Πολλοί θα θυμούνται ότι το 2020, στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τζο Μπάιντεν επέκρινε τον εμπορικό πόλεμο του Ντόναλντ Τραμπ κατά της Κίνας και υποσχόταν να ανακαλέσει τουλάχιστον ένα τμήμα των δασμών που είχε επιβάλει ο προκάτοχός του σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας τουλάχιστον 300 δισ. δολ.

Αποτελεί, όμως, προ πολλού κοινό τόπο ότι στο θέμα του εμπορικού πολέμου και της αντιπαλότητας με την Κίνα, η διαφορά του Τζο Μπάιντεν από τον Ντόναλντ Τραμπ περιορίζεται στο στυλ και στο ύφος.

Ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ έχει όχι μόνο διατηρήσει σε ισχύ το μεγαλύτερο μέρος των δασμών, αλλά έχει επανειλημμένως επιβάλει αποκλεισμούς διαφόρων ειδών στις κινεζικές βιομηχανίες τεχνολογίας εμποδίζοντας την πρόσβασή τους στους μικροεπεξεργαστές νέας γενιάς, έχει διευρύνει το μέτωπο του τεχνολογικού πολέμου σε οτιδήποτε αφορά την τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης και τους μικροεπεξεργαστές, και γενικότερα έχει σκληρύνει την πολιτική της υπερδύναμης σχεδόν σε όλο το φάσμα των οικονομικών σχέσεών της με τη δεύτερη οικονομία του κόσμου.

Εν ολίγοις ο Αμερικανός πρόεδρος έχει κλιμακώσει και διευρύνει την πολιτική του προκατόχου του έναντι της Κίνας. Με την τελευταία κίνησή του μέσα στην εβδομάδα αύξησε δραματικά τους δασμούς σε σειρά κινεζικών προϊόντων και για την ακρίβεια σε όσα εκτιμά η Ουάσιγκτον ότι τείνουν ή ενδέχεται να κατακλύσουν την αγορά των ΗΠΑ εις βάρος των αμερικανικών βιομηχανιών. Υπό μία έννοια ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στον σινο-αμερικανικό εμπορικό πόλεμο.

Οι αυξημένοι δασμοί αφορούν πρωτίστως τα ηλεκτροκίνητα οχήματα των κινεζικών βιομηχανικών που απειλούν πράγματι να εκτοπίσουν τα αμερικανικά με τις χαμηλές τιμές τους και είναι εκείνα στα οποία οι δασμοί εκτοξεύονται άμεσα, όπως και οι μπαταρίες λιθίου που τείνουν να αποτελέσουν παγκόσμιο μονοπώλιο της Κίνας. Στις ΗΠΑ επικρατεί πράγματι ανησυχία για το ενδεχόμενο κυριαρχίας των φθηνών ηλεκτροκίνητων οχημάτων, δεδομένου άλλωστε ότι τους τελευταίους μήνες η κινεζική BYD έχει αφήσει πίσω της την Tesla καταγράφοντας περισσότερες πωλήσεις από την καινοτόμο βιομηχανία του Ελον Μασκ.

Η Κίνα καταφεύγει στον ΠΟΕ και προειδοποιεί πως θα λάβει κάθε μέτρο για να προστατεύσει τις βιομηχανίες της.

Αφορούν επίσης τα φωτοβολταϊκά, από τους κλάδους της κινεζικής βιομηχανίας που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πλεόνασμα παραγωγής και κατακλύζουν τις δυτικές οικονομίες. Η ανησυχία της Ουάσιγκτον για την κυριαρχία της Κίνας στις πράσινες τεχνολογίες κατέστη, άλλωστε, σαφής τον περασμένο μήνα όταν στο πλαίσιο επίσκεψής της στο Πεκίνο η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών έθεσε εκτενώς το θέμα και μιλώντας στο Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ τόνισε πως οι κινεζικές βιομηχανίες παράγουν πολύ περισσότερα «από όσα μπορεί να απορροφήσει η παγκόσμια αγορά». Η Κίνα αντικρούει τα επιχειρήματα της Ουάσιγκτον, καταφεύγει στον ΠΟΕ και προειδοποιεί πως θα λάβει κάθε μέτρο για να προστατεύσει τις βιομηχανίες της.

Είναι βέβαια προφανής και η προεκλογική διάσταση αυτής της κίνησης του Αμερικανού προέδρου, δεδομένου ότι ο Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να εμφανιστεί ευφυέστερος του Ντόναλντ Τραμπ στην αντιπαλότητα με την Κίνα όταν δήλωσε ενώπιον εκπροσώπων βιομηχανιών και εργατικών συνδικάτων ότι ο προκάτοχός του «υποσχέθηκε αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών και τόνωση της μεταποίησης, αλλά δεν έκανε τίποτε από τα δύο και απέτυχε».

