Το Πεκίνο στηρίζει τη Μόσχα με είδη τεχνολογίας και αγοράζει πετρέλαιο

Η Ρωσία και η Κίνα άρχισαν να συσφίγγουν τους μεταξύ τους οικονομικούς δεσμούς από το 2014 και την προσάρτηση της Κριμαίας, καθώς και τότε η Δύση είχε επιβάλει στη Ρωσία κυρώσεις προσπαθώντας να κάμψει την οικονομική ισχύ της και να την απομονώσει. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, όμως, και ο καταιγισμός κυρώσεων που ακολούθησε έχουν στρέψει τη Μόσχα ολοκληρωτικά στην Κίνα, που αποτελεί πλέον τον σημαντικότερο εμπορικό της εταίρο. Και στη συνάντηση του Ρώσου προέδρου με τον Κινέζο ομόλογό του σίγουρα κύριο θέμα θα είναι οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της να αποδυναμώσουν αυτήν τη στενή οικονομική σχέση.

Στη διάρκεια του περασμένου έτους, το διμερές εμπόριο έφτασε στα 240 δισ. δολ., σημειώνοντας αύξηση 26% σε σύγκριση με το 2022. Η Κίνα τροφοδοτεί τη Ρωσία με αυτοκίνητα, βιομηχανικό εξοπλισμό, κινητά, εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών, μικροεπεξεργαστές και αγοράζει τεράστιες ποσότητες ρωσικών υδρογονανθράκων. Επιπλέον, το 2023 η Ρωσία εισήγαγε σημαντικό όγκο ειδών τεχνολογίας που μπορούν να έχουν διπλή χρήση, είτε εμπορική είτε στρατιωτική, και το 60% αυτών προερχόταν από την Κίνα. Εισήγαγε από την Κίνα εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών και έξυπνα κινητά συνολικής αξίας 3,9 δισ. δολ., ηλεκτρονικούς υπολογιστές αξίας 2,3 δισ. δολ., μικροεπεξεργαστές αξίας 2 δισ. δολ. και εξοπλισμό εργαστηρίων αξίας 1,7 δισ. δολ. Στο μεταξύ, η δεύτερη οικονομία του πλανήτη περηφανεύεται ότι αποτελεί κύριο εμπορικό εταίρο 120 χωρών και ότι συνεργάζεται με τις περισσότερες χώρες του κόσμου χωρίς να εξετάζει την πολιτική τους κατάσταση. Οπως, πάντως, επισημαίνει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, το μεγάλο εύρος των χωρών με τις οποίες συνεργάζεται δίνει στην Κίνα τη δυνατότητα να επηρεάζει οικονομικά πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και το αντίπαλον δέος των ΗΠΑ, το στρατόπεδο Ρωσία, Λευκορωσία, Ιράν, Βόρεια Κορέα και Βενεζουέλα, χώρες που όλες έχουν υποστεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ.

Μιλώντας για το θέμα στους Financial Times, ο Φίλιπ Ιβανόφ, ιδρυτής του σινορωσικού προγράμματος στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Πολιτικής της Ασίας, εκφράζει την εκτίμηση πως το Πεκίνο προβλέπει μακροχρόνιο ανταγωνισμό και αντιπαλότητα με τη Δύση, γι’ αυτό και επενδύει στις οικονομικές σχέσεις με όσες χώρες δεν εντάσσονται στο δυτικό στρατόπεδο. Οπως τονίζει ο ίδιος, η Κίνα έσπευσε να στηρίξει οικονομικά τη Ρωσία όταν της επιβλήθηκαν κυρώσεις για την εισβολή της στην Ουκρανία. Τη στήριξαν ωστόσο και άλλες χώρες, όπως η Ινδία που αγόραζε και εξακολουθεί να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο, τα Αραβικά Εμιράτα που είχαν μαζί της χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, αλλά και το Καζακστάν, η Λευκορωσία και η Τουρκία, που διευκόλυναν τη Ρωσία να εισάγει προϊόντα τρίτων χωρών που υπόκειντο στις κυρώσεις και φυσικά χωρίς να ζητούν την άδεια αυτών των χωρών. Ο ρόλος της Κίνας, όμως, έχει σταθεί καθοριστικός και το περασμένο έτος η Ρωσία αντικατέστησε τη Σαουδική Αραβία, αναδεικνυόμενη σε πρώτο προμηθευτή πετρελαίου της κινεζικής οικονομίας. Κατόρθωσε, εν ολίγοις, να περιορίσει δραστικά τον αντίκτυπο των κυρώσεων.

