Κυβερνητικοί Παραλογισμοί

Μου είναι αδύνατον να καταλάβω την έλλειψη κοινού νού πολλών κυβερνητικών στελεχών. Με αποτέλεσμα να πνίγονται στα ρηχά. Και να παρασύρουν την ελληνική κοινωνία μαζί τους. Την περασμένη εβδομάδα σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές έξω από τα βενζινάδικα ώστε οι αυτοκινητιστές να προλάβουν να εφοδιαστούν με βενζίνη λόγω έλλειψης τροφοδοσίας της αγοράς.
του Ανδρέα Ανδριανόπουλου
Δευ, 6 Οκτωβρίου 2008 - 09:32

Μου είναι αδύνατον να καταλάβω την έλλειψη κοινού νού πολλών κυβερνητικών στελεχών. Με αποτέλεσμα να πνίγονται στα ρηχά. Και να παρασύρουν την ελληνική κοινωνία μαζί τους.

Την περασμένη εβδομάδα σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές έξω από τα βενζινάδικα ώστε οι αυτοκινητιστές να προλάβουν να εφοδιαστούν με βενζίνη λόγω έλλειψης τροφοδοσίας της αγοράς. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της απεργίας των τελωνειακών και της διακοπής των διαφόρων πιστοποιήσεων εισαγομένων προϊόντων. Η κυβέρνηση απαθής έβλεπε τις ουρές να διογκώνονται και την αγορά σιγά-σιγά να στεγνώνει από προϊόντα. Ανεξάρτητα από τους λόγους της απεργίας εύλογη ήταν η εκτίμηση πως αυτή στόχο είχε να πλήξει την κυβέρνηση –και όχι το κοινωνικό σύνολο. Τελικά το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Οι πολίτες υπέφεραν, ενώ οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και το δημόσιο ταμείο δεν έχασαν απολύτως τίποτε (εκτός ίσως κάποιων βαθμών δημοτικότητας).

Αφού οι τελωνειακοί δεν έκαναν πιστοποιήσεις, επειδή απεργούσαν, και δεν γίνονταν εκτελωνισμοί, το φυσιολογικό θα ήταν όχι να συσσωρεύονται τα προϊόντα και τα φορτηγά στα τελωνεία, αλλά να περνούν στην αγορά δίχως τελωνειακές σφραγίδες. Μόνο έτσι η απεργία θα στόχευε στο κράτος και όχι στους ανύποπτους καταναλωτές. Σε τελευταία ανάλυση αν απεργούσαν οι αστυνομικοί, θα σταματούσαν τα εγκλήματα; Ή μήπως δεν θα έβγαιναν αυτοκίνητα στους δρόμους και δεν θα ξεπερνούσε κανείς το όριο ταχύτητας αν απεργούσαν οι τροχονόμοι και έκλειναν οι σηματοδότες; Αν απεργούσαν οι εργαζόμενοι στα διόδια δεν θα κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα στις εθνικές οδούς;

Έτσι βέβαια θα έμπαιναν στον ελληνικό χώρο και λαθραία ή και επικίνδυνα προϊόντα. Δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει πως τέτοια δεν εισέρχονται κι όταν τα τελωνεία λειτουργούν. Σε κάθε πάντως περίπτωση αυτό θα ήταν το κόστος που θα σήκωνε ο δημόσιος τομέας για την απεργία. Και θα αναλάμβαναν βέβαια και το σχετικό βάρος της κοινωνικής ευθύνης οι απεργοί. Διότι αυτή θα ήταν ουσιαστικά η συνέπεια της κινητοποίησης. Επί τέλους, «αγώνες» δίχως κόστος μοναχά οι Έλληνες έχουν μάθει να απολαμβάνουν.

Υπάρχει όμως και το απίστευτο φαινόμενο της Ολυμπιακής. Η ρύθμιση που εμπνεύστηκε η κυβέρνηση κάνει τον οικονομικά επαχθή αερομεταφορέα ακόμη επαχθέστερο μετά τον θάνατό του. Στη βάση ποιάς λογικής θα κληθεί ο Έλληνας φορολογούμενος να σηκώσει το βάρος του 1 δις 200 εκατ. ευρώ για την τακτοποίηση των απολυομένων της υπαλλήλων; Και γιατί το ίδιο δεν γίνεται για τους πρώην εργαζόμενους στην κλωστοϋφαντουργία, στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, στα ορυχεία, στην Siemens και σε τόσες άλλες επιχειρήσεις που έκλεισαν ή κλείνουν; Ο απολυμένος δηλαδή μιάς οποιασδήποτε επιχείρησης θα πληρώνει από τον φόρο του για την τακτοποίηση αυτών που δούλευαν στην Ολυμπιακή; Γιατί και πάνω σε ποια λογική κοινωνικής δικαιοσύνης θα γίνει αυτό;

Κοντά σε όλα αυτά έρχεται και η απίστευτη αδιαφορία της κυβέρνησης για την επέλαση της γραφειοκρατίας στην καθημερινή μας ζωή, αλλά κυρίως στον τομέα της επιχειρηματικής δράσης. Με στοιχεία της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τις επενδύσεις UNCTAD, η χώρα μας κατέβηκε αρκετά σκαλιά χαμηλότερα μέσα στο 2007 στον τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων. Ανάμεσα στα αίτια για αυτή την κατηφόρα είναι το ασταθές φορολογικό καθεστώς αλλά και η γιγαντιαία και δυσκίνητη δημόσια γραφειοκρατία.

Είναι ακατανόητο γιατί η κυβέρνηση δεν καταργεί την υποχρέωση εξασφάλισης αδειών και πιστοποιητικών από δημόσιες αρχές για το ξεκίνημα μιάς επιχείρησης και την αντικατάστασή τους με υπεύθυνες δηλώσεις. Αυτονόητα, δειγματοληπτικοί έλεγχοι θα κατοχυρώνουν αργότερα την συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τις προϋποθέσεις του νόμου. Με τη διαφορά ότι οι κυρώσεις για τους αποκαλυπτόμενους παραβάτες θα πρέπει να είναι τυφλές (δίχως δηλαδή διαβουλεύσεις και την αποδοχή των όποιων δικαιολογιών) και εξοντωτικές.

Το κεντρικό όμως ζήτημα αδυναμίας αποτελεσματικής λειτουργίας  του δημόσιου τομέα έχει να κάνει με την μετατροπή της δημόσιας διοίκησης από υποτιθέμενο εργαλείο επίλυσης προβλημάτων και υποβοήθησης των πολιτών στην καθημερινότητά τους, σε μηχανισμό εξασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας των μελών της και αποτελμάτωσης του όποιου δυναμισμού και δημιουργικότητας της κοινωνίας. Η ελληνική γραφειοκρατία κρύβεται πίσω από ατέρμονες διοικητικές πράξεις, νομικές διατάξεις και κανονισμούς για να αρνείται πρωτοβουλίες και καινοτόμες κινήσεις των πολιτών, αλλά και για να βάζει εμπόδια στην καθημερινή διεκδίκηση των φυσιολογικών τους δικαιωμάτων.

Η γραφειοκρατία στην Ελλάδα δεν διακινδυνεύει ποτέ τίποτε. Και το πλαίσιο δράσης της είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να της δίνει ακριβώς την δυνατότητα αυτή. Γι’ αυτό και οι πάντες ελκύονται από την προοπτική να δουλέψουν για το ελληνικό δημόσιο. Σίγουρη δουλειά, εύκολη ρουτίνα, κανένα ρίσκο, ουδεμία ανάγκη πρωτοβουλίας. Γιατί να μην θέλουν να γίνουν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι; Ο μοναδικός χαμένος τελικά είναι η ίδια η κοινωνία.

Δεν είναι όμως τόσο δύσκολο να αλλάξει το καθεστώς αυτό. Αρκεί να μεταβληθεί το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η ελληνική δημόσια διοίκηση. Όταν σήμερα κάποια πρωτοβουλία ή επιχειρηματική κίνηση δεν προβλέπεται από την νομοθεσία δεν επιτρέπεται. «Δεν το προβλέπει ο νόμος» είναι η συνήθης απόκριση. Η λύση βρίσκεται σε μια γενική ρύθμιση που θα ξεκαθαρίζει πως «όταν κάτι ρητώς δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται». Αυτόματα οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί θα αποκτήσουν ευθύνες. Κάθε απόφαση θα έχει ρίσκο. Και η κοινωνία θα απελευθερωθεί. Διότι το δημόσιο θα αποκτήσει σκέψη, ευρηματικότητα, τόλμη και δυναμισμό. Και υποχρεωτικά θα αρχίσει να απαλλάσσεται από τους βολεμένους, τους ανίκανους και τους άχρηστους. Φτάνει οι πολιτικές ηγεσίες να αρχίσουν επί τέλους να σκέφτονται. Και να αρχίσουν να κινούνται…

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 30/09/2008)