του Κ.Ν. Σταμπολή
Το συνδικάτο της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, έχει κηρύξει πανελλαδική απεργία για τις 3 Ιουλίου, που μάλλον θα οδηγήσει σε εκτενείς διακοπές ηλεκτροδότησης, διαμαρτυρόμενη για την προώθηση από την κυβέρνηση του νομοσχεδίου που αφορά την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Την ίδια στιγμή η διοίκηση της ΔΕΗ, αγνοώντας παντελώς τη γενικότερη αρνητική οικονομική συγκυρία, με τον τιμάριθμο να έχει εκτιναχθεί πολύ πάνω του επίσημου 3,5% και με τη μεγάλη πλειοψηφία των νοικοκυριών να αδυνατούν κα καλύψουν τα μηνιαία έξοδα τους, απαιτεί από την κυβέρνηση να εγκρίνει αυξήσεις, εδώ και τώρα, ύψους 4% σε όλα αδιακρίτως τα τιμολόγια. Πριν από λίγες ημέρες έγιναν γνωστά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις άμεσες ξένες επενδύσεις στις χώρες-μέλη του όπου η χώρα μας για πρώτη φορά εμφανίζεται με σχεδόν μηδέν (0) ξένες επενδύσεις για το έτος 2002. Ακόμη και η Τουρκία, παρά το δυσμενές οικονομικό κλίμα που επικρατεί εκεί τα τελευταία 3 χρόνια, κατάφερε πέρσι να εξασφαλίσει ξένες επενδύσεις 590 εκατ. δολ. Οι τρεις αυτές φαινομενικά ανεξάρτητες εξελίξεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή που δεν είναι άλλος από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού και τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού. Σύμφωνα με το Κοινοτικό Δίκαιο και την Ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα των υπηρεσιών και προϊόντων όλες οι χώρες μέλη είναι υποχρεωμένες να απελευθερώσουν τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, όπως το έχουν ήδη πράξει σε όλους τους άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, π.χ. πετρελαϊκή αγορά, τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες κ.λπ. Σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες προτεραιότητα έχει η απελευθέρωση της αγοράς σε επίπεδο βιομηχανιών και μεγάλων εμπορικών καταναλωτών, γνωστοί ως και επιλέγοντες πελάτες, οι οποίοι μέχρι το 2005 πρέπει να έχουν δυνατότητα επιλογής προμηθευτού ενώ μέχρι το 2007 η δυνατότητα επιλογής θα φθάσει μέχρι και τον οικιακό καταναλωτή. Παρόμοιες ρυθμίσεις ισχύουν και για την αγορά φυσικού αερίου η οποία και αυτή απελευθερώνεται σταδιακά. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15, όλες οι χώρες μέλη πλην της Ελλάδας, έχουν απελευθερώσει τις αγορές ενέργειας, άλλες πλήρως όπως π.χ. το Ηνωμένο Βασίλειο, η Φινλανδία, η Ολλανδία και άλλες μερικώς όπως π.χ. η Γερμανία και η Γαλλία, οι οποίες όμως κινούνται προς καθεστώς πλήρους απελευθέρωσης βάσει χρονοδιαγράμματος το οποίο έχει συμφωνηθεί μεταξύ κυβέρνησης, συνδικάτων και ενώσεων καταναλωτών. Τα οφέλη από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι προφανή αφού με τη δημιουργία ανταγωνισμού αναβαθμίζονται οι προσφερόμενες υπηρεσίες αλλά και ακολουθεί μείωση των τιμών προς όφελος του καταναλωτή. Παρά το γεγονός ότι το θέμα του ανταγωνισμού στην Ε.