Η Μισή Αλήθεια και το Μισό Ψέμα για το Σχέδιο των 28 δισ.

Η πρόσφατη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ώθησε τις κυβερνήσεις των περισσοτέρων χωρών να προσφέρουν τονωτικές ενέσεις στα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα υπό τη μορφή, μεταξύ άλλων, παροχής εγγυήσεων στα δάνειά τους και περιορισμένης συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Ανάλογο, θετικό, μέτρο ανακοίνωσε και η ελληνική κυβέρνηση, γεγονός το οποίο προκάλεσε αρκετό διάλογο ανάμεσα στα πολιτικά μας κόμματα.
Του Νικ. Γ. Τραυλου
Δευ, 1 Δεκεμβρίου 2008 - 10:05

Η πρόσφατη διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση ώθησε τις κυβερνήσεις των περισσοτέρων χωρών να προσφέρουν τονωτικές ενέσεις στα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα υπό τη μορφή, μεταξύ άλλων, παροχής εγγυήσεων στα δάνειά τους και περιορισμένης συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο. Ανάλογο, θετικό, μέτρο ανακοίνωσε και η ελληνική κυβέρνηση, γεγονός το οποίο προκάλεσε αρκετό διάλογο ανάμεσα στα πολιτικά μας κόμματα. Οπως σε κάθε άλλο θέμα, έτσι και εδώ περισσεύει η υπερβολή. Πράγματι, ο μεν πρωθυπουργός μάς διαβεβαιώνει πως το σχετικό σχέδιο δεν πρόκειται να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, αντιθέτως μάλιστα θα επιφέρει έσοδα της τάξεως των 500.000.000 ευρώ, ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορεί την κυβέρνηση πως χαρίζει στις τράπεζες 28 δισ. ευρώ.

Η αλήθεια είναι πως το σχέδιο αυτό δεν οδηγεί σε άμεση ταμειακή εκταμίευση σημαντικού ποσού χρημάτων και έτσι, πράγματι, δεν επιβαρύνεται άμεσα ο κρατικός προϋπολογισμός. Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί τη μισή αλήθεια για τον κατωτέρω λόγο. Η παρεχόμενη εγγύηση έχει την έννοια πως αν κάποια δάνεια, από αυτά που θα δοθούν από τις τράπεζες κάνοντας χρήση των εγγυήσεων, δεν αποπληρωθούν λόγω αδυναμίας των δανειοληπτών, τότε η κυβέρνηση -μέσω του κρατικού προϋπολογισμού- θα κληθεί να καλύψει τη ζημιά εκταμιεύοντας τα αντίστοιχα ποσά. Πόσο μεγάλο μπορεί να είναι αυτό το ποσό; Θεωρητικά από 1 ευρώ μέχρι 23 δισ. ευρώ (28 μείον 5 δισ. που είναι η συμμετοχή του Δημοσίου στην αύξηση κεφαλαίου των τραπεζών). Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει με κάποιο περιθώριο στατιστικού σφάλματος το ποσοστό των 23 δισ. ευρώ που δεν θα αποπληρωθεί από τους δανειολήπτες. Ενα χαμηλό ποσοστό μη αποπληρωτέου κεφαλαίου, για παράδειγμα 2,5%, θα είχε ως αποτέλεσμα απώλειες 575.000.000 ευρώ, ποσό που θα πληρωθεί από τον Ελληνα φορολογούμενο. Εάν από αυτό το ποσό αφαιρεθούν τα 500.000.000 προμήθειες/μερίσματα του Δημοσίου, έχουμε μια καθαρή επιβάρυνση των φορολογουμένων της τάξεως των 75.000.000 ευρώ.

Αν θα είναι το ποσοστό 2,5% ή 5% ή 10% ή οτιδήποτε άλλο, φαινομενικά δεν το γνωρίζουμε, αλλά μπορούμε να το εκτιμήσουμε. Πάντως, είναι πολύ απίθανο να είναι 100%. Ετσι, η ρήση της αντιπολίτευσης πως η κυβέρνηση χαρίζει στις τράπεζες 28 δισ. ευρώ είναι το μισό ψέμα.

Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα σύγχρονα χρηματοοικονομικά υποδείγματα μπορούν να εκτιμήσουν το εύρος της πιθανής ζημιάς και έτσι μπορούν να εκτιμηθούν τα απαραίτητα ανταλλάγματα προς το κράτος για την παροχή των εγγυήσεων και τα (χαμηλότερα) επιτόκια δανεισμού που οι τράπεζες θα επιβαρύνουν τους πελάτες που χρηματοδοτούνται μέσω των κρατικών εγγυήσεων. Αντί αυτών των ανταλλαγμάτων η κυβέρνηση προτείνει την επιβολή κρατικών επιτρόπων στα Δ.Σ. των ιδιωτικών τραπεζών και τον περιορισμό των αμοιβών των ανωτάτων στελεχών στο ύψος του διοικητή της κεντρικής τράπεζας. Αυτά τα μέτρα είναι αδικαιολόγητα, άδικα και αναποτελεσματικά.

Αδικαιολόγητα, γιατί οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από τις αντίστοιχες στην πέρα όχθη του Ατλαντικού, όπως τουλάχιστον οι εποπτικές αρχές και η κυβέρνηση μας διαβεβαιώνουν. Σε άλλες χώρες κρατικοί επίτροποι διορίζονται σε χρεοκοπημένες τράπεζες μόνον.

Αδικα, γιατί το δικό μας τραπεζικό σύστημα, κάτω από την εποπτεία της κεντρικής τράπεζας, δεν έχει προβεί στις ακρότητες των επενδυτικών τραπεζών των ΗΠΑ, που ως γνωστόν δεν λειτουργούσαν κάτω από την εποπτεία της κεντρικής ομοσπονδιακής τράπεζας. Βέβαια, η πιστωτική επέκταση στη χώρας μας είναι πιθανό να καταλήξει και σε αδυναμία αποπληρωμής αρκετών δανείων, ιδιαίτερα λόγω της διεθνούς ύφεσης. Αυτή η εξέλιξη όμως είναι αποδεκτή από τους κανόνες της επιχειρηματικής δραστηριότητας και αποτελεί αντιμετωπίσιμο επιχειρηματικό κίνδυνο, που οι μέτοχοι έχουν δεχτεί και πρέπει να αναλάβουν. Τι κακό έχουν κάνει οι ελληνικές τράπεζες για το οποίο τιμωρούνται τα ανώτατα διευθυντικά τους στελέχη; Δεν είναι παράλογο να τιμωρούνται οι ελληνικές τράπεζες και τα στελέχη τους για αμαρτίες των αμερικανικών πιστωτικών ιδρυμάτων; Αναποτελεσματικά, γιατί μας φέρνουν πίσω αρκετές δεκαετίες σε αποτυχημένα πρότυπα διοίκησης (κρατικών) τραπεζικών οργανισμών. Ο έλεγχος που η κεντρική τράπεζα έχει τη δυνατότητα να ασκεί στις ιδιωτικές μας τράπεζες είναι υπεραρκετός για τη διασφάλιση των καταθετών και την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού μας συστήματος.

Πιθανόν, βέβαια, αυτά τα μέτρα να προσφέρονται για φθηνή επικοινωνιακή πολιτική και συναγωνισμό σε λαϊκίστικους λεονταρισμούς της δεκαετίας του '70, που δυστυχώς όμως τους πλήρωσε η χώρα μας πολύ ακριβά. Είναι καιρός πια τα κόμματα, τουλάχιστον τα δύο μεγαλύτερα, να σχηματίσουν επιτροπές εμπειρογνωμόνων, αποτελούμενων από ανεξάρτητα μη κομματικά άτομα, που μπορούν να συμβουλεύσουν τεχνοκρατικά την κυβέρνηση για κάθε σοβαρό θέμα. Η αναγωγή σοβαρών οικονομικών θεμάτων σε φτηνή μικροκομματική προπαγάνδα προσφέρει κακή υπηρεσία στον τόπο.

Ο κ. Τραυλός είναι καθηγητής, πρύτανης, κάτοχος της Επώνυμης Ακαδημαϊκής Εδρας στη Χρηματοοικονομική «Καίτη Κυριακοπούλου» ALBA Graduate Business School.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 16/11/2008)