Τι Υπαγορεύει ο Κοινός Νους

Ο μέσος εχέφρων πολίτης έχει άριστα αντιληφθεί ποιο είναι σήμερα το ζέον πρόβλημα σε σχέση με τις διαδηλώσεις. Ότι, δηλαδή, δρουν στοιχεία αντικοινωνικά τα οποία με στόχο την λεηλασία (ή και απλή καταστροφή) περιουσιών, προσχηματικά μετέχουν διαδηλώσεων –ή και τις οργανώνουν– με μοναδική (όμως) επιδίωξη το πλιάτσικο ή την καταστροφή.
Του Γ. Κ. Στεφανάκη
Τρι, 7 Απριλίου 2009 - 08:16
Ο μέσος εχέφρων πολίτης έχει άριστα αντιληφθεί ποιο είναι σήμερα το ζέον πρόβλημα σε σχέση με τις διαδηλώσεις. Ότι, δηλαδή, δρουν στοιχεία αντικοινωνικά τα οποία με στόχο την λεηλασία (ή και απλή καταστροφή) περιουσιών, προσχηματικά μετέχουν διαδηλώσεων –ή και τις οργανώνουν– με μοναδική (όμως) επιδίωξη το πλιάτσικο ή την καταστροφή.  Για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της δράσης τους οι αυτουργοί των πράξεων αυτών καλύπτουν το πρόσωπό τους με «κουκούλα». Αυτό είναι το ζήτημα των «κουκουλοφόρων» που επικεντρώνεται – βέβαια – στην συγκάλυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου των δραστών, ώστε να δυσχεραίνεται η επισήμανσή τους.

Το πιο πάνω σχήμα, αν και πασίδηλο (πάντως) στον τόπο μας, δεν φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την Κυβέρνηση.  Έτσι μόνον είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά τα εξαγγελθέντα από τον υπουργό της Δικαιοσύνης μέτρα «προς αντιμετώπιση των κουκουλοφόρων», «Εστία» 18ης Μαρτίου. Δεν ποινικοποιείται η κουκουλοφορία. Η χρήση της υποβαθμίζεται σε απλή επιβαρυντική περίσταση (!).  Δηλαδή η διάπραξη εγκλήματος, κατά προσώπων και πραγμάτων, τιμωρείται αυστηρότερα εφ’ όσον επιχειρείται από πρόσωπα κουκουλωμένα.  

Εάν έχουν αποδοθεί σωστά οι δηλώσεις του Υπουργού οι απανταχού του Κράτους κουκουλοφόροι θα πνίξουν την Κυβέρνηση σ’ ευχαριστήρια μηνύματα (!).  Και ο λόγος προφανής:  α) Η κουκούλα καθ’ εαυτήν όχι απλώς δεν απαγορεύεται  αλλά – τουναντίον –νομιμοποιείται. Η χρήση της αποκτά ποινικό ενδιαφέρον (μόνον) εάν ο φορέας της καταδικασθεί για εγκληματική βλάβη κατά προσώπων ή πραγμάτων (!). β) Η ταυτοποίηση του κουκουλοφόρου, μεταξύ πολλών άλλων, στα πλαίσια διαδήλωσης, και σε σχέση προς τέλεση αδικήματος αναφορικά προς ορισμένο πρόσωπο ή αντιστοίχως αντικείμενο, καθίσταται αδύνατη. Και είναι το ζήτημα φανερό, ως δίδαγμα της κοινής πείρας.  Ουδείς μάρτυς θα βρεθεί ώστε να καταθέσει στοιχεία αναδεικνύοντα την κρίσιμη επισήμανση. Μάλιστα δε και κατά τρόπο κατηγορηματικό και σαφή ώστε στον δικαστή να παραχθεί η πλήρης πεποίθηση ευθύνης (του υποκατηγορία προσώπου) που προϋποτίθεται για την καταδίκη.  

Άρα τα εξαγγελθέντα μέτρα –de facto– παγιώνουν την ατιμωρησία της δράσης των κουκουλοφόρων.

