε σχέδια  για την κατασκευή  μονάδας μετασχηματιστών  ισχύος 150 εκατ. δολαρίων στο Σάρλοτ, στη Βόρεια Καρολίνα. 

«Στο παρελθόν κάναμε εξαγωγή σε μετασχηματιστές από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Κροατία και το Μεξικό στις ΗΠΑ. Αλλά δεδομένου του μεγέθους της αγοράς και επειδή χρειαζόμασταν μια επέκταση, θεωρήσαμε ότι το νέο εργοστάσιο είναι καλή επένδυση, δεδομένων των προοπτικών της αγοράς», πρόσθεσε.

Ο Χολτ τόνισε επίσης ότι η πανδημία, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι διακοπές της εφοδιαστικής αλυσίδας στα κανάλια του Σουέζ και του Παναμά τόνισαν επίσης την ανάγκη για διαφοροποίηση της παραγωγής.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η επενδυτική έκρηξη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού συνεχίζεται. Μια έρευνα σε 224 θυγατρικές γερμανικών εταιρειών στις ΗΠΑ, που δημοσιεύθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου από το Γερμανο-αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, έδειξε ότι το 96% σχεδιάζει να επεκτείνει τις επενδύσεις έως το 2026. Η BASF, ο μεγαλύτερος χημικός όμιλος στον κόσμο και σημαντικός επενδυτής στην Κίνα, επεκτείνει επίσης τις δραστηριότητές της στις ΗΠΑ. Σχεδιάζει να επενδύσει 3,7 δισ. ευρώ μεταξύ 2023 και 2027 στη Βόρεια Αμερική, πλάνο που περιλαμβάνει σημαντικές επεκτάσεις πετροχημικών εργοστασίων στη Λουιζιάνα και στο Οχάιο.

Η BASF αποτελεί βασικό παράδειγμα για τους επενδυτές και τους πολιτικούς που ανησυχούν για την υφέρπουσα αποβιομηχάνιση στη Γερμανία, έχοντας ανακοινώσει «μόνιμες» περικοπές στα κεντρικά γραφεία της στο Λούντβιγκσχαφεν με κατάργηση χιλιάδων θέσεων εργασίας και κλείσιμο εργοστασίων, μετά την έκρηξη στις τιμές ενέργειας στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία. Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει πληγεί σοβαρά από την απώλεια φθηνού ρωσικού αερίου, το οποίο της επέτρεπε επί δεκαετίες να παραμένει το κέντρο της βαριάς βιομηχανίας και της μεταποίησης.

«Η Ευρώπη υποφέρει ολοένα και περισσότερο από υπερβολικές ρυθμίσεις, αργές και γραφειοκρατικές διαδικασίες έγκρισης και, κυρίως, υψηλό κόστος για τουςπερισσότερους συντελεστές παραγωγής», τονίζει ο Μάικλ Χάινζ, διευθύνων σύμβουλος της BASF στη Βόρεια Αμερική. Η BASF, τέλος, επενδύει μαζικά στην Κίνα, όπου σχεδόν το ήμισυ των προγραμματισμένων παγκόσμιων δαπανών της έχει προγραμματιστεί μέχρι το 2027. Προς το παρόν κατασκευάζει ένα υπερσύγχρονο πετροχημικό εργοστάσιο αξίας 10 δισ. ευρώ στο Γκουανγκντόνγκ, το οποίο θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στην πράσινη ενέργεια που δεν θα ήταν ακόμη διαθέσιμη στην απαραίτητη κλίμακα στην Ευρώπη. Ο κολοσσός δέχεται επικρίσεις ότι ποντάρει υπερβολικά σε ένα αυταρχικό κράτος και ότι η γερμανική βιομηχανία επαναλαμβάνει το λάθος που έκανε όταν στηρίχθηκε υπέρμετρα στη Ρωσία. Πρόσφατη έκθεση από το Γερμανικό Επιμελητήριο Βιομηχανίας και Εμπορίου προβλέπει ότι οι ΗΠΑ θα αντικαταστήσουν την Κίνα ως τον κορυφαίο εμπορικό εταίρο της χώρας το αργότερο έως το 2025.

Έρευνα σε 224 θυγατρικές γερμανικών εταιρειών στις ΗΠΑ έδειξε ότι το 96% σχεδιάζει να επεκτείνει τις επενδύσεις έως το 2026.

 

Από την Καθημερινή