Το Τρίγωνο ΗΠΑ - Ελλάδα - Τουρκία

Iστορικά, η Ελλάδα επέλεξε να βρεθεί στην ίδια συμμαχία με τις ΗΠΑ στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιθέτως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μεγάλη σύμμαχος των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων στον πρώτο πόλεμο, ενώ στον δεύτερο έμεινε επιτήδεια ουδέτερη. Κάποτε είχα ερωτηθεί τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν η «άλλη πλευρά» είχε νικήσει στους δύο μεγάλους πολέμους. Ενστικτωδώς απάντησα ότι «τα σύνορά μας θα ήταν κάπου βορείως της Λαμίας».
Του Θεόδωρου Kουλουμπή
Πεμ, 19 Μαρτίου 2009 - 11:16
Iστορικά, η Ελλάδα επέλεξε να βρεθεί στην ίδια συμμαχία με τις ΗΠΑ στον Α΄ και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιθέτως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μεγάλη σύμμαχος των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων στον πρώτο πόλεμο, ενώ στον δεύτερο έμεινε επιτήδεια ουδέτερη. Κάποτε είχα ερωτηθεί τι θα γινόταν στην Ελλάδα αν η «άλλη πλευρά» είχε νικήσει στους δύο μεγάλους πολέμους. Ενστικτωδώς απάντησα ότι «τα σύνορά μας θα ήταν κάπου βορείως της Λαμίας». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χωρίς την καθυστερημένη εμπλοκή των ΗΠΑ (το 1917 και το 1941 αντίστοιχα) οι δυνάμεις της Αντάντ στον πρώτο πόλεμο και οι Σύμμαχοι στον δεύτερο θα είχαν ηττηθεί. Τα συμπεράσματα βγαίνουν από μόνα τους.

Στις διεθνείς σχέσεις δεν χωράνε συναισθηματισμοί. Κυριαρχούν οι συσχετισμοί δυνάμεων. Πάνω από τα ερείπια των ευρωπαϊκών πόλεων, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση αναδείχθηκαν ως υπερδυνάμεις και ηγήθηκαν των δύο αντιπάλων μπλοκ στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Τουρκία και η Ελλάδα θεωρήθηκαν ζωτικής σημασίας στρατηγικοί κρίκοι στο αμερικανικό δόγμα της ανάσχεσης του σοβιετικού συνασπισμού που συνεπαγόταν την περικύκλωσή του από μια αλυσίδα φιλοαμερικανικών συμμαχιών.

Η Τουρκία έκτοτε αξιοποίησε τη στρατηγική της θέση απαιτώντας και εξασφαλίζοντας σεβασμό και ανταλλάγματα για τη δυτική της επιλογή. Δυστυχώς, η δική μας συμπεριφορά δεν αποδείχθηκε ανάλογη των ευκαιριών που μας προσφέρθηκαν. Διχαστήκαμε και ξεκινήσαμε ένα φονικό εμφύλιο πόλεμο, του οποίου το αποτέλεσμα κρίθηκε μόνο μετά την παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, λαβωμένοι καθώς βγήκαμε από τις τραυματικές εμπειρίες της κατοχής και του εμφυλίου, ανοίξαμε ένα μεγάλο μέτωπο με τρεις δυτικούς εταίρους (τη Βρετανία, την Τουρκία και αργότερα τις ΗΠΑ) στο όνομα της Ενωσης με την Κύπρο. Η υπόθεσή μας ήταν δίκαιη, αλλά η ανάγνωσή μας του συσχετισμού δυνάμεων υπήρξε πρόχειρη, αν όχι ολέθρια. Το έλλειμμα ηγεσίας της περιόδου 1944 - 55 είναι πλέον υπόθεση της αποστασιοποιημένης καταγραφής και ερμηνείας της ιστορίας.

Από το 1950 ώς το 1967 οι Αμερικανοί ταξινόμησαν την Ελλάδα και την Τουρκία στην κατηγορία των «ασταθών δημοκρατιών». Δεν παρενέβησαν για να αποτρέψουν τις στρατιωτικές επεμβάσεις στην Τουρκία μετά το 1960. Στη δική μας περίπτωση, με γνώμονα τον αντικομμουνισμό, στήριξαν συντηρητικές κυβερνήσεις θεωρώντας ότι εξωκοινοβουλευτικοί παράγοντες, όπως ο Θρόνος και ο Στρατός, θα παρέμεναν εγγυητές της φιλοδυτικής «σταθερότητας» της χώρας μας.