Ε. είναι μονόδρομος και αποτελεί την πεμπτουσία στην οικονομική λειτουργία της ΟΝΕ, στη χώρα μας το θέμα του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει συναντήσει σοβαρές δυσκολίες λόγω της σθεναρής αντίστασης τόσο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, της ίδιας της Διοίκησης της Επιχείρησης αλλά και από όλα ανεξαρτήτως τα πολιτικά κόμματα τα οποία θεωρούν τη ΔΕΗ ως προέκταση του κρατικού μηχανισμού και άρα ως διεκπεραιωτή των διαφόρων εξυπηρετήσεων προς εαυτούς και αλλήλους. Η κυβέρνηση μέσω του Ν 2773/99 που αφορούσε κυρίως τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ, προσπάθησε να οργανώσει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εν όψει ανταγωνισμού ιδρύοντας τα δύο απαραίτητα διοικητικά όργανα τα οποία έχουν την ευθύνη για την εύρυθμο λειτουργία της αγοράς σε συνθήκες ανταγωνισμού. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) που έχει την εποπτεία και ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία της ενεργειακής αγοράς (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, στερεά καύσιμα, ηλεκτρισμός, ΑΠΕ) και τον Διαχειριστή του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΣΜΗΕ) που έχει την ευθύνη της διανομής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και διασφαλίζει την πρόσβαση τρίτων στο εθνικό δίκτυο διανομής, το οποίο διαχειρίζεται πλέον αυτός και όχι η ΔΕΗ. Όμως το ανωτέρω νομικό πλαίσιο δεν προσφέρει επαρκή κάλυψη για την εγκατάσταση και λειτουργία των ιδιωτικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η απορρόφηση της παραγόμενης ενέργειας από τους διάφορους παραγωγούς εκτός ΔΕΗ. Κατά ορισμένους αυτό έγινε μάλλον σκόπιμα τότε ώστε να περάσει χωρίς αντιδράσεις και δυσκολίες ο Ν 2773/99 ο οποίος μεταξύ άλλων διασφάλιζε νομικά και ουσιαστικά την αέναη κερδοφορία της ΔΕΗ, αφού την απήλασσε από εργοδοτικές εισφορές ύψους άνω των 100 δισ. δρχ. το έτος, με τη δημιουργία ανεξάρτητου ασφαλιστικού οργανισμού πλήρως χρηματοδοτούμενου από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ απαγόρευε στην ουσία τη δραστηριοποίηση νέων παικτών, αφού πολύ έντεχνα δεν καθόριζε τους όρους λειτουργίας των. Όμως με την ίδρυση της ΡΑΕ το Φεβρουάριο του 2001 κατατέθηκαν και οι πρώτες αιτήσεις για αδειοδότηση κατασκευής και λειτουργίας σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες εν συνεχεία έλαβαν από το ΥΠΑΝ τις απαραίτητες άδειες εγκατάστασης. Μέχρι σήμερα έχουν αδειοδοτηθεί πλήρως τέσσερις (4) μονάδες με συνολική μεταξύ τους εγκατεστημένη ισχύ 1.600 MW οι οποίες θα χρησιμοποιούν φυσικό αέριο ως καύσιμο σε μονάδες συνδυασμένου κύκλου τελευταίας τεχνολογίας. Οι μονάδες αυτές θα κατασκευασθούν από τις εταιρείες ΕΛΠΕ, τον όμιλο Μυτιληναίου και τις κοινοπραξίες ENEL-Prometheus Gas και ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, σε διάφορες τοποθεσίες (Θεσσαλονίκη, Βόλος, Βοιωτία). Μάλιστα οι μονάδες της Βοιωτίας, συνολικής ισχύος 800 MW, λόγω γειτνίασης θα φανούν εξαιρετικά χρήσιμες στην κάλυψη των υψηλών φορτίων του Λεκανοπεδίου. Αντιπροσωπεύουν δε αυτές οι μονάδες άμεσες επενδύσεις της τάξεως 1.0-1.2 δισ. ευρώ και έμμεσες άνω των 2.0 δισ., με την παράλληλη