Του Ευθ. Π. Πέτρου
Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία είναι οι δύο χώρες που φαίνεται ότι ευρίσκονται στο στόχαστρο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την φάση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας στην οποία εισερχόμεθα μετά την κατάληψη του Ιράκ. Πρόκειται ουσιαστικά για μια δεύτερη φάση του πολέμου κατά την οποία τα μέσα και οι επιδιώξεις διαφοροποιούνται. Κατά την πρώτη φάση, που εξελίχθηκε στα περίπου δύο χρόνια που πέρασαν από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, ανελήφθησαν δύο ενέργειες, πρώτα στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ, που παρά τις διαφορές κλίμακος, είχαν κοινά χαρακτηριστικά που μπορούσαν να προσδιορισθούν με σαφήνεια. Επρόκειτο και στις δύο περιπτώσεις για εκστρατείες ανατροπής εχθρικών καθεστώτων, στις οποίες τον κύριο ρόλο έπαιξαν οι ένοπλες δυνάμεις, είτε με καταδρομικές κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις, όπως στο Αφγανιστάν, είτε με κινήσεις ελιγμού τακτικών δυνάμεων όπως στο Ιράκ. Βεβαίως, και στις δύο περιπτώσεις οι προσπάθειες σταθεροποιήσεως της καταστάσεως μετά τον πόλεμο δεν έχουν ακόμη φέρει αποτελέσματα και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις για αρκετό καιρό ακόμη θα υπάρχουν προβλήματα. Aνεξαρτήτως τούτου όμως η κατάσταση αλλάζει. Στην περίπτωση του Αφγανιστάν είχαμε την χώρα που παρείχε καταφύγιο στην Αλ Κάιντα. Στην περίπτωση του Ιράκ, είχαμε την χώρα που προσπαθούσε –ή θα μπορούσε- να επωφεληθεί από τις ενέργειες των ισλαμιστών τρομοκρατών. Παράλληλα όμως ήταν η χώρα, η κατοχή της οποίας δίνει στους Αμερικανούς το μέσον να επηρεάσουν την κατάσταση διά του ελέγχου των τιμών του πετρελαίου. Τώρα μπαίνουμε στην φάση, κατά την οποία στο στόχαστρο περνούν οι χώρες- υποστηρικτές ή δυνητικοί υποστηρικτές της Αλ Κάιντα. Χώρες που, για διάφορους λόγους, δεν θα ήταν σκόπιμο να πληγούν με στρατιωτικά μέσα. Στην κορυφή της «λίστας» είναι η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Η πρώτη είναι ο χρηματοδότης της ισλαμικής τρομοκρατίας. Η δεύτερη ο παλιός εχθρός, που προβάλλει κάθε φορά που τίθεται θέμα αντιπαραθέσεως με το Ισλάμ. Ας σημειωθεί δε και το εξής: Η Σαουδική Αραβία, όπως και η Τουρκία είναι δύο χώρες που μέχρι πριν από λίγο καιρό εθεωρούντο κράτη-πυλώνες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Η συγκυρία τα έφερε έτσι, που στην ίδια χρονική περίοδο και οι δύο απεδείχθησαν αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Αυτό για τους Αμερικανούς σημαίνει μια γενικότερη αναθεώρηση πραγμάτων που θεωρούσαν δεδομένα. Πλέον δεν υπάρχουν γι’ αυτούς κράτη-πυλώνες. Η πολιτική τους διαφοροποιείται, σε γραμμές περισσότερο απομονωτικές, στις οποίες τίθεται η προμετωπίδα της «αυτάρκειας». Για να επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας, η Σαουδική Αραβία μπορεί εύκολα να γίνει το «θύμα» ενός οικονομικού πολέμου, στον οποίο το κύριο όπλο θα είναι το πετρέλαιο και η τιμή του. Με το χαμηλού κόστους πετρέλαιο του Ιράκ στα χέρια τους, μπορούν οι Αμερικανοί να ρίξουν τις τιμές σε σημείο που να φέρουν σε ασφυξία την οικονομία της Σαουδικής Αραβίας. Μια τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε, παράλληλα προβλήματα και στην οικονομία του Ιράν. Προβλήματα μεγάλα αλλά όχι ασφυκτικά, όπως στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας. Το μεγάλο δίλημμα έρχεται μετά. Θα μπορούσαν οι Αμερικανοί να αποφασίσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του Ιράν; Ας ληφθεί υπ’ όψιν «ότι η χώρα αυτή από πλευράς μεγεθών και γεωγραφίας είναι πολύ πιο εχθρική για τον επιτιθέμενο από το Ιράκ. Επιπροσθέτως διαθέτει αξιόλογη στρατιωτική τεχνολογία χάρη σε μια ανεπτυγμένη πολεμική βιομηχανία που διατηρεί στενές σχέσεις με τις αντίστοιχες βιομηχανίες της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας. Συνεπώς μια στρατιωτική επιχείρηση εκεί, θα απαιτούσε πολύ περισσότερα μέσα και πολλαπλάσιες δυνάμεις σε σχέση με αυτές που διετέθησαν στον πόλεμο του Ιράκ. Συνεπώς δεν φαίνεται και τόσο ρεαλιστικό να στραφεί κανείς προς τέτοια λύση. Η νέα λοιπόν φάση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας είναι αυτή κατά την οποία ελαχιστοποιείται η χρήση των στρατιωτικών μέσων και η ανατροπή των εχθρικών καθεστώτων επιδιώκεται πλέον με οικονομικά και πολιτικά μέσα. Αποκλειστικώς οικονομικά μέσα στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας. Πολιτικά μέσα στην περίπτωση του Ιράν, όπου η ογκουμένη δυσφορία προς το θεοκρατικό καθεστώς δημιουργεί μια δυναμική ανατροπής. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 1/7/2003)