Θυμίζουν δεκαετία του ’80

Οι δασμοί, όπως ακριβώς και κατά τη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, έχουν υποστηρικτές, αλλά προκαλούν και αντιδράσεις. Η Εθνική Ομοσπονδία Λιανικού Εμπορίου των ΗΠΑ έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία ζητούσε από τον Τζο Μπάιντεν να ανακαλέσει άμεσα τους δασμούς, τονίζοντας ότι «σε μια στιγμή που οι καταναλωτές αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, το τελευταίο που θα έπρεπε να κάνει η κυβέρνηση είναι να αυξήσει τους δασμούς σε εισαγωγές που θα πληρώσουν οι αμερικανικές βιομηχανίες και τελικά οι Αμερικανοί καταναλωτές». Σχετική μελέτη της Oxford Economics συμπεραίνει, πάντως, πως δεν θα έχουν παρά αμελητέο αντίκτυπο στον πληθωρισμό, τον οποίο ενδέχεται να επιταχύνουν κατά μόλις 0,01%.

Σύμφωνα, άλλωστε, με την ανάλυση του ιδρύματος Bruegel, οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα δεν αποτελούν μια επανάληψη του καταστρεπτικού κύματος προστατευτισμού που υιοθέτησαν αρχικά οι ΗΠΑ και στη συνέχεια οι περισσότερες οικονομίες τη δεκαετία του ’30, αλλά ένα είδος διαχείρισης του διεθνούς εμπορίου και ελέγχου των επιπτώσεών του αντίστοιχο με τις πολιτικές των δεκαετιών ’60, ’70 και ’80.

Στοχευμένες οι παρεμβάσεις Μπάιντεν, αμελητέος ο αντίκτυπος στον αμερικανικό πληθωρισμό.

Το Bruegel επισημαίνει εύστοχα πως οι δασμοί που επιβάλλει η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι στοχευμένοι και αφορούν συγκεκριμένους τομείς, ενώ οι δασμοί της δεκαετίας του ’30 αφορούσαν όλο το φάσμα των εισαγωγών, γι’ αυτό και επιδείνωσαν τη Μεγάλη Υφεση και τα γνωστά καταστρεπτικά αποτελέσματα που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις δεκαετίες ’60, ’70 και ’80 οι δασμοί στόχευαν σε πολύ σημαντικούς τομείς, όπως τα αυτοκίνητα και ο χάλυβας, και τους επέβαλλαν κυρίως οι χώρες της Ευρώπης και οι ΗΠΑ για να ανακόψουν την εισβολή εισαγωγών από την Ιαπωνία και την Κορέα. Οδήγησαν μάλιστα σε μια εθελοντική μείωση των εξαγωγών από πλευράς των χωρών αυτών, αρχής γενομένης από την Ιαπωνία, οι εξαγωγικές βιομηχανίες της οποίας συμφώνησαν το 1976 να περιορίσουν στο 11% το μερίδιό τους στην αγορά της Βρετανίας.

Το επόμενο έτος, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ανακοίνωσε ότι η Γαλλία θα περιορίσει στο 3% το μερίδιο των ιαπωνικών βιομηχανιών στη γαλλική αγορά. Μέχρι το 1981 η τάση είχε μετατραπεί σε ντόμινο και έφτασε στις ΗΠΑ, που δεν επέτρεπαν να εισαχθούν παρά μόνο 1,68 εκατ. ιαπωνικά αυτοκίνητα τον χρόνο στην αμερικανική αγορά. Η γενικότερη αυτή τάση εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1994 στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Μαρακές, με την οποία ολοκληρώθηκε ο γύρος διαπραγματεύσεων της Ουρουγουάης, η GATT δηλαδή, εγκαινιάζοντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Ανοιχτό και το οικονομικό μέτωπο Βρυξελλών – Πεκίνου

Την ώρα που οι εξελίξεις κατατείνουν σε κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, σοβεί ταυτοχρόνως και το άλλο μέτωπο του εμπορικού πολέμου, εκείνο ανάμεσα στην Ε.Ε. και την Κίνα. Στην πρόσφατη περιοδεία του στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, ο Κινέζος πρόεδρος επιχείρησε να πείσει τη Γηραιά Ηπειρο πως τα συμφέροντά της βρίσκονται στη συνεργασία με την Κίνα. Και σίγουρα η Ε.Ε. δεν έχει επιχειρήσει έως τώρα να εμφανιστεί εξίσου επιθετική με την Ουάσιγκτον προς την Κίνα, εν μέρει και επειδή πολλές ευρωπαϊκές χώρες ενδιαφέρονται να προσελκύσουν το κινεζικό κεφάλαιο.

Τους τελευταίους μήνες, όμως, η Ε.Ε. δείχνει να έχει ετοιμάσει το οπλοστάσιό της και να ετοιμάζεται για μάχη, δεδομένου ότι έχει εγκαινιάσει σειρά από έρευνες για να εξακριβώσει κατά πόσον η Κίνα εφαρμόζει αθέμιτες στρατηγικές για να διασφαλίσει την κυριαρχία της στους κρίσιμους τομείς των ηλεκτροκίνητων οχημάτων, των ανεμογεννητριών, των βιομηχανιών χάλυβα, των φωτοβολταϊκών και των ιατρικών συσκευών.

