Λευκή Eπιταγή ή Nέοι Kανόνες

Η κατάρρευση των τραπεζών που εδώ και δύο εβδομάδες συγκλονίζει την Αμερική μπορεί να προκάλεσε ταραχή και αγανάκτηση σε όλο τον κόσμο, δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει αυτόματα στην καλύτερη δυνατή λύση για την κοινωνία, παρά μόνο αν ληφθούν μερικές κρίσιμες πρωτοβουλίες.
Του Νίκου Χριστοδουλάκη
Δευ, 29 Σεπτεμβρίου 2008 - 08:44

Η κατάρρευση των τραπεζών που εδώ και δύο εβδομάδες συγκλονίζει την Αμερική μπορεί να προκάλεσε ταραχή και αγανάκτηση σε όλο τον κόσμο, δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσει αυτόματα στην καλύτερη δυνατή λύση για την κοινωνία, παρά μόνο αν ληφθούν μερικές κρίσιμες πρωτοβουλίες.

Η κρίση άνοιξε τρία νέα μέτωπα:

1. Πρώτο είναι το πλήγμα στη χρηματοπιστωτική αυθεντία και ισχύ των ΗΠΑ. Αρκετοί υπεύθυνοι οργανισμοί είχαν εγκαίρως ενημερωθεί και πειστεί για τη σοβαρότητα της επικείμενης κατάρρευσης, αλλά δεν μπόρεσαν να την εμποδίσουν.

Ο πρόεδρος της Fed, για παράδειγμα, μόλις τον περασμένο μήνα μελετούσε τρόπους αντιμετώπισης των τραπεζών που χρεοκοπούν, αλλά δεν είδε τις επερχόμενες αποτυχίες. Ανάλογα ισχύουν για το ΔΝΤ, για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) και για άλλους οργανισμούς που εδρεύουν στην Αμερική.

Ναι μεν όλος ο κόσμος τώρα παρακολουθεί με δέος τις ρυθμιστικές κινήσεις που κάνουν εκ των υστέρων, δίνοντας τεράστια ποσά για να καλύψουν τα λεγόμενα «τοξικά χαρτοφυλάκια», όμως στο μέλλον οι πρόσφατες αστοχίες θα τους στοιχίσουν τη διεθνή αξιοπιστία που είχαν οι προγνώσεις τους. Κανείς δεν θα πείθεται εύκολα από τις συνταγές της «αμερικανικής συναίνεσης», όπως αποκαλείται το οικονομικό μοντέλο που λανσάρουν οι ΗΠΑ διεθνώς.

Η ευκαιρία για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ιστορικών διαστάσεων: Στο σημερινό σκηνικό μπορεί από κοινού με άλλες οικονομικές δυνάμεις (π.χ. Κίνα, Εμιράτα, Ρωσία) να θέσει επιτακτικά την ανάγκη εποπτείας στις κερδοσκοπικές κινήσεις κεφαλαίων και τη θέσπιση αυστηρών κανόνων επενδυτικής και δανειακής συμπεριφοράς διεθνώς.

Τέτοιες πρωτοβουλίες δεν μπορούν, πλέον, να απορρίπτονται από την αμερικανική ορθοδοξία ως δείγματα μιας «ανώριμης» ευρωπαϊκής παρεμβατικότητας που δήθεν θέλει να βάλει χαλινάρι στη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση. Αλλά ως απολύτως επιτακτικά μέτρα ώστε η σημερινή μεγάλη αποτυχία να μην οδηγήσει σε μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική κρίση.

2.  Το δεύτερο πλήγμα αφορά την καταχρηστική και αλαζονική ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Την προηγούμενη δεκαετία είχε απορροφήσει δυσανάλογα μεγάλο μέρος από τα διεθνή κεφάλαια, εις βάρος πραγματικών παραγωγικών επενδύσεων σε εργοστάσια και υποδομές, πράγματα που εθεωρούντο «παλαιομοδίτικα», αλλά είναι τα μόνα που δημιουργούν πραγματική αξία και απασχόληση και ασφαλή ευημερία.

Ολοι ξαφνικά συμφωνούν ότι τα διάφορα «spivs», όπως υποτιμητικά αποκαλούνται πλέον τα κερδοσκοπικά hedge funds, είχαν συσσωρεύσει υπερβολική ρευστότητα και είχαν μετατραπεί από επενδυτικές εταιρείες σε ανεξέλεγκτους πιστωτικούς οργανισμούς. Θα ήταν τρομερή αδικία εις βάρος των φορολογουμένων που θα υποστούν το κόστος των εγγυήσεων της αμερικανικής κυβέρνησης, να αφεθούν τα ίδια σχήματα να διαχειρίζονται πάλι στην ίδια έκταση και με τον ίδιο τρόπο τα κεφάλαια που προσελκύουν.

