Μόνο ως σημείο των καιρών μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι η διαμόρφωση των πετρελαϊκών τιμών κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι χαιρετίστηκε με ανακούφιση αντί να προκαλέσει ρίγη τρόμου. Η τιμή του ενός βαρελιού αργού, που πέρασε το φράγμα των 100 δολαρίων τον Φεβρουάριο, έφθασε στο ιστορικό ρεκόρ άνω των 147 δολαρίων στις 11 Ιουλίου. Εκτοτε, έχει υποχωρήσει περισσότερο από 40%. Δεν χαίρονται όλοι.

Μόνο ως σημείο των καιρών μπορεί να ερμηνευθεί το γεγονός ότι η διαμόρφωση των πετρελαϊκών τιμών κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι χαιρετίστηκε με ανακούφιση αντί να προκαλέσει ρίγη τρόμου. Η τιμή του ενός βαρελιού αργού, που πέρασε το φράγμα των 100 δολαρίων τον Φεβρουάριο, έφθασε στο ιστορικό ρεκόρ άνω των 147 δολαρίων στις 11 Ιουλίου. Εκτοτε, έχει υποχωρήσει περισσότερο από 40%. Δεν χαίρονται όλοι. Ο ΟΠΕΚ συνεδρίασε στη Βιέννη στις 9 Σεπτεμβρίου για να συζητήσει τρόπους αντίδρασης στην πρόσφατη πτώση των τιμών. Αντιμέτωπο με την απαίτηση του Ιράν και της Βενεζουέλας για μείωση της παραγωγής, έχοντας όμως υπόψη του ότι οι υψηλές τιμές έχουν ενθαρρύνει σε εκλογίκευση της χρήσης πετρελαίου στις πλούσιες χώρες, το καρτέλ επέλεξε τη μέση λύση. Διατήρησε το πλαφόν παραγωγής στα 28,8 εκατ. βαρέλια ημερησίως, συμφώνησε όμως να μείνει πιστό στον στόχο αυτό περιορίζοντας την πλεονάζουσα παραγωγή. Ετσι, μείωσε την πραγματική παραγωγή του κατά 1,8%.

Οι «πολεμοχαρείς»

Οι πιο «πολεμοχαρείς» χώρες ζητούν τη διατήρηση των τιμών σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα, για να χρηματοδοτήσουν τους γενναιόδωρους προϋπολογισμούς της. Ομως, η Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη χώρα-μέλος του ΟΠΕΚ, υπερέβη τη δική της ποσόστωση παραγωγής το καλοκαίρι για να αποτρέψει περαιτέρω επιβάρυνση των πελατών της στον πλούσιο κόσμο, οι οποίοι ήδη υφίσταντο τις επιπτώσεις της πιστωτικής κρίσης. Αυτό είναι λογικό. Ακόμα και χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, που δεν είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στον δανεισμό, υπέφεραν μαζί με εκείνες που «πνίγηκαν» στη θάλασσα των στεγαστικών δανείων, όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρόσφατη πτώση της τιμής του πετρελαίου (και των τροφίμων) θα έπρεπε να είναι δώρο για τους καταναλωτές. Ωστόσο, το αργό δεν έχει ακόμα υποχωρήσει αρκετά ώστε να χαροποιήσει τους κεντρικούς τραπεζίτες. Ο πληθωρισμός λογικά θα ακολουθήσει την ίδια καθοδική πορεία με εκείνη του πετρελαίου και των τροφίμων, όμως κάποιοι χαράσσοντες την πολιτική φοβούνται ότι δεν θα πέσει σε ανεκτά επίπεδα αρκετά γρήγορα. Αυτό που τους ανησυχεί είναι ότι οι υψηλές πετρελαϊκές τιμές ίσως επιφέρουν πλήγμα στον δυνάμει ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, ωθώντας για κάποιο καιρό ανοδικά τον πληθωρισμό. Αν αυτό ισχύει, τότε η υποτονική αύξηση του ΑΕΠ ίσως δεν δώσει αρκετή δύναμη στην οικονομία για να οδηγήσει δραστικά χαμηλότερα τον πληθωρισμό.

Τα υπερβολικά κίνητρα

Την πιθανότητα αυτή υπογράμμισε ο Αθανάσιος Ορφανίδης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, στο συνέδριο «ECB and Its Watchers» της Φρανκφούρτης, στις 5 Σεπτεμβρίου. Μια ενίσχυση στη σχετική τιμή του πετρελαίου αυξάνει το κόστος της εντάσεως ενέργειας παραγωγής, καθιστώντας κάποια εργοστάσια και εξοπλισμό ασύμφορα. Μια πετρελαϊκή κρίση θα μπορούσε μάλιστα να αφήσει την οικονομία με μικρότερο περιθώριο πλεονάζουσας παραγωγικής δυνατότητας, αν επέφερε μεγαλύτερο πλήγμα στην παραγωγή παρά στις δαπάνες. Για τον λόγο αυτό, οι χαράσσοντες την πολιτική πρέπει να προσέχουν ώστε να μην προσφέρουν υπερβολικά κίνητρα στην οικονομία σε περίπτωση πετρελαϊκής κρίσης. Μάλιστα, ένα από τα λάθη πολιτικής που οδήγησαν στον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του ’70, ήταν ότι παραβλέφθηκαν οι επιπτώσεις του ακριβότερου πετρελαίου στη βιώσιμη ανάπτυξη. Πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τιμές στα επίπεδα των 120 δολαρίων το βαρέλι με την πάροδο των ετών θα μείωναν τη δυνάμει παραγωγή συνολικά ώς και κατά 4% στις ΗΠΑ και κατά 2% στην Ευρωζώνη. Καθώς ο μηχανολογικός εξοπλισμός αναβαθμίζεται με αργούς ρυθμούς, η δυνάμει αύξηση του αμερικανικού ΑΕΠ θα αργήσει να υποστεί τις συνέπειες.

Τo κόστoς

Πολλά εξαρτώνται από τον τρόπο που θα προσαρμοστεί το κόστος. Αν οι εταιρείες περάσουν μέρος της αύξησης των τιμών στους χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς, μεγάλο μέρος των κεφαλαιακών αποθεμάτων τους θα μείνει βιώσιμο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στις ΗΠΑ, όπου η αύξηση των ωρομισθίων είναι πολύ χαμηλότερη του πληθωρισμού και το «χτύπημα» της πετρελαϊκής κρίσης δέχονται οι εργαζόμενοι. Στην Ευρωζώνη, αντιθέτως, υπάρχουν περισσότερες ενδείξεις ότι οι μισθοί ανεβαίνουν σε αναλογία με τον πρόσφατο πληθωρισμό.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/09/2008)