Οι κρατικοί προϋπολογισμοί στην Ευρώπη βρίσκονται υπό κατάρρευση, καθώς επλήγησαν από την τεχνητή οικονομική παύση της πανδημίας, και από τότε δεν φαίνεται να μπορούν να ανακάμψουν. Ο μόνος λόγος για τον οποίο η κατάσταση δεν έχει επιδεινωθεί έτι περαιτέρω είναι γιατί ο υψηλός πληθωρισμός κρατά ψηλά και τα φορολογικά έσοδα

 Τώρα που ο πληθωρισμός σιγά σιγά μειώνεται και εξαφανίζεται οι κυβερνήσεις δεν θα είναι δυνατόν να αγοράσουν περισσότερο χρόνο. Είτε θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ελλείμματα των προϋπολογισμών και να προχωρήσουν σε δομικές οικονομικές περικοπές, είτε θα έλθουν αντιμέτωπες με μια κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών που θα κάνει την κρίση λιτότητας του 2010 – 2014 να φαντάζει ως τρικυμία εν ποτηρίω.

Κατά το τέταρτο τέταρτο του 2023 στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνον η Κύπρος, η Δανία και η Ιρλανδία είχαν πλεόνασμα στον προϋπολογισμό, όλες οι υπόλοιπες χώρες μέλη της ΕΕ είχαν έλλειμμα, το οποίο για έντακα από αυτές ξεπέρασε το 10%. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν για την Δανία για παράδειγμα, ότι οι Δανέζοι φορολογούμενοι πληρώνουν 101,09 Κορώνες, για κάθε 100 Κορώνες που πληρώνονται από το κράτος, ενώ οι ψηφοφόροι της Μάλτας πληρώνουν 74,10 Ευρώ για κάθε 100 Ευρώ που πληρώνονται από το κράτος. Τα ελλείμματα αυτά δεν θα ήταν κάτι το ανησυχητικό αν ήταν απλά μικρές παύσεις και διαλείμματα στο πλαίσιο ενός συνεχώς θετικού οικονομικού ρεύματος, δυστυχώς όμως στην πραγματικότητα δεν είναι. To 2019 τουλάχιστον 10 χώρες της ΕΕ είχαν ισοσκελίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού τους, και μόνον η Ρουμανία είχε έλλειμμα 12%. Από το 2020 είναι δύσκολο να βρεις κάποια χώρα με έλλειμμα κάτω του 5%, ενώ είναι ακόμη δυσκολότερο να βρεθεί χώρα με πλεόνασμα στον προϋπολογισμό.

To 2029 o μέσος όρος ελλείμματος ήταν 4% για κάθε χώρα, ενώ το 2020 ανέβηκε στο 12,8%, το 2021 έπεσε στο 9,5% σε 24 χώρες, το 2022 σε 7% σε 20 χώρες, και το 2023 σε 6,7% σε 23 χώρες. Το καθοδικό ρεύμα στα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εορτασμών από τις κυβερνήσεις, αν ήταν αποτέλεσμα συστηματικού και μεθοδικού περιορισμού και ελέγχου των κρατικών δαπανών. Σε 20 από 27 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι κρατικές δαπάνες το 2022 και το 2023 ήταν 25% υψηλότερες από αυτές του 2019, παρότι η επίδραση της πανδημίας είχε υποχωρήσει, στην Ιταλία για παράδειγμα το 2019 οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν 1,6%, ενώ το 2022 και το 2023, 7,6% και 4,2% αντίστοιχα. Στη Λετονία, το Βέλγιο το Λουξεμβούργο και την Πολωνία οι κρατικές δαπάνες μεταξύ 2019 και 2023 διπλασιάστηκαν. Μόνον σε τέσσερις χώρες, Γερμανία, Ρουμανία, Μάλτα και Ιρλανδία η αύξηση των ελλειμμάτων είναι περισσότερο ελεγχόμενη, αλλά με την ειδική περίπτωση της Ρουμανίας να έχει έλλειμμα 16,5% και ανάπτυξη 16,5%. Με άλλα λόγια αυτό που στους περισσότερους φαντάζει ως λελογισμένη οικονομική διαχείριση είναι στην πραγματικότητα αύξηση των κρατικών δαπανών.

Με αυτό το μέγεθος κρατικών δαπανών το πραγματικό θαύμα είναι ότι τα ελλείμματα των προϋπολογισμών δεν είναι πολύ μεγαλύτερα, και το θαύμα αυτό οφείλεται στον πληθωρισμό, οι αυξανόμενες τιμές των προϊόντων αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα μέσου του φόρου προστιθέμενης αξίας, ενώ οι κυβερνήσεις αυξάνουν τους μισθούς για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός και ο οικονομικός κύκλος επηρεάζεται αντιστοίχως και διαιωνίζεται. Το 2023 και το 2022 οι κυβερνήσεις αύξησαν τα έσοδα τους κατά 10,3% έναντι μόλις 5,6% το 2019. Η Ρουμανία το 2019 ήταν η μόνη χώρα που αύξησε τα φορολογικά έσοδα κατά 12%, ενώ την περίοδο 2022 – 2023 14 χώρες αύξησαν τα έσοδα τους πάνω από 10% με την Βουλγαρία και τη Ρουμανία να αυξάνουν τα έσοδα του προϋπολογισμού 20%, ενώ την ίδια περίοδο η Ελλάδα ανέβασε τα κρατικά έσοδα 16 φορές πάνω σε σχέση με το 2019, και το Βέλγιο επτά φορές πάνω. Τα νούμερα αυτά είναι άκρως προβληματικά γιατί η εκτίμηση είναι ότι βοήθησαν να συγκαλυφθεί το πρόβλημα των δομικών ελλειμμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς, αν ο πληθωρισμός ως φαινόμενο φύγει από τη μέση, τα κράτη θα είναι αντιμέτωπα με μια πολύ δυσάρεστη πραγματικότητα.

Τα πράγματα φαίνονται ακόμη περισσότερο απαισιόδοξα αν κάποιος εξετάσει το ζήτημα του χρέους, το οποίο μεταξύ 2019 και 2023 έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο από 5% - 10% ως ποσοστό του ΑΕΠ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ των 27 χωρών μελών της ΕΕ, το 2019 το χρέος ήταν 64,8% του ΑΕΠ και το 2023 ανέβηκε στο 71,7% του ΑΕΠ, ενώ 14 χώρες μέλη της Ευρωζώνης είναι πάνω από το όριο του 60% χρέους ως προς το ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι παραβιάζονται σταθερά τα κριτήρια του Συμφώνου Οικονομικής Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ακόμη χειρότερα, τα χρέη επτά χωρών μελών της Ευρωζώνης το 2023 ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ, έναντι πέντε χωρών το 2019. Ευρωπαίοι αλλά και Αμερικανοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι το κύριο πρόβλημα των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης είναι ότι η οικονομία τους δεν αναπτύσσεται, η οικονομική στασιμότητα από σπάνιο φαινόμενο έχει γίνει πλέον ρουτίνα στην Ευρώπη, και όσο η στασιμότητα διατηρείται τόσο καθυστερεί να σπάσει ο φαύλος οικονομικός κύκλος, κάτι που ενισχύει τον κίνδυνο για κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών, που αυτή την χρονική περίοδο ενισχύεται φανερά αλλά και αθέατα.