Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΡΥΣΟΛΩΡΑ
Η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία, η οποία αφιερώνει ένα ειδικό κεφάλαιο στην επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών, ήρθε πάνω στην ώρα. Μία μόλις ημέρα πριν, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία χτυπούσε καμπανάκι για το ίδιο πρόβλημα, με δύο ταυτόχρονες ανακοινώσεις της. Η πρώτη αφορούσε τις εμπορευματικές συναλλαγές, η πορεία των οποίων –κατά το πρώτο τρίμηνο- έδειχνε ότι οι εισαγωγές αυξάνονται με διπλάσιο, περίπου, ρυθμό από τις εξαγωγές, οδηγώντας το εμπορικό έλλειμμα σε ανάλογη επιδείνωση. Η δεύτερη αφορούσε την ανάπτυξη –επίσης κατά το πρώτο τρίμηνο του χρόνου- και έδειχνε και αυτή ότι οι εξαγωγές είναι στάσιμες και, άρα, δεν συμβάλλουν στην –ισχυρή, ομολογουμένως – αύξηση του ΑΕΠ. Αυτή προέρχεται από άλλους παράγοντες με κυριότερους τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες εξαγωγείς μπορούν, βεβαίως, να αναζητήσουν κάποια παρηγοριά σε μία από τις ερμηνείες που δίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τη σοβαρή αυτή επιδείνωση της διεθνούς εμπορικής θέσης της χώρας. Ότι, δηλαδή, αυτή οφείλεται εν μέρει στο ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην ίδια φάση του οικονομικού κύκλου με τους υπόλοιπους εταίρους της. Επειδή αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς, ενώ εκείνοι βρίσκονται στην καθοδική φάση του κύκλου, εισάγει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων, για να καλύψει την καταναλωτική ζήτηση. Αντίθετα, οι εμπορικοί της εταίροι περιστέλλουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες και τις εισαγωγές ελληνικών προϊόντων. Μισή αλήθεια Όμως αυτό το γεγονός, όπως το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισημαίνει, εν μέρει μόνον εξηγεί το πρόβλημα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έλλειμμα ισοζυγίου που, από 2% έφθασε να αντιπροσωπεύει το 6% του ΑΕΠ σήμερα. Η συγκυρία του οικονομικού κύκλου δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Επιστρατεύοντας, λοιπόν, τα επιστημονικά εργαλεία της ανάλυσης, το Διεθνές Νομισματικό ταμείο καταλήγει εκεί που θα κατέληγε, χωρίς πολλή σκέψη, κάθε οικονομικός παράγοντας που ζει στην Ελλάδα. Ότι δηλαδή, οι ελληνικές εξαγωγές υποχωρούν, κυρίως επειδή υποχωρεί η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που εξάγονται. Με άλλα λόγια, τα ελληνικά προϊόντα είναι ακριβά γι’ αυτό που είναι ή –αντίστροφα- είναι χαμηλής ποιότητας για την τιμή τους ή ακόμη, δεν ανταποκρίνονται στις καταναλωτικές απαιτήσει των αγοραστών. Το τι φταίει γι’ αυτό το πρόβλημα, είναι αντικείμενο μεγάλης συζήτησης. Οι απόψεις, άλλωστε, μπορεί να διίστανται. Στην ίδια την έκθεση του διεθνούς οργανισμού, οι μεν συντάκτες της υποστηρίζουν ότι καθοριστικός παράγοντας είναι το κόστος εργασίας, ο δε αρμόδιος για την Ελλάδα αναπληρωτής διευθυντής σημειώνει ότι αυτό που πρέπει να βελτιωθεί είναι η παραγωγικότητα στο σύνολό της και όχι μόνο το κόστος εργασίας, το οποίο ο ίδιος λέει ότι αυξάνεται μεν ταχύτερα από τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αλλά βραδύτερα από τον πληθωρισμό. Αλλωστε, στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα, με ένα από τα μεγαλύτερα ελλείμματα ως ποσοστό του ΑΕΠ στη ευρωζώνη, δεν έχει σημασία η αναζήτηση «αποδιοπομπαίου τράγου» και ο καταλογισμός ευθυνών. Σημασία έχει να ξεκινήσει μια συνολική προσπάθεια για να ξανακερδηθούν οι χαμένες αγορές. Μια προσπάθεια που, ασφαλώς, δεν μπορεί να έχει στο επίκεντρό της τη μισθολογική λιτότητα, αλλά τη βελτίωση της ποιότητας και της προβολής των ελληνικών προϊόντων, ή των ελληνικών υπηρεσιών, αν εκεί εντοπίζεται τώρα το συγκριτικό πλεονέκτημα. Τα τρία καμπανάκια που χτύπησαν την περασμένη εβδομάδα συγχρόνως για το έλλειμμα του ισοζυγίου, δεν μπορεί να είναι τυχαία. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μάλιστα προειδοποιεί ότι δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε βελτίωση στο μέλλον. Αντίθετα, μάλλον επιδείνωση προοιωνίζεται ο ανταγωνισμός των νέων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν, όμως το εμπορικό ισοζύγιο συνεχίσει να επιδεινώνεται και ταυτόχρονα αρχίσει η σταδιακή μείωση των εισροών κεφαλαίων από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, δηλαδή των επενδύσεων, που θα στηριχθεί η ανάπτυξη και η μείωση της ανεργίας. Εδώ ακόμη και το ΔΝΤ σηκώνει τα χέρια ψηλά. (Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 15/06/03)