Tα άτολμα μέτρα που έχουν υιοθετήσει μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις παγκοσμίως για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών, οδηγούν τον πλανήτη σε επικίνδυνο μονοπάτι, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας κατά 7oC έως το τέλος του αιώνα σε σύγκριση με τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου.

Tα άτολμα μέτρα που έχουν υιοθετήσει μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις παγκοσμίως για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών, οδηγούν τον πλανήτη σε επικίνδυνο μονοπάτι, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας κατά 7oC έως το τέλος του αιώνα σε σύγκριση με τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου. Το ενδεχόμενο αυτό θα προκαλέσει σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για τις Κλιματικές Αλλαγές (IPCC) τις παρακάτω επιπτώσεις:

  • 1 – 3,2 δις. άνθρωποι θα υποφέρουν από έλλειψη νερού
  • Καταστροφή των υπερπολύτιμων οικοσυστημάτων των κοραλλιογενών υφάλων
  • 3 – 15 εκατομμύρια άνθρωποι ετησίως θα κινδυνεύουν από πλημμύρες σε παράκτιες περιοχές
  • Αύξηση του υποσιτισμού, καρδιακών παθήσεων και μολυσματικών ασθενειών
  • Αύξηση νοσημάτων και θανάτων από ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες, καύσωνες, ξηρασίες)
  • Αύξηση της στάθμης της θάλασσας εξαιτίας της τήξης των πάγων
  • Καταστροφή του Αμαζονίου και της βιοποικιλότητάς του έως και 80%

Για να προληφθούν οι χειρότερες επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, η αύξηση της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας θα πρέπει να περιοριστεί όσο το δυνατόν χαμηλότερα από +2 oC σε σύγκριση με τα επίπεδα της προβιομηχανικής περιόδου. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να κορυφωθούν έως το 2015 και να μειωθούν τουλάχιστον κατά 80 – 95% έως το 2050. Για το λόγο αυτό στη Διάσκεψη του ΟΗΕ στο Πόζναν και την Κοπεγχάγη τον επόμενο χρόνο, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναλάβουν δεσμεύσεις για σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Η Διάσκεψη του ΟΗΕ στο Πόζναν (COP14, 1 – 12 Δεκεμβρίου), αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην έναρξη των διαπραγματεύσεων στο Μπαλί (COP 13, 3 – 14 Δεκεμβρίου 2007) και την τελική συμφωνία για το μέλλον του Πρωτοκόλλου του Κιότο, η οποία θα επιτευχθεί το επόμενο έτος στην Κοπεγχάγη (COP 15, Δεκέμβρης 2009). Στο Πόζναν δύσκολα θα υπάρξει κάποια οριστική απόφαση, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις θα περιμένουν να ξεκαθαρίσει η τελική στάση των ΗΠΑ, υπό τη νέα διακυβέρνηση.

Εντούτοις, η διάσκεψη του Πόζναν θεωρείται εξαιρετικά κρίσιμη. Μέχρι σήμερα λίγα έχουν επιτευχθεί σχετικά με τη συνέχιση του Πρωτοκόλλου του Κιότο, ενώ επικίνδυνα ‘παραθυράκια’, τα οποία έχουν προταθεί σε ευρωπαϊκό κυρίως επίπεδο υπονομεύουν, όχι μόνο τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, αλλά και τον ίδιο τον αγώνα για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Πόζναν θα συνέλθει παράλληλα και το Συμβούλιο Ευρωπαίων Υπουργών Περιβάλλοντος (4 – 5 Δεκεμβρίου), το Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας (8 Δεκεμβρίου) και η Σύνοδος Κορυφής (11 – 12 Δεκεμβρίου). Στις συναντήσεις αυτές αναμένεται να οριστικοποιηθεί η τελική μορφή του ‘Πακέτου για την Ενέργεια’, το οποίο θα περιλαμβάνει τους μονομερείς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2020 ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση έδωσε το πρόσχημα σε αρκετά κράτη (πχ Πολωνία, Ιταλία) να ταχθούν ενάντια στους στόχους που θέτει το ‘Πακέτο’ με την πρόφαση ότι θα πλήξουν ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.

Προκειμένου να επιτευχθεί η τελική συμφωνία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταθέσει προτάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν σημαντικούς συμβιβασμούς. Αν οι συμβιβαστικές προτάσεις της Επιτροπής τελικά ψηφιστούν, η Ευρώπη κινδυνεύει να εγκλωβιστεί κατά τις διεθνείς διαπραγματεύσεις στο Πόζναν σε ήδη διατυπωμένες θέσεις, οι οποίες θα εξασθενήσουν σημαντικά τη διαπραγματευτική της ισχύ με τα υπόλοιπα κράτη. Η Ευρώπη θα έχει χάσει οριστικά την αξιοπιστία και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, όταν θα απαιτεί από τα υπόλοιπα αναπτυγμένα και αναπτυσσόμενα κράτη, να συμβάλουν στον αγώνα για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών. Τα πιο επικίνδυνα ‘παραθυράκια’ που υπονομεύουν το ‘Πακέτο για την Ενέργεια’ είναι τα εξής:

Κατανομή των βαρών μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (burden sharing)

Σύμφωνα με το burden sharing, κάθε κράτος μέλος της ΕΕ θα πρέπει να αναλάβει την υποχρέωση για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα πλαίσια των δυνατοτήτων του, ούτως ώστε να επιτευχθεί η συνολική μείωση της ΕΕ. Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει έως και 65% της συνολικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2020 (σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005) να προέρχεται από ευέλικτους μηχανισμούς, όπως οι Μηχανισμοί Καθαρής Ανάπτυξης (CDM) και τα Προγράμματα Κοινής Εφαρμογής (JI) και όχι από εγχώρια μέτρα σε επίπεδο κράτους μέλους. Σε περίπτωση που τελικά εγκριθεί αυτή η πρόταση, τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει την υποχρέωση να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέσω εγχώριων μέτρων κατά μόλις 3,5% έως το 2020 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005 και το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα συμβεί εκτός ευρωπαϊκής επικράτειας.

Η Greenpeace υποστηρίζει τους ευέλικτους μηχανισμούς μόνο ως επιπρόσθετο μέτρο για την περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ με δεδομένο ότι οι ευέλικτοι μηχανισμοί έχουν καθαρά συμπληρωματικό χαρακτήρα.

Δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών ρύπανσης

Σύμφωνα με το νέο συμβιβαστικό κείμενο της Επιτροπής θα κατανεμηθούν δωρεάν δικαιώματα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα κράτη, στα οποία περισσότερο από το 60% της ηλεκτροπαραγωγής παράγεται από άνθρακα. Η ποσότητα των δωρεάν κατανεμημένων δικαιωμάτων, θα ανέρχεται στο 50% των συνολικών δικαιωμάτων που ορίστηκαν κατά τη δεύτερη περίοδο δεσμεύσεων (2008 – 2013) και θα φτάσει στο μηδέν από το 2016. Αν και η πρόταση αυτή είναι σαφώς καλύτερη από την πρόταση της Πολωνίας για δωρεάν κατανομή του συνόλου των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπανσης στην ηλεκτροπαραγωγή, ωστόσο αποτελεί μία απαράδεκτη επιδότηση στη πιο ρυπογόνο βιομηχανία στον πλανήτη και ουσιαστικά παρατείνει τη χρήση άνθρακα, που αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για το κλίμα.

Η Greenpeace υποστηρίζει την αρχική πρόταση για δημοπράτηση του συνόλου των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπανσης στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής.

Δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS)

Η επικίνδυνη και αβέβαιη τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (τεχνολογία CCS, carbon capture and storage) θεωρητικά υπόσχεται πως μπορεί να επιτρέπει στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής να δεσμεύουν το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπουν, να το μεταφέρουν –συνήθως με αγωγούς- και στη συνέχεια να το αποθηκεύουν σε κατάλληλες γεωλογικές τοποθεσίες, στο υπέδαφος ή κάτω από το βυθό της θάλασσας.

Σύμφωνα με το νέο συμβιβαστικό κείμενο της Επιτροπής προτείνεται η δωρεάν κατανομή 100 – 200 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα ως δικαίωμα ρύπανσης, για την ανάπτυξη πιλοτικών προγραμμάτων δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα. Η έμμεση αυτή επιδότηση συντηρητικά εκτιμάται στα 2 – 4 δισεκατομμύρια ευρώ και διοχετεύει τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων πολιτών στην έρευνα και ανάπτυξη μίας αβέβαιης και επικίνδυνης τεχνολογίας, η οποία στην καλύτερη περίπτωση δεν αναμένεται να τεθεί σε βιομηχανική κλίμακα πριν από το 2030.

Η Greenpeace υποστηρίζει την καταψήφιση αυτής της έμμεσης επιδότησης και τη χρηματοδότηση των πραγματικών λύσεων για την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών: των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της εξοικονόμησης ενέργειας.

Δείτε περισσότερα για τη Δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα στην ιστοσελίδα: http://www.greenpeace.org/greece/press/118523/CCS