Είναι, εν τούτοις, το ζήτημα απλό.  Αρκεί μία ολιγόλογη διάταξη της μορφής ότι: «… Απαγορεύεται σε υπαίθρια συνάθροιση κοινού η συμμετοχή προσώπων τα οποία καθ’οιονδήποτε τρόπο, αποκρύπτουν τα χαρακτηριστικά τους, ώστε να δυσχεραίνεται η διάγνωση της ταυτότητας τους»… Η προβλεπόμενη ποινή δεν επιβάλλεται να είναι βαριά. Και η μηνιαία φυλάκιση αρκεί. Ανυπερθέτως, όμως, απαιτείται η –κατ’ αρχήν μικρή ποινή– να μη μετατρέπεται σε χρηματική. Να μην αναστέλλεται. Να μην υπόκειται, η απόφαση, σε ανασταλτικό αποτέλεσμα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο. Ακόμη, δικονομικά, επιβάλλεται υποχρεωτικώς ν’ ακολουθείται η αυτόφωρη  διαδικασία. Κοντολογίς: Ο κοινωνικός φρονηματισμός επιβάλλει άμεση εισαγωγή προς εκδίκαση και αυθωρεί εκτέλεση των ποινών που –τυχόν– θα καταγνωσθούν. Σ’ ελάχιστες ημέρες από την βιαιοπραγία η ποινή να εκτελείται. Να γίνει απ’ όλους αμέσως αντιληπτή η αποφασιστικότητα του Κράτους στην περιφρούρηση της κοινωνικής γαλήνης. Και η αποφασιστικότητα αυτή θα είναι ευχερέστερα αντιληπτή από τους εξεγερμένους νέους εάν είναι (και) επιεικής. Αυτό εν όψει τις βαριάς ευθύνης του Κράτους έναντι των νέων. Εχω και άλλοτε από της αυτής στήλης επισημάνει: Το άφρον Κράτος μας, υπό την συνθηματολογική καθοδήγηση αναξίων πολιτικών, επί έτη έθαλπε προς τους νέους το απραγματοποίητο όνειρο της επιστημονικής σταδιοδρομίας. Αποτέλεσμα: Ιδρύσαμε πολύ περισσότερα πανεπιστήμια απ’ όσα χρειάζονται. Αναδείξαμε πάρα πολλούς καθηγητές όχι καλούς. Ουδέποτε οι πολλοί είναι καλοί. Αντιστοίχως και πτυχιούχους πολλούς –εν πολλοίς– ακατάρτιστους. Κυρίως έχουμε αναδείξει πολυπληθές επιστημονικό προλεταριάτο που είναι αδύνατο ν’ απορροφηθεί «κατά προορισμόν», στην αγορά εργασίας. Ετσι έχουμε Θεολόγους χειρώνακτες. Δικηγόρους οδηγούς ταξί. Γιατρούς πλανόδιους πωλητές φαρμάκων κ.ο.κ. Αρα και αντίστοιχη αγανάκτηση και εξέγερση νέων απογοητευμένων (!). Και της επιδειχθείσας –από ετών πολλών– εγκληματικής πολιτικής είναι χαρακτηριστικό το εξής: Ο οξυνούστατος και πραγματιστής Ελευθέριος Βενιζέλος –μάλιστα και με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου– κατά την περίοδο 1928-32 συστηματικά απέτρεπε τους νέους από ανώτατες σπουδές και αντιστοίχως τους κατηύθυνε σε σπουδές μέσες και τεχνικές άμεσης επαγγελματικής προκοπής.

Η σκιαγραφηθείσα, λοιπόν, βαρύτατη ευθύνη του Κράτους μας επιβάλλει ταυτόχρονα: Συμπεριφορά σταθερή και επιεική. Επί πλέον –ασφαλώς– και άμεσα μέτρα απασχόλησης των πεινασμένων πτυχιούχων. Κυρίως δε διακοπή παραγωγής δυστυχίας με πανεπιστημιακό δίπλωμα (!).

Η διαληφθείσα στοιχειοθέτηση του νέου εγκλήματος της «κουκουλοφορίας» συμπορεύεται απολύτως (και) προς το άρθρ. 11 § 1 του Συντάγματος μας που καθιερώνει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι κατά το πρότυπο, μάλιστα, του Βελγικού καταστατικού χάρτη.  Το δικαίωμα αυτό ασκείται «… ησύχως …». Δηλαδή χωρίς βιαιοπραγίες, κατά συνεκδοχή, και κουκούλες που τις διευκολύνουν. Και τονιστέο ακόμη –καθ’ υποφοράν– ότι οιαδήποτε αντιλογία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, ή ατομικής ελευθερίας, οιουδήποτε επιθυμεί να καλύπτει την μορφή του αποτελεί –απλώς– ανοησία. Αν μη τι άλλο προς τον οιοδήποτε ιδιόρρυθμο – που κυκλοφορεί (για οιοδήποτε λόγο) με το πρόσωπό του καλυμμένο, μάλιστα δε και σε διαδηλώσεις (!), αντιπαρατίθεται το έκδηλο συμφέρον της κοινωνίας προς αποτροπήν καταστροφών κατά των μελών της.  

Ασφαλώς δε το συμφέρον των πολλών υπερισχύει εκείνου του ενός. Τόσο περισσότερο που –ο ένας αυτός– είτε θα έχει ροπή προς το έγκλημα είτε θα στερείται ισορροπίας.

Είναι εξαιρετικά θλιβερό, συμβαίνει όμως. Η μεγάλη φιλελεύθερη παράταξη που μόλις προς πενταετίας είχε εμπνεύσει το δυναμικότερο τμήμα του λαού μας, για εξυγίανση και ανόρθωση του δημόσιο βίου, έχει πλέον περιέλθει σε τέτοια αποτελμάτωση, ώστε ν’ αδυνατεί να αντιληφθεί ό,τι υπαγορεύει ο κοινός νους.

(Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 01/04/2009)