Σε μια εποχή γενικότερης επιβράδυνσης, οξυμένων γεωπολιτικών κινδύνων και υψηλών επιτοκίων, η αμερικανική οικονομία γνωρίζει μια ανάπτυξη που εκπλήσσει και έναν μετασχηματισμό της με μια ραγδαία εκβιομηχάνιση περιοχών που μέχρι προσφάτως ήταν αγροτικές ακόμη και δασικές εκτάσεις

Το οφείλει σε μεγάλο βαθμό στο λεγόμενο πακέτο Μπάιντεν των 360 δισ. δολ. επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών που προβλέπει η Ουάσιγκτον για όσες πράσινες επενδύσεις γίνουν εντός της επικράτειας των ΗΠΑ. Πρόκειται για την πολιτική που έχει προκαλέσει συναγερμό στην Ε.Ε. καθώς με τις γενναίες επιδοτήσεις του προσελκύει ευρωπαϊκές βιομηχανίες στην υπερδύναμη και απειλεί τη Γηραιά Ηπειρο με αποβιομηχάνιση. Ταυτοχρόνως, πάντως, με τα επιτεύγματά της, η πολιτική αυτή εξωθεί τις ΗΠΑ στην ανάληψη μεγάλων ρίσκων. 

Σχετικό ρεπορτάζ του BBC παρομοιάζει τη σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ με την πυρετώδη εκβιομηχάνιση που γνώρισε η Κίνα στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Υποστηρίζει πως σε πρόσφατη επίσκεψη στην πολιτεία της Τζόρτζια οι συντάκτες του δημοσιεύματος είδαν αγροτικές εκτάσεις να μετατρέπονται εν ριπή οφθαλμού σε βιομηχανικές ζώνες γεμάτες εργοστάσια. Από τον Φεβρουάριο του 2021, αμέσως μετά την ορκωμοσία του προέδρου Μπάιντεν, και έως σήμερα οι μηνιαίες επενδύσεις στην ανέγερση μονάδων παραγωγής στις ΗΠΑ τριπλασιάστηκαν και φτάνοντας σχεδόν στα 20 δισ. δολ.

Υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν, η Ουάσιγκτον δαπανά τεράστια ποσά με σκοπό να προσελκύσει τις πράσινες βιομηχανίες και τεχνολογίες και να επαναφέρει την παραγωγή μικροεπεξεργαστών στις ΗΠΑ ανακτώντας την κυριαρχία στον κλάδο που την έχασε προς όφελος της Κίνας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αμερικανικών βιομηχανιών, σύντομα στις ΗΠΑ θα παράγεται το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής μικροεπεξεργαστών.


Τα οφέλη είναι αισθητά και στην αμερικανική αγορά εργασίας καθώς η ανεργία στις ΗΠΑ βρίσκεται μόλις στο 3,8% που είναι το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών. Διαψεύδοντας μάλιστα όλες τις σχετικές προβλέψεις, κάθε μήνα προστίθενται εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο εργατικό δυναμικό της υπερδύναμης. Ολα αυτά όμως γίνονται βάσει ενός εκτεταμένου δανεισμού που διογκώνει το χρέος των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον δανείζεται εκατοντάδες δισ. δολάρια και ήδη το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ έχει φτάσει περίπου στο 6% του ΑΕΠ της, υπερβαίνοντας αισθητά τον ιστορικό μέσο όρο του 3,7%. Επιπλέον, το χρέος των ΗΠΑ έχει φτάσει στα 34 τρισ. δολ. και αναμένεται ότι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ θα εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα προς τα τέλη της επόμενης προεδρικής θητείας. Σε αυτό έχουν, βέβαια, συνεισφέρει οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της ύφεσης της πανδημίας, η στρατιωτική βοήθεια, οι φοροαπαλλαγές καθώς και ο δανεισμός για τη χρηματοδότηση των πράσινων επενδύσεων.


Ηδη έχει γίνει ιδιαιτέρως δαπανηρή η εξυπηρέτηση του χρέους των ΗΠΑ καθώς μόνον για τους τόκους του χρέους της η υπερδύναμη δαπανά 870 δισ. δολ., περισσότερα από τις αμυντικές της δαπάνες. Εκτιμάται ότι μέσα σε μια δεκαετία θα έχουν εξανεμισθεί όλα τα φορολογικά έσοδα των ΗΠΑ, επειδή θα έχουν θυσιαστεί για την εξυπηρέτηση του χρέους και για τις δαπάνες στο αμερικανικό σύστημα υγείας και ειδικότερα στα προγράμματα Medicare, Medicaid και στην κοινωνική ασφάλιση. Εν ολίγοις, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολογίζει πως σε 10 χρόνια δεν θα έχει μείνει τίποτε για κανέναν άλλο τομέα, την άμυνα, τις υποδομές ή τη δικαιοσύνη.


Επιπλέον, η ανάπτυξη δεν είναι αισθητή σε μεγάλη μερίδα του αμερικανικού λαού. Οι τιμέςπαραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και σε μεγάλο ποσοστό οι αμερικανικές οικογένειες είναι υπερχρεωμένες και βασίζονται στις πιστωτικές τους κάρτες. Πρόκειται εν ολίγοις για μια ανάπτυξη των βιομηχανιών που λαμβάνει χώρα στις βιομηχανίες αλλά όχι στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός διατηρούν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα και το κόστος του δανεισμού στις ΗΠΑ βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 22 ετών καθώς η Federal Reserve προσπαθεί να ανακόψει τον πληθωρισμό. Στο μεταξύ, βέβαια, τον Απρίλιο κατεγράφη μια μικρή, οριακή σχεδόν αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, με τον πληθωρισμό να έχει υποχωρήσει στο 3,4% και αναπτερώνονται οι προσδοκίες για μείωση των επιτοκίων μέσα στους επόμενους μήνες.


Είναι σαφές, πάντως, ότι ούτε η αύξηση του χρέους των ΗΠΑ ούτε κανένα άλλο αρνητικό μακροοικονομικό μέγεθος δεν συνεπάγεται πως θα χρεοκοπήσει η υπερδύναμη. Οι ΗΠΑ δεν θα χρεοκοπήσουν επειδή μπορούν να τυπώνουν όσα δολάρια χρειάζονται και η σταθερότητα της αμερικανικής οικονομίας βασίζεται στο δολάριο που είναι το πρώτο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο. Το δολάριο γίνεται δεκτό παντού και αντιμετωπίζεται ως η ασφαλέστερη επένδυση σε δύσκολους καιρούς. Αλλά η προεκλογική αβεβαιότητα ίσως δοκιμάζει τα όρια των επενδυτών.


(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)