Από τον Σεπτέμβριο η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει ανακοινώσει ότι διεξάγει έρευνες σε καταγγελίες για επιδοτήσεις του Πεκίνου στις βιομηχανίες ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Αιχμή του ευρωπαϊκού προβληματισμού εν προκειμένω αποτελεί το ηλεκτροκίνητο όχημα της κινεζικής BYD που έχει διεισδύσει στις ευρωπαϊκές αγορές με τιμή κάτω των 30.000 ευρώ. Τον περασμένο μήνα, η επίτροπος Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, ανακοίνωσε πως η Ε.Ε. θα διεξαγάγει έρευνες γύρω από τις κινεζικές βιομηχανίες ανεμογεννητριών.

Τους τελευταίους μήνες η Ε.Ε. έχει ξεκινήσει σειρά ερευνών για κινεζικές αθέμιτες στρατηγικές στην ηλεκτροκίνηση, στα φωτοβολταϊκά και στις βιομηχανίες χάλυβα.

Είχαν προηγηθεί καταγγελίες από βιομηχανίες της Ε.Ε. πως οι κινεζικές βιομηχανίες προσέφεραν όχι μόνο τιμές κατά 50% χαμηλότερες από εκείνες των εγχώριων, αλλά και διευκολύνσεις στις πληρωμές με σχήματα που προέβλεπαν καθυστερήσεις και περιόδους χάριτος. Αντίστοιχες διαμαρτυρίες έχουν προέλθει από το σύνολο των ευρωπαϊκών βιομηχανιών πράσινων τεχνολογιών που στο παρελθόν είχαν το προβάδισμα στην παραγωγή ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών, και τώρα εκτοπίζονται από τις φθηνές κινεζικές εισαγωγές.

Και δεν είναι το μοναδικό μέτωπο. Οπως συνέβαινε και επί Ντόναλντ Τραμπ, η προσπάθεια των ΗΠΑ να ανακτήσουν την πρωτοκαθεδρία σε όλα τα μέτωπα έχει και ευρω-αμερικανική διάσταση, έστω κι αν στην παρούσα φάση δεν είναι ορατή και δεν αφορά δασμούς.

Είναι ένας έμμεσος εμπορικός πόλεμος και συνίσταται στην προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να τονώσει την αμερικανική βιομηχανία, να προσελκύσει πράσινες επενδύσεις στην επικράτεια των ΗΠΑ και να διασφαλίσει την κυριαρχία της υπερδύναμης στις πράσινες τεχνολογίες με το πακέτο επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών ύψους 360 δισ. δολ. που απειλεί την Ευρώπη με αποβιομηχάνιση.

Τα νέα μέτρα

Με διαφορετικό ύφος αλλά σαφώς την ίδια επιχειρηματολογία με εκείνη του προκατόχου του, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την επιβολή σκληρών δασμών στις κινεζικές εισαγωγές, τονίζοντας πως «δεν θα αφήσουμε την Κίνα να πλημμυρίσει την αγορά μας με τα προϊόντα της, κλείνοντας τον δρόμο στις αμερικανικές βιομηχανίες και εμποδίζοντάς τες να ανταγωνιστούν με θεμιτούς όρους».

18 δισ.
δολ. είναι η αξία των κινεζικών εισαγωγών στις οποίες θα επιβληθούν οι νέοι σκληροί δασμοί.

Οι ίδιες πρακτικές

Σχολιάζοντας την αντίδραση του Πεκίνου στους νέους δασμούς, ο Μπραντ Σέτσερ, στέλεχος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ, υπογράμμισε ότι «η Κίνα πρέπει να αναγνωρίσει πως ΗΠΑ και Ευρώπη θα χρησιμοποιήσουν κάποιες από τις ίδιες πρακτικές που χρησιμοποίησε η ίδια, επιδοτήσεις ή δασμούς, για να οικοδομήσει ή να θωρακίσει τις δικές της βιομηχανίες».

0,01%
εκτιμάται ότι θα είναι μόνον η επιτάχυνση στον πληθωρισμό των ΗΠΑ εξαιτίας των νέων δασμών.

Η ζημία

Ερμηνεύοντας την κίνηση του προέδρου Μπάιντεν, ο Εσβάρ Πρασάντ, πολιτικός επιστήμονας και συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κορνέλ, τόνισε πως «ορισμένες αμερικανικές βιομηχανίες θα αντιμετωπίσουν αυξημένο κόστος αλλά και προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, συνεπεία αυτών των δασμών, αλλά είναι σαφές ότι η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί ότι η ζημία θα είναι περιορισμένη και διαχειρίσιμη».

(από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ")