Το 1959 η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων διέθετε μόλις 12 βουλευτίνες από το Κόμμα των Συντηρητικών (Τόρις). Η μία λεγόταν Μάργκαρετ Θάτσερ και είχε καταφέρει να εκλεγεί στο ακμαίο μικροαστικό προάστιο του Λονδίνου ονόματι Φίντσλεϊ, το οποίο χαρακτηριζόταν από υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης και σημαντικό εβραϊκό πληθυσμό. Στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου, που είχαν προηγηθεί

κατάφερε να αυξήσει τη διαφορά των Συντηρητικών από 12.825 ψήφους σε 16.260. Η 34χρονη τότε Θάτσερ μπήκε δυναμικά στην κοινοβουλευτική σκηνή. Ηταν η κόρη ενός παντοπώλη, από τον οποίο κρατούσε μονίμως το μάθημα της εγκράτειας, απόφοιτος της Οξφόρδης (με πτυχίο στη Χημεία) και μέλος του αγγλικού δικηγορικού συλλόγου Lincoln’s Inn, με ειδικότητα στο φορολογικό δίκαιο. Η παρθενική ομιλία της στη Βουλή, στις 5 Φεβρουαρίου 1960, είχε κάτι από το μέλλον, καθώς έπρεπε να εισηγηθεί μια νομοθετική πράξη κόντρα στη βούληση των συνδικάτων.

«Σκοπός του μέτρου ήταν να απαγορευθεί στα δημοτικά συμβούλια να αποκλείουν τους εκπροσώπους του Τύπου από τις συνεδριάσεις τους, όπως συνήθιζαν να κάνουν πολλά, τα οποία ελέγχονταν συνήθως από τους Εργατικούς» διαβάζουμε στη βιογραφία «Μάργκαρετ Θάτσερ» του Ντέιβιντ Καναντάιν (εκδ. Παπαδόπουλος, μτφ. Γιάννης Βογιατζής, 2020). Αυτό ήταν το πρώτο δείγμα της σταθερής εχθρικότητας που θα επεδείκνυε απέναντι στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και τους συνδικαλιστές.

Η ομιλία της πάντως επαινέθηκε από πολλούς και τον Οκτώβριο του 1961 ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν τη διόρισε υφυπουργό Συντάξεων. Από το 1964 ως το 1970 το κόμμα της και η ίδια βρέθηκαν στην αντιπολίτευση, αλλά τον Ιούνιο του 1970 διορίστηκε υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Εντουαρντ Χιθ. Ακολούθησε η νέα ήττα των Συντηρητικών το 1974 και η αμφισβήτηση του Χιθ από το ίδιο του το κόμμα. 

Η σκέψη πολλών ήταν να τον διαδεχθεί ο Κιθ Τζόζεφ, ιδρυτής του Κέντρου Πολιτικών Μελετών (CPS). Ο Χιθ, ωστόσο, αντιστεκόταν και αρνούνταν να παραιτηθεί. Στο κάτω κάτω δεν υπήρχε επίσημη διαδικασία για την ανατροπή ενός εν ενεργεία αρχηγού. Συναίνεσε, πάντως, να γίνουν εσωκομματικές εκλογές τον Φεβρουάριο του 1975, όπου δικαίωμα ψήφου θα είχαν μόνο οι βουλευτές των Τόρις.

Εδώ είναι το σημείο που εισέρχεται στην αρένα η Μάργκαρετ Θάτσερ. Σε μια ομιλία του ο Τζόζεφ είχε αναφερθεί στα «διανοητικά» και «ηθικά ελαττώματα» όσων βρίσκονταν στις κατώτερες τάξεις της Βρετανίας. Η κατακραυγή στον Τύπο ήταν μεγάλη και ο υποψήφιος αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Τη θέση του πήρε η Θάτσερ. Κανένας από τους πρώην υπουργούς του Χιθ δεν ήταν διατεθειμένος να τα βάλει μαζί του, αλλά η γυναίκα της υπόθεσης άρχισε να κερδίζει την υποστήριξη των βουλευτών, που είχαν βαρεθεί την αγένεια και τις αποτυχίες του αρχηγού τους.

Η καμπάνια της οργανώθηκε από τον βουλευτή Εϊρι Νιβ. Στην πρώτη ψηφοφορία (4 Φεβρουαρίου 1975) η Θάτσερ έλαβε 130 ψήφους και ο Χιθ 119. Βάσει του κανονισμού η διαφορά δεν αρκούσε, ωστόσο ο Χιθ παραιτήθηκε χωρίς να αναλάβει ποτέ κάποιο άλλο αξίωμα. Υποψηφιότητα έβαλε τότε ο πρώην υπαρχηγός του, Γουίλι Γουάιτλο.

Στη δεύτερη ψηφοφορία η Θάτσερ κέρδισε με 146 ψήφους έναντι 79. Σε ηλικία 49 ετών γινόταν έτσι η πρώτη αρχηγός ενός βρετανικού πολιτικού κόμματος στην Ιστορία της χώρας. Οπως έγραψε στα απομνημονεύματά του ο πρώην υπουργός Υγείας των Τόρις, Γουίλιαμ Γουολντγκρέιβ, «αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι βουλευτές των Τόρις που ψήφισαν εκείνη την εποχή τη Θάτσερ καταλάβαιναν τι είχαν κάνει· ενδεχομένως να μην καταλάβαινε ούτε η ίδια».

Σε κάθε περίπτωση, η Μάργκαρετ Θάτσερ θα χρειαζόταν μόλις τέσσερα χρόνια για να γίνει η πρώτη γυναίκα που αναλάμβανε την πρωθυπουργία. Στις 4 Μαΐου 1979 οι Συντηρητικοί κέρδιζαν τις εθνικές εκλογές με 43%, παρά το «καμπανάκι» του ηγέτη των Εργατικών Τζέιμς Κάλαχαν να μην παραδοθεί η εξουσία στην «άπειρη ηγέτιδα» των Τόρις.

 

Protagon.gr

Διαβάστε ακόμα