Με ένα ξερό «όχι» απάντησαν, χθες, οι Ευρωπαίοι στην έκκληση Ομπάμα για υιοθέτηση επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών από τις κυβερνήσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, υποστήριξε ότι «τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης των οικονομιών είναι ισχυρά, απαιτητικά και σημαντικά σε όρους μεγέθους και ποιότητας». Για τον λόγο αυτό ξεκαθάρισε ότι «δεν τίθεται θέμα, μετά την πίεση των ΗΠΑ, να τα αυξήσουμε».
Με ένα ξερό «όχι» απάντησαν, χθες, οι Ευρωπαίοι στην έκκληση Ομπάμα για υιοθέτηση επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών από τις κυβερνήσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, υποστήριξε ότι «τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης των οικονομιών είναι ισχυρά, απαιτητικά και σημαντικά σε όρους μεγέθους και ποιότητας». Για τον λόγο αυτό ξεκαθάρισε ότι «δεν τίθεται θέμα, μετά την πίεση των ΗΠΑ, να τα αυξήσουμε».

Μία ημέρα νωρίτερα, ο Αμερικανός πρόεδρος, με επιστολή του προς τους ηγέτες των G-20 (που θα συναντηθούν σε μία εβδομάδα για να αναζητήσουν διέξοδο από την παγκόσμια κρίση), ζήτησε αύξηση των δημοσίων δαπανών και της βοήθειας των πλουσιοτέρων προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Κι ? Μουν, ο οποίος σε συνέντευξή του που δημοσιεύουν σήμερα οι FT, καλεί τους ηγέτες των G-20 να στηρίξουν πακέτο βοήθειας 1 τρισ. δολ. προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Προτάσεις από ΟΗΕ

Ο κ. Μπαν προτείνει να δοθεί βοήθεια ύψους 500 δισ. δολ. μέσω του ΔΝΤ και γι’ αυτό υποστήριξε την πρόταση αύξησης των κεφαλαίων του Διεθνούς Οργανισμού. Παράλληλα εισηγείται η Παγκόσμια Τράπεζα σε συνεργασία με περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες να διαθέσουν 250 δισ. δολ. υπό μορφή πολυετών δανείων. Τέλος, ζητά από τους ηγέτες των πλουσιότερων κρατών, που το 2005 είχαν δεσμευτεί να διαθέτουν 100 δισ. δολ. ετησίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και μάλιστα να αυξήσουν το ποσό αυτό στα 125 δισ. δολ. φέτος και το 2010.

Με τη λογική αυτή, όμως, διαφωνούν οι Ευρωπαίοι. Ο μέχρι πρόσφατα πρωθυπουργός της προεδρεύουσας της ΕΕ, Τσεχίας, Μίρεκ Τοπολάνεκ, δήλωσε, μάλιστα, ότι η πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ είναι «δρόμος προς την κόλαση». Αργότερα, όμως, η τσεχική προεδρία ανασκεύασε τη δήλωση και υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός παρερμηνεύτηκε. «Όλα όσα έχουν αποφασιστεί είναι αρκετά, αρκεί να γίνουν πράξη», υποστήριξε και ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ, προσθέτοντας «δεν χρειαζόμαστε κανένα νέο πακέτο στήριξης».

Αισιοδοξία από ΗΠΑ

Τα τελευταία μακροοικονομικά στοιχεία δείχνουν, πάντως, να δικαιώνουν την Αμερικανική προσέγγιση. Τα «πακέτα» στήριξης της οικονομίας έχουν ήδη κάποια πρώτα αποτελέσματα, με τις νέες παραγγελίες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά (οικιακός εξοπλισμός, αυτοκίνητα κλπ) να καταγράφουν τον Φεβρουάριο τη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση από τον Δεκέμβριο 2007.