δημιουργία αρκετών χιλιάδων θέσεων εργασίας. Επιπλέον ευρίσκονται σε αναμονή για πλήρη αδειοδότηση επενδυτικά σχέδια για άλλους πέντε (5) σταθμούς παραγωγής, με ακόμη 1.600 MW συνολικής ισχύος, οι οποίοι εκτιμάται ότι θα προχωρήσουν μόλις ισχύσουν οι απαραίτητες νομικές ρυθμίσεις. Άρα πέρα από τη δημιουργία ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τον απεγκλωβισμό του καταναλωτή από την ιδιότυπη ομηρία του από τη ΔΕΗ, θα έχουμε πολλά επιπλέον οφέλη για την εθνική οικονομία που θα προκύψουν από επενδύσεις της τάξεως των 3.0 δισ. ευρώ μέσα στα επόμενα τέσσερα-πέντε χρόνια, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει άρδειν το επενδυτικό κλίμα στη χώρα μας. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να εισάγει σχετική νομοθετική ρύθμιση, την οποία είχε ετοιμάσει η ΡΑΕ από τα τέλη του 2001, λαμβάνοντας υπ΄ όψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της Ελληνικής αγοράς, και με πλήρη εναρμόνιση με τις κοινοτικές διατάξεις, συνάντησαν την σθεναρή αντίσταση της διοίκησης και των εργαζομένων της ΔΕΗ οι οποίοι αισθάνονταν ότι απειλούνταν, παρά το γεγονός ότι η ανωτέρω ρύθμιση δεν υποχρέωνε τη ΔΕΗ σε συρρίκνωση του δυναμικού της. Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ εξεβίαζε την κυβέρνηση ότι σε περίπτωση κατάθεσης του νομοσχεδίου θα προχωρούσε σε απεργίες διαρκείας ενώ η διοίκηση της ΔΕΗ εμπόδιζε τη ΡΑΕ να προχωρήσει στη διαμόρφωση των όρων ανταγωνισμού αρνούμενη πεισματικά εδώ και ενάμισι χρόνο να την ενημερώσει ως όφειλε για τον λογιστικό διαχωρισμό των τιμολογίων της, ώστε να γνωρίζουν επιτέλους οι ενδιαφερόμενοι βάσει ποίων παραμέτρων και παραδοχών καθορίζει το ύψος των τιμολογίων της η ΔΕΗ. Με την στάση της η διοίκηση της ΔΕΗ απαιτούσε τη συνέχιση της κατάστασης ως έχει, δηλ. “business as usual”, μία θέση η οποία της εξασφάλιζε συνέχιση των σχεδίων της για μεγάλες επενδύσεις στην ενδοχώρα και τα νησιά με την κατασκευή νέων μονάδων και αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος της, για την κάλυψη της συνεχώς αυξανόμενης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας (μέσος όρος 4.5-5.0% τα τελευταία χρόνια με πρόβλεψη 3.5-4.0% για τα αμέσως επόμενα). Γι΄ αυτό η ΔΕΗ έχει προγραμματίσει, και έχει ήδη ζητήσει άδεια από τη ΡΑΕ, για τη δημιουργία 5ης μονάδας Φυσικού Αερίου στο Λαύριο εγκατεστημένης ισχύος 400 MW (άδεια την οποία δεν έχει λάβει ακόμη). Προκειμένου όμως να απελευθερωθεί η αγορά η ΔΕΗ θα πρέπει ν΄ απέχει από εδώ και στο εξής από επενδύσεις για τη δημιουργία μεγάλων μονάδων, το οποίο και θα έχει το ευεργετικό γι΄ αυτήν πλεονέκτημα ότι θα τη βοηθήσει να μειώσει το υπέρογκο χρέος της που ξεπερνάει σήμερα τα 4.0 δις. ευρώ - ώστε να μπορέσουν οι ιδιώτες επενδυτές να κατασκευάσουν τις δικές τους μονάδες οι οποίες θα πρέπει να λειτουργούν μέχρι τα τέλη του 2005. Μόνο έτσι θα μπορεί να αντιμετωπισθεί το ενεργειακό έλλειμμα το οποίο ήδη διαφαίνεται και εκτιμάται ότι θα έχει ενταθεί επικίνδυνα μέχρι τότε. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η τροπολογία που κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα ο Υπουργός Ανάπτυξης βάσει της οποίας η ΔΕΗ δεν θα μπορεί από εδώ και στο εξής να συμμετάσχει στους διαγωνισμούς του ΔΕΣΜΗΕ, για την εξασφάλιση εφεδρείας ηλεκτρικής ενέργειας (εφόσον διατηρεί υπό τον έλεγχο της περισσότερο από το 75% του εγχώριου δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής), προκειμένου να δοθεί σε τρίτους η δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Η κυβέρνηση προχώρησε στην ανωτέρω τροπολογία, η οποία κατατέθηκε στα πλαίσια του νομοσχεδίου για την αξιοποίηση της Γεωθερμίας, πιεζόμενη τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – όπου κατά παράξενη σύμπτωση την περασμένη εβδομάδα ο κ. Άκης Τσοχατζόπουλος ως προεδρεύων υπέγραψε τις οριστικές οδηγίες της Κομισιόν για την πλήρη απελευθέρωση της Ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς – αλλά και από τους ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι έχουν ήδη προχωρήσει σε εκταμιεύσεις προκειμένου να προετοιμασθούν για την κατασκευή των νέων μονάδων, και οι οποίοι είχαν απειλήσει με μαζική αποχώρηση και επιστροφή των αδειών στο Υπουργείο (ήδη το έπραξαν στον τελευταίο διαγωνισμό της ΡΑΕ το Μάιο για την νέα μονάδα στην Κρήτη όπου ενεφανίσθη ως συμμετέχουσα να διεκδικήσει το έργο και η ΔΕΗ). Εάν, η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί τις εισηγήσεις της ΡΑΕ το 2001 σήμερα θα ευρίσκονταν υπό κατασκευή μία σειρά από νέους σταθμούς, η λειτουργία των οποίων θα ήταν δυνατή εντός του 2004 με εμφανή οφέλη για το εθνικό σύστημα παραγωγής ηλεκτρισμού, το οποίο σήμερα αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της αυξημένης ζήτησης. Η απεργία της Πέμπτης κορυφώνει την αντιπαράθεση μεταξύ συνδικάτων, τα οποία δεν μπορούν να συμφιλιωθούν με την ιδέα της απελευθέρωσης των αγορών και το τέλος του μονοπωλίου της ΔΕΗ και της κυβέρνησης, αλλά και μεταξύ διοίκησης ΔΕΗ και κυβέρνησης. Η τελευταία αντιπαράθεση έρχεται να συμπληρώσει την πρώτη αφού η σημερινή διοίκηση της ΔΕΗ αδυνατεί να σχεδιάσει μία αναπτυξιακή πορεία της Επιχείρησης χωρίς ετήσιες σταθερές αυξήσεις των τιμολογίων της και λειτουργία της έξω από το κλίμα πλήρους προστατευτισμού που επικρατεί μέχρι σήμερα. Δικαίως η κυβέρνηση επέλεξε την οδό της σύγκρουσης και αντιπαράθεσης αρνούμενη να συναινέσει στα παράλογα αιτήματα για αυξήσεις τιμολογίων, τα οποία μοναδικό σκοπό έχουν να ενισχύσουν με νέα bonus τις τσέπες των προνομιούχων υπαλλήλων της ΔΕΗ και τη διαπραγματευτική θέση των συνδικάτων, εις βάρος όλων των υπολοίπων καταναλωτών. Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι κατά πόσο η κυβέρνηση την ύστατη αυτή στιγμή θα έχει το θάρρος και το σθένος να επιβάλλει τις απόψεις της ερχόμενη σε ρήξη με μερικές δεκάδες συνδικαλιστές και την διορισμένη από αυτήν διοίκηση της ΔΕΗ. Μία νίκη της κυβέρνησης θα έχει τεράστια απήχηση στο κοινωνικό σύνολο ενώ θα τονώσει παράλληλα το επενδυτικό κλίμα και θα βοηθήσει στην αλλαγή ψυχολογίας γενικότερα, δημιουργώντας έτσι θετικές προσδοκίες για την οικονομία της χώρας.