Εκτός των περιπτώσεων, όπως χθες Κυριακή, όπου η εγχώρια Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς της Αγοράς Επόμενης Ημέρας, κατέπεσε στα 54,28 ευρώ/MWh, με πτώση -34,1% από την αμέσως προηγούμενη ημέρα, η μέση τιμή του ηλεκτρισμού στην προημερησία αγορά του ΕΧΕ διατηρήθηκε τον μήνα που πέρασε σε επίπεδα άνω των 100 ευρώ/MWh, από 81 ευρώ/MWh τον Μάιο, με αποκορύφωμα την Τρίτη 25 Ιουνίου, όταν η ΤΕΑ έκανε άλμα στα 131,74 ευρώ/MWh.
Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θα εκπλήξει κανέναν αν σήμερα που αναμένεται να ανακοινωθούν από τους παρόχους τα τιμολόγια του ηλεκτρισμού για τους οικιακούς καταναλωτές για τον Ιούλιο, οι τιμές είναι σημαντικά αυξημένες. Ορισμένοι εικάζουν ότι το ποσοστό της αύξησης μπορεί να φθάσει ακόμη και στο +20%!
Μοναδική ασπίδα προστασίας απέναντι στο υψηλό ενεργειακό κόστος είναι οι «φθηνές» ΑΠΕ που το διήμερο που πέρασε συμμετείχαν στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής σε ποσοστό άνω του 54%, όταν η συμμετοχή του φυσικού αερίου ήταν περίπου 25%.
Και εδώ συναντούμε το πρώτο σοβαρό εμπόδιο στην άρση της κατάστασης ακρίβειας στην εγχώρια ενεργειακή αγορά. Γνωρίζουμε ότι όσο περισσότερες ΑΠΕ χρησιμοποιούμε στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής τόσο χαμηλότερες τιμές ρεύματος πληρώνουμε, άλλο τόσο όταν μειώνεται η συμμετοχή τους και αυξάνεται η εκείνη από μονάδες φυσικού αερίου, οι χονδρεμπορικές τιμές του ρεύματος ακολουθούν ανοδική τροχιά.
Η περιορισμένου εύρους ελληνική αγορά Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ταλαιπωρείται τα τελευταία χρόνια από την ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς που εκδηλώνεται με περικοπές παραγωγής και μηδενικές ή αρνητικές τιμές, αφού η παραγόμενη ενέργεια δεν καταναλώνεται.
Στην πρόσφατη συνάντηση των επικεφαλής της Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) και του Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ (ΕΣΗΑΠΕ) με τους δημοσιογράφους, ο Πρόεδρος της ΕΛΕΤΑΕΝ, Παναγιώτης Λαδακάκος, χαρακτήρισε την περίοδο που διανύουμε ως «πάρα πολύ περίεργη», καθώς, όπως είπε, από τη μία έχουμε τη «φωτεινή πλευρά της φάσης της ραγδαίας ανάπτυξης και διείσδυσης των ΑΠΕ με όλα τα θετικά που συνοδεύουν την σταθερή πολιτική της χώρας στον τομέα και από την άλλη έχουμε την «σκοτεινή» πλευρά, με τις δυσκολίες που ανακύπτουν και οι οποίες κάνουν λιγότερο επικοινωνιακή την προώθηση της πράσινης ατζέντας στη χώρα.
Το energia.gr έθεσε στο πάνελ το ζήτημα του πώς εξυπηρετείται η ενεργειακή ασφάλεια και η ενεργειακή ανεξαρτησία, υπό το φως των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα στην ενσωμάτωση των ΑΠΕ και αν τελικά επαρκούν για τις ανάγκες της χώρας, χωρίς φυσικό αέριο.
Ο κ. Λαδακάκος υποστήριξε ότι οι ανανεώσιμες πηγές εξυπηρετούν κατά κόρον το αφήγημα της ενεργειακής ασφάλειας και της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας, και τόνισε ότι οι ΑΠΕ επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας, για να επισημάνει όμως, ότι χρειάζεται ένα πιο ισορροπημένο μείγμα αιολικών, φωτοβολταϊκών και υδροηλεκτρικών.
«Είναι σε θέση να είναι επαρκές τα επόμενα χρόνια εφόσον γίνει ο σωστός συνδυασμός», είπε χαρακτηριστικά, αν και επέλεξε να μην σχολιάσει το ζήτημα της εξισορρόπησης του μείγματος με τη χρήση υδρογονανθράκων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε χώρες όπως η Νορβηγία.
Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την ΕΛΕΤΑΕΝ, μια ανακατανοµή της νέας ισχύος ΑΠΕ όπως προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ, έως το 2030, που θα δώσει ισχυρό προβάδισμα στα χερσαία αιολικά, θα γύρει την πλάστιγγα υπέρ των καταναλωτών και θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων για την Ενεργειακή Μετάβαση.
Οι εκπρόσωποι του επιστημονικού φορέα για την αιολική ενέργεια έκαναν επίσης, σαφές ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα πρέπει να υπάρξουν σαφείς κανόνες στο καίριο ζήτημα των υποχρεωτικών περικοπών πράσινης ενέργειας ώστε να τερματιστεί η αβεβαιότητα που επικρατεί στην αγορά και εξαιτίας της οποίας προκύπτει κίνδυνος αναστολής των επενδύσεων στον τομέα.
Όπως ειπώθηκε στη συνάντηση με τους δημοσιογράφους, το περασμένο έτος οι υποχρεωτικές περικοπές αιολικής ενέργειας έφθασαν στο 2% για τα μέλη της Ένωσης, με το ποσοστό τους να βαίνει αυξητικά από την αρχή του έτους που διανύουμε.
Εκ των πραγμάτων και εκ των συμφραζομένων, η απάντηση στο αν η χώρα μπορεί να «τρέξει» το αφήγημα της πράσινης μετάβασης μόνο με χρήση ανανεώσιμης ενέργειας, δεν μπορεί να είναι μονολεκτική, ιδίως, αν ληφθεί υπόψη η δυστοκία στην αποτελεσματική προώθησή τους, είτε αφορά στις θεσμικές και αδειοδοτικές, είτε στις τεχνικές και επενδυτικές παραμέτρους της.