Μιλώντας στους FT, ο Τεμούρ Ουμάροφ, ειδικός επί θεμάτων Κίνας και Κεντρικής Ασίας και συνεργάτης του Ευρασιατικού Κέντρου Carnegie, υπογράμμισε ότι «η στήριξη που έλαβε η Ρωσία από την Κίνα σε συνδυασμό με τον πραγματισμό άλλων χωρών κατέστησε σαφή τα όρια της δυτικής οικονομικής ισχύος». Σχεδόν το σύνολο των εισαγωγών τεχνολογίας που χρησιμοποιούνται στα ρωσικά όπλα προέρχεται από τις δυτικές οικονομίες και μόνο το 4% του συνόλου έχει κατασκευαστεί από κινεζικές βιομηχανίες. Η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε τη χαλαρότητα που επέδειξαν πολλές δυτικές εταιρείες ως προς την τήρηση των κυρώσεων και έτσι εξαρτήματα δυτικής κατασκευής φορτώνονταν προς αυτή μέσω Κίνας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα προμηθευόταν από θυγατρικές δυτικών εταιρειών και κοινοπραξίες εντός της χώρα. Φαίνεται, πάντως, να έχουν αποφέρει κάποια αποτελέσματα οι απειλές της Ουάσιγκτον ότι θα επιβάλει κυρώσεις σε κινεζικές τράπεζες και εταιρείες που συνδράμουν την πολεμική μηχανή της Ρωσίας. Οι ροές των προϊόντων έχουν μειωθεί και οι εξαγωγές της Κίνας προς τη Ρωσία μειώθηκαν τον Μάρτιο κατά 16% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, διευθυντή του Κέντρου Ρωσίας και Ευρασίας στο Carnegie στο Βερολίνο, η Κίνα προεξοφλεί επιδείνωση των σχέσεών της με τις ΗΠΑ αδιακρίτως του ποιος θα είναι ο νικητής των προεδρικών εκλογών. Γι’ αυτό και προσπαθεί πλέον να στηρίξει τη Ρωσία, αλλά διακριτικά. Οπως σχολιάζει, εξάλλου, η Wall Street Journal, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα για τη Ρωσία, η οποία βρίσκει μεν καθοριστική διέξοδο, όμως σε πολλές πτυχές των διμερών σχέσεων αντιμετωπίζει παρεμφερή προβλήματα με αυτά που απασχολούν τους δυτικούς. Η ρωσική AVTOVAZ, που φτιάχνει τα αυτοκίνητα Lada, βλέπει τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες να καταβροχθίζουν το μερίδιο αγοράς της με τις φθηνές τιμές τους. Επίσης, ρωσικές βιομηχανίες, όπως η Norilsk Nickel του ολιγάρχη Ποτάνιν, ετοιμάζονται να μεταφερθούν στην Κίνα επειδή τις μπλοκάρουν οι κυρώσεις. Και βέβαια επικρατεί στη Μόσχα ανησυχία για την αυξανόμενη εξάρτηση από την Κίνα.

Στη διάρκεια του περασμένου έτους, το διμερές εμπόριο έφτασε στα 240 δισ. δολ., σημειώνοντας αύξηση 26% σε σύγκριση με το 2022.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")