Η διάσωσή τους με τα χρήματα του προϋπολογισμού πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο περικοπές στις αμοιβές και αυστηρότερους κανόνες στη λειτουργία τους, αλλά και να βάζει φραγμούς στη γιγάντωσή τους μέσα στην εικονική πλημμυρίδα της διεθνούς κερδοσκοπίας.

Πρέπει να επιβληθεί η στοιχειώδης αρχή της σωφροσύνης, σύμφωνα με την οποία η διαχείριση χρηματοπιστωτικού κινδύνου είναι θεμιτή μόνο σε μικρά μεγέθη και ελεγχόμενη έκταση. Γιγαντιαίοι πιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να ακολουθούν πρότυπα πιο συνετής και προνοητικής διαχείρισης καταθέσεων και δανείων. Και πάλι εδώ τα συστήματα της κεντρικής Ευρώπης απεδείχθησαν πιο μαζεμένα και συντηρητικά απέναντι στον άγριο ενθουσιασμό του τραπεζικού Φαρ-Ουέστ.

Η Ε.Ε. έχει και πάλι μία ευκαιρία αξιόπιστης διεθνούς πρωτοβουλίας, προβάλλοντας ως παράδειγμα το πώς η Σουηδία αντιμετώπισε μια ανάλογη τραπεζική κρίση το 1990: Ναι μεν αγόρασε τα «τοξικά» χαρτοφυλάκια, όπως κάνει σήμερα ο Πόλσον, αλλά μέσα σε μία πενταετία τα εξυγίανε και τα ξαναπούλησε έχοντας επιβάλει πολύ αυστηρούς κανόνες διαχείρισης και χωρίς τελικά να επιβαρύνει τους φορολογούμενους.

3. Ετσι ερχόμαστε στο τρίτο ζήτημα, που αφορά ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει από τη σημερινή κρίση στην οικονομία:

Αν περάσει η πρόταση Μπους-Πόλσον όπως αρχικά διατυπώθηκε, τότε 700 δισ. δολάρια θα δοθούν ως «λευκή επιταγή» σε εκείνους που προκάλεσαν την κατάρρευση, στερώντας την αμερικανική κοινωνία και τη διεθνή οικονομία από πολύτιμους πόρους (το ποσόν είναι δύο φορές το ελληνικό ΑΕΠ).

Ο Ομπάμα, για παράδειγμα, αν εκλεγεί θα είναι με δεμένα χέρια και αντί να χρηματοδοτήσει τη δημόσια υγεία θα αγωνίζεται να ξεπληρώσει το χρέος που θα του κληρονομήσει ο Μπους. Εκατοντάδες προγράμματα διεθνούς βοήθειας θα ξηλωθούν για να συνεχίσουν τα στελέχη της Γουόλ Στριτ να έχουν τον μισθό και τις θέσεις τους.

Ομως αν ένας καπετάνιος βυθίσει το πλοίο που κυβερνά, δεν πρέπει να του αγοράσεις θαλαμηγό αλλά τον γυρίζεις αμέσως πίσω με το πλοίο της γραμμής και δεν τον εμπιστεύεσαι ποτέ ξανά.

Γι' αυτό και άρχισε να διαμορφώνεται μία ευρεία κίνηση από προοδευτικούς οικονομολόγους και στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, ότι η διάσωση πρέπει να γίνει υπέρ των πιστωτών και όχι των μετόχων. Υπέρ των καλόπιστων καταθετών και όχι των άφρονων κερδοσκόπων. Και υπέρ των μικρών αγοραστών πρώτης κατοικίας και όχι όσων τους παγίδευσαν στην πιστωτική φρενίτιδα.

Οσοι κυριαρχούνται από τη σαγήνη του κρατισμού και βιάστηκαν να πανηγυρίσουν τα πανικόβλητα μέτρα του Μπους ως επιβεβαίωση του αρχέγονου φόβου απέναντι στις αγορές, χρειάζεται να ξαναλύσουν την άσκηση με πιο περίπλοκες κοινωνικές απαιτήσεις.

Η πρώτη μεγάλη κρίση της παγκοσμιοποίησης, όπως αποκλήθηκε, δεν θα γκρεμίσει ούτε τις αγορές, ούτε το διεθνές κεφάλαιο. Μπορεί, όμως, να τις κάνει πιο υπεύθυνες απέναντι στους πολίτες και τις παραγωγικές επιχειρήσεις, με λιγότερες δυνατότητες απληστίας και περισσότερους κανόνες αυτοσυγκράτησης και ελέγχου. Με άλλα λόγια, θα τις βοηθήσει να γίνουν «λιγότερο αμερικάνικες και πιο ευρωπαϊκές αγορές».

Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας επί κυβερνήσεων Σημίτη και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

(Από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 28/09/2008)