Οι παραγγελίες ενισχύθηκαν κατά 3,4%, αν και τα στοιχεία του Ιανουαρίου αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς το χειρότερο (-7,3% κι όχι -4,5% που αρχικά είχε ανακοινωθεί). Θετικά είναι τα στοιχεία και από την αγορά ακινήτων, με τις πωλήσεις νέων κατοικιών να ενισχύονται τον προηγούμενο μήνα κατά 4,7%, πιθανότατα λόγω της σημαντικής υποχώρησης των τιμών (-18,1% σε ετήσια βάση). Παρά την άνοδο, πάντως, οι πωλήσεις βρίσκονται στο δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί τα 45 τελευταία χρόνια.

Στην Ευρώπη, αντίθετα, τα στοιχεία είναι απολύτως απογοητευτικά: Στη Γερμανία, ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο μετά την ενοποίηση του 1990 (82,1 μονάδες). Στην Ιταλία ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης «βούτηξε» τον Μάρτιο στις 99,8 μονάδες, από 104 μονάδες τον Φεβρουάριο και ενώ οι αναλυτές προέβλεπαν υποχώρηση στις 103 μονάδες. Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο, όμως, ήταν η μεγάλη μείωση των λιανικών πωλήσεων στη Βρετανία, καθώς ο σχετικός δείκτης σε έρευνα υποχώρησε από τις -24 μονάδες στις -44 μονάδες, ενώ οι αναλυτές εκτιμούσαν ότι θα διαμορφωθεί στις -35 μονάδες.

Ανησυχούν οι αγορές για τα ελλείμματα ΗΠΑ - Βρετανίας

Έντονες διακυμάνσεις παρουσίασαν, χθες, οι τιμές των μετοχών στη Wall. Στην αρχή της συνεδρίασης οι τιμές των μετοχών κατέγραφαν σημαντικά κέρδη, με τον Dow να ξεπερνά ακόμα και τις 7.850 μονάδες (για πρώτη φορά από τις αρχές Φεβρουαρίου) καταγράφοντας κέρδη 2,65%. Στη συνέχεια, υπήρξαν σημαντικές ρευστοποιήσεις, με τον Dow να υποχωρεί ακόμα και κατά 1,44%. Τελικά, όμως, το τελευταίο ημίωρο οι αγοραστές έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα ο δείκτης να κλείσει στις 7.749,81 μονάδες, με κέρδη 1,17%.

Με μικρές μεταβολές ολοκλήρωσαν, νωρίτερα, τη συνεδρίαση οι δείκτες στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Στο Λονδίνο, ο FTSE-100 υποχώρησε κατά 0,29%, στο Παρίσι ο CAC-40 ενισχύθηκε κατά 0,66% και στη Φραγκφούρτη ο DAX κατέγραψε κέρδη 0,86%.

Αφορμή για τις ρευστοποιήσεις στο μεγαλύτερο μέρος της χθεσινής συνεδρίασης στη Wall υπήρξε η νέα υποχώρηση των τιμών στα αμερικανικά ομόλογα.

Αν και η Fed ξεκίνησε από χθες την αγορά τίτλων του Δημοσίου (απέκτησε πολυετή ομόλογα αξίας 7,5 δισ. δολ.), το επιτόκιο στα 10ετή ομόλογα ενισχύθηκε για πέμπτη συνεχή ημέρα, φθάνοντας το 2,78%. Μικρό ενδιαφέρον έδειξαν οι επενδυτές στη δημοπρασία 5ετών ομολόγων, όπου το αμερικανικό δημόσιο επιθυμούσε να αντλήσει 24 δισ. δολ.

Αυτή την εβδομάδα η Ουάσιγκτον σχεδιάζει να αντλήσει 98 δισ. δολ. από την αγορά ομολόγων. Σε ακόμα χειρότερη θέση η Βρετανία, με το Δημόσιο να αποτυγχάνει χθες να αντλήσει 1,75 δισ. λίρες σε δημοπρασία 40ετών ομολόγων.

Πρόκειται για την πρώτη δημοπρασία που αποτυγχάνει την τελευταία 7ετία, γεγονός που οι αναλυτές αποδίδουν στο εξαιρετικά υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα του Λονδίνου. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 2010 το έλλειμμα θα φτάσει το 11% του ΑΕΠ.

(Από την εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 26/03/2009)