Ο αντιαμερικανισμός θέριεψε στην Ελλάδα μετά το 1955, εξαιτίας της αμερικανικής πολιτικής «ίσων αποστάσεων» για το Κυπριακό. Αυξήθηκε απότομα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών, την οποία οι Αμερικανοί αρχικά ανέχθηκαν και αργότερα υποστήριξαν. Ο αντιαμερικανισμός έφθασε, τελικά, σε επίπεδα παροξυσμού μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, και τους χειρισμούς του Χένρι Κίσινγκερ που αδιαφόρησε παρά τις προειδοποιήσεις για το εγκληματικό πραξικόπημα του ντε φάκτο δικτάτορα, Ιωαννίδη, κατά του προέδρου της Κύπρου Μακαρίου.

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, το 1974, άνοιξε ο δρόμος της επούλωσης των πληγών του εμφυλίου. Το κομμουνιστικό κόμμα νομιμοποιήθηκε, το πολιτειακό διευθετήθηκε με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974, και οι πρωταίτιοι της δικτατορίας καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά. Ο ρόλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή υπήρξε καθοριστικός για την ομαλή μετάβαση στην εδραιωμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία και για την ιστορική μας ένταξη στην ΕΟΚ.

Δυστυχώς, η Τουρκία μετά την εισβολή και κατοχή του 37% του εδάφους της Κύπρου κλιμάκωσε τις απαιτήσεις της διεκδικώντας τον έλεγχο του ανατολικού Αιγαίου. Οι δύο τυπικά συμμαχικές χώρες προχώρησαν έκτοτε σε μια πανάκριβη κούρσα εξοπλισμών. Και οι ΗΠΑ, ως προμηθευτές του οπλοστασίου τους, ανέλαβαν και πάλι τον ρόλο του ρυθμιστή της ισορροπίας ελληνοτουρκικών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια των μεγάλων διμερών ελληνοτουρκικών κρίσεων στο Αιγαίο (1976, 1987, 1996) η Ουάσιγκτον ανέλαβε τον ρόλο πυροσβέστη για την αποτροπή ενός αμοιβαία καταστροφικού ελληνοτουρκικού πολέμου.

Στη δεκαετία του 1980, με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις παρέκαμψαν μια μετωπική σύγκρουση, διότι ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός αντιλήφθηκε ότι δεν θα έπρεπε να προσθέσει τις ΗΠΑ στο άρμα της αναθεωρητικής Τουρκίας στο όνομα της ιδεολογικής καθαρότητας. Ετσι, παρά τα ρηξικέλευθα συνθήματα της δεκαετίας του 1970, η Ελλάδα παρέμεινε στην ΕΟΚ και στο ΝΑΤΟ, διαπραγματεύτηκε για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων και σύντομα ταυτίστηκε πλήρως με την ευρωπαϊκή της ιδιότητα.

Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου (1989 - 91) συνοδεύτηκε από νέες αντιπαραθέσεις και αμερικανικές παρεμβάσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στον πόλεμο του Κόλπου. Επίσης, η διεθνής τρομοκρατία αντικατέστησε την απειλή του κομμουνισμού στο αμερικανικό στρατηγικό λεξιλόγιο.

Μετά τα τρομοκρατικά πλήγματα στους Δίδυμους Πύργους και στο Πεντάγωνο (γνωστά ως 9/11) η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους (υιού) διάλεξε τον μοναχικό δρόμο της εμπλοκής σε Αφγανιστάν, Ιράκ και Πακιστάν. Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Τουρκία διαταράχθηκαν σοβαρά λόγω της μη παροχής διευκολύνσεων από την τελευταία κατά τη διάρκεια της εισβολής στο Ιράκ. Η Ελλάδα, παρά την αρνητική στάση της κοινής μας γνώμης, εκπλήρωσε όλες τις απαραίτητες συμμαχικές υποχρεώσεις της. Το γκρίζο σύννεφο που σκίαζε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις μετά το 2004 αφορούσε την απόλυτη ταύτιση της πολιτικής Μπους με τις μαξιμαλιστικές επιδιώξεις των Σκοπίων.

Με βάση τις προεκλογικές της υποσχέσεις, η κυβέρνηση Ομπάμα μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση και με τους δύο εταίρους της ταυτοχρόνως. Το μήνυμα για μας και για τους Τούρκους είναι ότι δεν χρειαζόμαστε πλέον «προστάτες». Μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα από μόνοι μας.

Ο καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής είναι αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

(Από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15/03/2009)