Η παγκόσμια οικονομία θα γίνει μάρτυρας μιας μεταστροφής πλούτου και ενέργειας, συνολικού ύψους 2 τρισ. δολαρίων, από τις χώρες κατανάλωσης πετρελαίου στις χώρες του ΟΠΕΚ, καθώς οι τιμές του «μαύρου χρυσού» θα εκτιναχτούν στα 200 δολάρια το βαρέλι, έως το 2030.

Η παγκόσμια οικονομία θα γίνει μάρτυρας μιας μεταστροφής πλούτου και ενέργειας, συνολικού ύψους 2 τρισ. δολαρίων, από τις χώρες κατανάλωσης πετρελαίου στις χώρες του ΟΠΕΚ, καθώς οι τιμές του «μαύρου χρυσού» θα εκτιναχτούν στα 200 δολάρια το βαρέλι, έως το 2030.

Την ζοφερή εκτίμηση διατυπώνει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας η οποία προειδοποιεί, ακόμη, πως οι τιμές του πετρελαίου θα αυξηθούν, ενδεχομένως, περαιτέρω, επειδή οι εθνικές εταιρείες πετρελαίου των πετρελαιο-παραγωγικών χωρών είναι πιθανό να καθυστερήσουν τη λήψη των επενδυτικών σχεδίων τους.      

Η κατακόρυφη άνοδος των τιμών του πετρελαίου είναι, πιθανό να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις αγορές μετοχών, συναλλάγματος, πάγιου εισοδήματος και εμπορευμάτων, καθώς το καρτέλ θα ανακυκλώνει τα πετροδολάριά του.

Η ΙΕΑ υποστηρίζει πως τα αποθέματα πετρελαίου του ΟΠΕΚ είναι αρκετά μεγάλα και φθηνά για να στηρίξουν μιαν αύξηση της παραγωγής και των τιμών, ωστόσο δεν παραλείπει να προειδοποιήσει πως «οι επενδύσεις στις λόγω χώρες εκτιμάται πως θα περιοριστούν εξαιτίας ορισμένων παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της λήψης συντηρητικών πολιτικών επέκτασης και γεωπολιτικών αναταράξεων».

«Ελοχεύει ένας πραγματικός  κίνδυνος πως η ανεπάρκεια επενδύσεων στη χρονική περίοδο μεταξύ 2008-2015 θα προκαλέσει συμπτώματα ασφυξίας στην προσφορά πετρελαίου», υπογραμμίζει η ΙΕΑ στην τελευταία έκθεσή της.    

Ο προβλεπόμενος, σχεδόν, τριπλασιασμός των κερδών των χωρών- μελών του ΟΠΕΚ, στα 2 τρισ. δολάρια, έως το 2030 από τα μόλις 700 δισ. δολάρια, πέρυσι, οφείλεται στις σημαντικά αυξημένες εκτιμήσεις για την πορεία της τιμής του πετρελαίου.

Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως η διολίσθηση των πετρελαϊκών τιμών κάτω από τα 70 δολάρια ανά βαρέλι αποτελεί προσωρινό αντίκτυπο της υφιστάμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Αναφέρεται, ακόμη, πως στο μέλλον, ο πλανήτης θα αντιμετωπίσει «επιμένοντα υψηλά επίπεδα καταναλωτικών δαπανών στο πετρέλαιο».

«Ενώ οι ανισορροπίες στην αγορά είναι πιθανό να προκαλέσουν μια προσωρινή διολίσθηση των τιμών, γίνεται ολοένα πιο προφανές ότι η εποχή των φθηνών τιμών του πετρελαίου έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί», τονίζεται στο ίδιο κείμενο.

Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, οι τιμές είναι πιθανό να παραμείνουν σε κατάσταση υψηλής αστάθειας.

«Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης είναι πιθανό να συμπιέσει την οικονομική δραστηριότητα και συνακόλουθα τη ζήτηση πετρελαίου, ασκώντας καθοδικές πιέσεις στις τιμές», αναφέρεται, χαρακτηριστικά στο ίδιο κείμενο.

Τα επόμενα 22 χρόνια, οι χώρες κατανάλωσης πετρελαίου θα καταβάλουν ποσοστό μεταξύ 5%-7% του ΑΕΠ για αγορές πετρελαίου, από 4% του ΑΕΠ, το 2007.  

 Αυτό θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομίες των χωρών κατανάλωσης υδρογονανθράκων», τονίζει η έκθεση.

«Η μόνη περίοδος που ο πλανήτης είχε δαπανήσει τόσο υψηλό ποσοστό ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για την αγορά πετρελαίου ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, όταν είχε ανέλθει στο 6%», συνεχίζει η έκθεση. Το 1998, όταν το πετρέλαιο διαπραγματευόταν στα μόλις λίγο υψηλότερα των 10 δολαρίων ανά βαρέλι, ο πλανήτης είχε δαπανήσει το 1% του ΑΕΠ για την αγορά μαύρου χρυσού».

 Οι κατά πολύ πιο υψηλές εκτιμήσεις για την τιμή του πετρελαίου, εκτός από τις ανησυχίες για τις κλιματικές αλλαγές και την πρόκληση που ενέχει η αύξηση των επενδύσεων σε νέα παραγωγή υποχρέωσε την ΙΕΑ να προειδοποιήσει πως οι παγκόσμιες τάσεις για την προσφορά και ζήτηση ενέργειας δεν είναι διατηρήσιμες, από περιβαλλοντικής, οικονομικής και κοινωνικής άποψης.

Η κατακόρυφη αύξηση των τιμών του πετρελαίου, στην επόμενη 20ετία, πέραν της αύξησης της παραγωγής, θα αποφέρει πακτωλό κερδών για τις χώρες-μέλη του ΟΠΕΚ, οι οποίες προβλέπονται πως θα αποκομίσουν ποσοστό που ισοδυναμεί στο 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ, από 1,2% που είχε διαμορφωθεί το περασμένο έτος. Το διεθνές καρτέλ θα ελέγχει το 51% της παγκόσμιας προσφοράς, έως το 2030, από 44% πέρυσι. 

(Financial Times, 06/11/2008)