Οι φτωχές περιοχές του πλανήτη πρέπει να αντιμετωπιστούν ως επενδυτικές ευκαιρίες και όχι ως απειλές ή ως μέρη που πρέπει να αποφεύγουμε. Η παγκόσμια ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του χρηματοοικονομικού πανικού, αλλά και της αβεβαιότητας που επικρατεί για το μέλλον της οικονομίας διεθνώς.

Οι φτωχές περιοχές του πλανήτη πρέπει να αντιμετωπιστούν ως επενδυτικές ευκαιρίες και όχι ως απειλές ή ως μέρη που πρέπει να αποφεύγουμε.

Η παγκόσμια ύφεση δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του χρηματοοικονομικού πανικού, αλλά και της αβεβαιότητας που επικρατεί για το μέλλον της οικονομίας διεθνώς. Οι καταναλωτές περιορίζουν τις αγορές τους, καθώς ο προσωπικός τους πλούτος έχει δεχθεί σφοδρό πλήγμα, ενώ παράλληλα η υποχώρηση των διεθνών χρηματιστηριακών δεικτών και η εξασθένηση της αγοράς στέγης επιβαρύνουν περαιτέρω το ήδη τεταμένο οικονομικό κλίμα.

Μπορούν να αγοράσουν αυτοκίνητο, όταν οι τιμές βενζίνης αυξάνονται ολοένα και περισσότερο; Μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα, όταν οι τιμές έχουν ενισχυθεί και σε αυτόν τον τομέα;

Οι αποφάσεις για τις επενδύσεις είναι ακόμα δυσκολότερο να ληφθούν. Οι επιχειρήσεις είναι επιφυλακτικές και αποφεύγουν να προχωρήσουν σε ριψοκίνδυνες επενδύσεις, καθώς η καταναλωτική ζήτηση υποχωρεί, ενώ συγχρόνως αντιμετωπίζουν τιμωρίες άνευ προηγουμένου για το κόστος δανεισμού.

Παράλληλα, επικρατεί μία γενικευμένη αβεβαιότητα. Τι είδους εργοστάσια ενέργειας θα δημιουργηθούν μελλοντικά; Θα επιτρέπεται να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα, όπως συνέβαινε στο παρελθόν; Μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να υποστηρίξουν το μέχρι πρότινος τρόπο ζωής τους;

Σε μεγάλο βαθμό, η ανάκαμψη της οικονομίας εξαρτάται από τις μελλοντικές αλλαγές. Αυτή είναι ουσιαστικά η ευθύνη της κυβέρνησης. Μετά την περίπλοκη ηγεσία της κυβέρνησης Μπους, η οποία απέτυχε να διαμορφώσει μία σαφή πολιτική για τα θέματα ενέργειας, υγείας, κλίματος και χρηματοοικονομικών πολιτικών, ο επερχόμενος πρόεδρος, Μπάρακ Ομπάμα, πρέπει να αρχίσει να δημιουργεί ένα επιτελείο, το οποίο θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για τον καθορισμό της αμερικανικής οικονομίας.

Ωστόσο, η οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είναι η μόνη που αντιμετωπίζει προβλήματα. Χρειαζόμαστε μία πανοραμική εικόνα για την επίτευξη της διαρκούς ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ινδίας, της Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και -ναι- ακόμα και της Αφρικής, μίας οικονομίας, η οποία είναι αρκετά περιθωριοποιημένη από την παγκόσμια οικονομία, αλλά δεν παύει να αποτελεί μέρος της. Υπάρχουν ελάχιστα σαφή σημεία, εν μέσω των έντονων αβεβαιοτήτων και της παγκόσμιας αναταραχής.

Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να συνεχίσουν να δανείζονται από τον υπόλοιπο κόσμο, όπως γινόταν τα προηγούμενα οχτώ χρόνια. Οι εξαγωγές της Αμερικής πρέπει να αυξηθούν, καθώς οι εξαγωγές της Κίνας, της Ιαπωνίας και των υπόλοιπων «πλεονασματικών» κρατών έχουν μειωθεί.

Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 50% (με τους περιορισμούς στο εμπορικό πλεόνασμα να εξαπλώνονται και σε άλλες περιοχές της διεθνούς κοινότητας), γεγονός που σημαίνει ότι οι εξαγωγές θα αντιστοιχούν στο 5% με 10% του κινεζικού ΑΕΠ. Ευτυχώς, όμως, η Κίνα προωθεί μία μεγάλη εγχώρια διεύρυνση.

Δεύτερον, η υποχώρηση της καταναλωτικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ πρέπει να αντισταθμιστεί από την αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων. Ωστόσο, οι ιδιωτικές εταιρείες δεν αναμένεται να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους, εκτός εάν δοθεί μία σαφής κατεύθυνση για την οικονομία.

Ο Ομπάμα έχει δώσει έμφαση στην ανάγκη «πράσινης ανάκαμψης», η οποία θα βασίζεται σε βιώσιμες τεχνολογίες και όχι απλά στις καταναλωτικές δαπάνες. Η βιομηχανία αυτοκινήτων των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να αναμορφωθεί και να παράγει οχήματα φιλικά προς το περιβάλλον.

Η κάθε τεχνολογία θα βασίζεται στο εθνικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο θα εκπέμπει λιγότερους ρύπους κατά την παραγωγή ενέργειας, ενώ παράλληλα θα αναπτυχθούν οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή και πυρηνική). Ολες αυτές οι τεχνολογίες απαιτούν δημόσια χρηματοδότηση, η οποία θα προέλθει κυρίως από τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Τρίτον, η αμερικανική ανάκαμψη δεν θα είναι αξιόπιστη, εάν δεν εφαρμοστεί συγκεκριμένη στρατηγική από την κυβέρνηση, σχετικά με τις χρηματοδοτήσεις. Η ιδέα του Τζορτζ Μπους ήταν να μειώσει τη φορολογία τρεις φορές, ενώ οι δαπάνες ενισχύονταν, λόγω των πολέμων.

Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο αναμένεται να διογκωθεί περαιτέρω το προσεχές έτος (ίσως να αγγίξει το 1 τρισ. δολάρια), υπό το βάρος της οικονομικής ύφεσης, των προγραμμάτων διάσωσης του τραπεζικού τομέα και των βραχυπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.

Ο Ομπάμα πρέπει να προωθήσει ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο, βάσει του οποίου θα ανανεωθούν οι χρηματοδοτήσεις της κυβέρνησης. Αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τη λήξη του πολέμου στο Ιράκ, την αύξηση της φορολογίας για τους πλουσίους και τη σταδιακή ανάπτυξη των καταναλωτικών φόρων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκεντρώνουν τη χαμηλότερη φορολογία εθνικού εισοδήματος, συγκριτικά με τα υπόλοιπα πλούσια κράτη. Αυτό πρέπει να αλλάξει.

Τέταρτον, οι φτωχές περιοχές του πλανήτη πρέπει να αντιμετωπιστούν ως επενδυτικές ευκαιρίες και όχι ως απειλές ή ως μέρη που πρέπει να αποφεύγουμε. Τη στιγμή που οι μεγάλες εταιρείες υποδομής της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας έχουν υπερβολική επάρκεια, η Παγκόσμια Τράπεζα η Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα, η Αφρικανική Αναπτυξιακή Τράπεζα και τα υπόλοιπα δημόσια επενδυτικά ταμεία, παγκοσμίως, πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες για την ανάπτυξη των υποδομών στην Αφρική. Να δημιουργηθούν νέοι δρόμοι, εργοστάσια ενέργειας, λιμάνια και συστήματα τηλεπικοινωνίας.

Εφόσον οι πιστώσεις είναι μακροπρόθεσμες και το επιτόκιο είναι μέτριο (για παράδειγμα ένα δάνειο 25 ετών έχει επιτόκιο 5%), τα κράτη - δέκτες μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνεια, μόλις ενισχυθούν τα εισοδήματά τους.

Τα οφέλη θα είναι πολλά, τόσο για τα κράτη της Αφρικής όσο και για τις πλούσιες χώρες, οι οποίες αναγκάζονται να απολύουν ειδικευμένους εργάτες. Αυτά τα δάνεια, φυσικά, απαιτούν την ύπαρξη πρωτοβουλιών σε παγκόσμιο επίπεδο, τη στιγμή που ακόμα και οι τεχνολογικές εταιρείες αδυνατούν να δανειστούν, ακόμα και για λιγότερο από 25 χρόνια.

Στους τυπικούς επιχειρηματικούς κύκλους, οι χώρες αφήνουν τις εταιρείες να διαχειριστούν την ανάκαμψη μόνες τους. Αυτή τη φορά, όμως, χρειάζεται μία παγκόσμια συνεργασία. Για να επιτευχθεί η ανάκαμψη, πρέπει να πραγματοποιηθούν αλλαγές στην ισορροπία του εμπορίου, στον τεχνολογικό τομέα και στον κρατικό προϋπολογισμό.

Αυτές οι, μεγάλης κλίμακας, αλλαγές πρέπει να έχουν συντονιστεί, έστω και ανεπισήμως, από τις μεγάλες οικονομίες της διεθνούς κοινότητας. Η κάθε μία πρέπει να καταλάβει τις βασικές κατευθύνσεις των αλλαγών, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο και όλα τα κράτη πρέπει να μοιραστούν την ανάπτυξη των βιώσιμων τεχνολογιών και της συγχρηματοδότησης των παγκόσμιων ευθυνών, όπως είναι η ανάγκη αυξημένων επενδύσεων στην αφρικανική υποδομή.

Εχουμε φτάσει σε ένα σημείο της ιστορίας, που η συνεργασία των παγκόσμιων πολιτικών ηγετών θεωρείται άκρως σημαντική. Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν ένα μεγάλο βήμα μπροστά με την εκλογή του Ομπάμα. Ηρθε η ώρα λοιπόν για δράση.

(JEFFREY D. SACHS, καθηγητής Οικονομικών και επικεφαλής του Earth Institute, στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Παράλληλα, ασκεί καθήκοντα ειδικού συμβούλου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, αναφορικά με τους αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετίας).