Η ελληνική βιομηχανία παραμένει εκτός δικτύου ΑΠΕ εξαιτίας του αυξημένου κόστους. Πιο συγκεκριμένα, οι ελληνικές βιομηχανικές μονάδες δεν έχουν καταφέρει ακόμα να συνδεθούν με τις ελληνικές ΑΠΕ λόγω του υψηλού κόστους μετατροπής του προφίλ παραγωγής των συγκεκριμένων ΑΠΕ. Οι συνέπειες αυτού του προβλήματος είναι διττές, διότι αφενός η ζήτηση ενέργειας παραγόμενης από ΑΠΕ παραμένει χαμηλή, ρίχνοντας τις τιμές χονδρικής και οδηγώντας στην προσωρινή απένταξη μονάδων ΑΠΕ

(προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισορροπία του συστήματος), ενώ αφετέρου το ενεργειακό κόστος για τις βιομηχανίες παραμένει υψηλότατο.

Σύμφωνα με μία έρευνα της Ολλανδικής κυβέρνησης, για το 2023 και το 2024 οι ελληνικές βιομηχανίες πληρώνουν τριπλάσιες τιμές από τις γαλλικές και τριπλάσιες από τις γερμανικές. Χαρακτηριστικά, αν η τιμή βάσης είναι 117 ευρώ/MWh σε Ελλάδα και Γερμανία, η γερμανική βιομηχανία καταλήγει να πληρώνει 46 ευρώ/MWh χάρη στις φοροαπαλλαγές και τις επιδοτήσεις, ενώ η ελληνική βιομηχανία αναγκάζεται να πληρώνει 95 ευρώ/MWh διότι πέρα από τις χαμηλές επιδοτήσεις υπάρχουν και πρόσθετα κόστη περίπου 13 ευρώ/MWh.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αυτή η κατάσταση δεν βοηθάει ούτε την ελληνική βιομηχανική παραγωγή, η οποία εξάλλου βρίσκεται σε χρόνια κρίση, ούτε βέβαια την αναπτυσσόμενη αγορά ΑΠΕ. Από τη μία πλευρά, οι ελληνικές βιομηχανίες παράγουν ακριβά, μετακυλύοντας το κόστος στους καταναλωτές ή όντας μη ανταγωνιστικές σε σχέση με τους ξένους παραγωγούς. Από την άλλη πλευρά, η συνεχώς χαμηλή ζήτηση των ΑΠΕ οδηγεί σε σχεδόν μηδενικές τιμές χονδρικής, που μέχρι στιγμής καλύπτονται από τους πελάτες λιανικής, καθιστώντας παράλληλα τις συγκεκριμένες επενδύσεις μη ελκυστικές για τους γνώστες της αγοράς.

Μία δυνητική λύση για αυτόν τον συχνά αποκαλούμενο “κανιβαλισμό” της αγοράς είναι το Green Pool. Η Ελληνική κυβέρνηση είχε προτείνει το μέτρο αυτό ήδη από το 2021, πριν ακόμα γίνουν ορατές οι έντονες επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, με την Κομισιόν να απορρίπτει ανεπισήμως την πρόταση. Η ιδέα αυτή προβλέπει την θεσμοθέτηση μίας κρατικής ενίσχυσης που θα διευκολύνει τη σύναψη των συμφωνιών αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των παραγωγών ΑΠΕ και των ελληνικών βιομηχανιών. Η παραγωγή των ΑΠΕ θα αντιστοιχίζεται με την κατανάλωση των βιομηχανιών μέσω των Φορέων Σωρευτικής Εκπροσώπησης (ΦΟΣΕ), οι οποίοι θα πραγματοποιούν τις αγοραπωλησίες.

Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση δεν δύναται να εφαρμόσει ένα τέτοιο μέτρο επί του παρόντος. Αντιθέτως, η όποια πιθανή επίλυση του προβλήματος θα πρέπει να περιμένει τη νέα ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα προκύψει μετά τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου και θα αναλάβει καθήκοντα αφού ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων για τον καταμερισμό της εξουσίας.