Στην πυρηνική ενέργεια ποντάρει η Ρωσία σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την παγκόσμια επιρροή της και να απεγκλωβιστεί από την αυξανόμενη διπλωματική και οικονομική απομόνωση που προκάλεσε η εισβολή της στην Ουκρανία

Πριν από τον πόλεμο η Μόσχα αντιπροσώπευε περίπου το 50% του συνόλου των διεθνών συμφωνιών για την κατασκευή μονάδων πυρηνικής ενέργειας και αντιδραστήρων και είχε κυρίαρχη θέση στην παγκόσμια αγορά, ενώ οι κύριοι ανταγωνιστές της –Κίνα, Γαλλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και ΗΠΑ– αντιπροσώπευαν συνολικά το 40%. Πλέον η Ρωσία κάνει άλματα, κατασκευάζοντας μεταξύ άλλων το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της Τουρκίας, το οποίο αναμένεται να αρχίσει να παράγει ηλεκτρική ενέργεια φέτος, αλλά και τον πρώτο πυρηνικό σταθμό στο Μπανγκλαντές, με εκτιμώμενο κόστος 12 δισ. δολαρίων, ένα από τα μεγαλύτερα έργα υποδομής που έγιναν ποτέ στην ασιατική χώρα των 170 εκατ. κατοίκων. Η (διαχειρίστρια του έργου) Rosatom «κάνει καταπληκτική δουλειά», λέει ο Σάμα Μπιλμπάο Ιλεόν, γενικός διευθυντής της Παγκόσμιας Πυρηνικής Ενωσης (WNA), με στόχο να αυξήσει το μερίδιο της χώρας στην πυρηνική ενέργεια από μηδέν σε 10% σε λιγότερο από δέκα χρόνια. Για την κυβέρνηση του Μπανγκλαντές το εργοστάσιο των 2.400 MW θα αντιμετωπίσει τις ελλείψεις και τις διακοπές ρεύματος που ακρωτηριάζουν την κατά τα άλλα ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία. Για τη Μόσχα, όμως, το έργο εξυπηρετεί έναν άλλο σκοπό: να συνδέσει τις δύο χώρες επί δεκαετίες και να επεκτείνει την επιρροή του Κρεμλίνου στο Μπανγκλαντές, όπως έκανε με άλλες χώρες που δεν διέθεταν πυρηνική ικανότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Πούτιν το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο ήταν τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά διαπραγματευτικά εργαλεία του, η εισβολή στην Ουκρανία ωστόσο άλλαξε το τοπίο. Η απομάκρυνση της Ε.Ε. από τη ρωσική ενέργεια σε συνδυασμό με τις εκρήξεις στον αγωγό Nord Stream στέρησαν από το Κρεμλίνο τη σημαντικότερη εξαγωγική αγορά. Οι κυρώσεις όμως μέχρι στιγμής δεν έχουν παρεμποδίσει τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, ο οποίος διαταράσσει τις προσπάθειες της Δύσης να απομονώσει το καθεστώς Πούτιν.

Η Ρωσία συμμετέχει τουλάχιστον στο 1/3 των νέων αντιδραστήρων που κατασκευάζονται αυτή τη στιγμή σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας, του Ιράν και της Αιγύπτου, ένα φαινόμενο που έχει ανησυχήσει τη Δύση και ιδίως τις ΗΠΑ. Τον περασμένο μήνα ο Μπάιντεν απαγόρευσε τις εισαγωγές εμπλουτισμένου ουρανίου από τη Ρωσία, ενώ πέρυσι είχε προηγηθεί μια κίνηση από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, τον Καναδά και τη Γαλλία να σχηματίσουν την πυρηνική συμμαχία «Sapporo 5» στο περιθώριο του G7, η οποία σύμφωνα με τον τότε υπουργό Ενέργειας της Βρετανίας Γκραντ Σαπς είχε στόχο «να απωθήσει τον Πούτιν από την αγορά πυρηνικών καυσίμων».

Οι σχέσεις που δημιουργεί η Ρωσία μέσω πυρηνικών έργων ξεπερνούν ακόμη και τις μακροχρόνιες συμβάσεις για την προμήθεια φυσικού αερίου με αγωγούς. Η κατασκευή πυρηνικών σταθμών διαρκεί περίπου 10 χρόνια, με διάρκεια ζωής αντιδραστήρων 60 ετών για τα νεότερα εργοστάσια. Οι προετοιμασίες αποσυναρμολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης ραδιενεργών μερών, χρειάζονται άλλα 10-20 χρόνια και απαιτούν σημαντικά κεφάλαια. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας είναι η χρηματοδότηση, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις δυτικές εταιρείες. Πολλές από τις δυτικές αναπτυξιακές τράπεζες, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα ή η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, αποκλείουν συγκεκριμένα την πυρηνική χρηματοδότηση λόγω αντίθεσης βασικών μετόχων, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Κι ενώ αυξάνονται οι ανησυχίες ότι η Ρωσία και η Κίνα θα κυριαρχήσουν στην παγκόσμια βιομηχανία, έχουν περάσει περισσότερα από 60 χρόνια από την τελευταία φορά που η Τράπεζα ενέκρινε τη χρηματοδότηση έργων πυρηνικής ενέργειας.

(από την εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)