Ξημερώματα 26ης Απριλίου 1986. Δύο εκρήξεις σημειώνονται στον αντιδραστήρα Νο 4 του πυρηνικού σταθμού του Τσερνόμπιλ. Η τραγωδία θα βυθίσει την Ευρώπη, τον κόσμο ολόκληρο, σε έναν «πυρηνικό χειμώνα», θα μετατρέψει την πυρηνική ενέργεια σε ταμπού. Όμως 23 χρόνια αργότερα, κλιματική αλλαγή και ενεργειακή (αν)ασφάλεια κάνουν την εικόνα να αλλάζει.
Ξημερώματα 26ης Απριλίου 1986. Δύο εκρήξεις σημειώνονται στον αντιδραστήρα Νο 4 του πυρηνικού σταθμού του Τσερνόμπιλ. Η τραγωδία θα βυθίσει την Ευρώπη, τον κόσμο ολόκληρο, σε έναν «πυρηνικό χειμώνα», θα μετατρέψει την πυρηνική ενέργεια σε ταμπού. Όμως 23 χρόνια αργότερα, κλιματική αλλαγή και ενεργειακή (αν)ασφάλεια κάνουν την εικόνα να αλλάζει.

«Πυρηνική ενέργεια: η μεγάλη επιστροφή». Αυτός ήταν ο τίτλος του τετρασέλιδου αφιερώματος της «Μonde» στο θέμα. Η Γαλλία, βέβαια, ουδέποτε εγκατέλειψε τον δρόμο της πυρηνικής ενέργειας και ο σημερινός της πρόεδρος έχει φτάσει να χαρακτηρίζεται από τη γαλλική Greenpeace «πλασιέ» της- εξαιτίας της δυναμικότητας με την οποία προωθεί την πώληση της γαλλικής τεχνογνωσίας στο εξωτερικό. Η Ευρώπη, ωστόσο, δείχνει πράγματι να βγαίνει από τον «πυρηνικό χειμώνα». «Η πυρηνική ενέργεια αποτελεί σημαντική συνιστώσα της μάχης μας εναντίον της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μας ασφάλειας» δηλώνει ανοιχτά ο Αντρίς Πιέμπαλγκς, ο Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για θέματα Ενέργειας.

Τέσσερις λόγοι- κλειδιά

Αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, γεωπολιτική ανάγκη διασφάλισης ενός ενεργειακού εφοδιασμού ασφαλέστερου από τους υδρογονάνθρακες- αυτοί είναι, επισημαίνουν οι ειδικοί, οι τέσσερις λόγοι- κλειδιά που βγάζουν το άτομο από τη δυσμένεια.

Στη διευρυμένη Ε.Ε., οι χώρες που ήδη διαθέτουν ή θέλουν να αποκτήσουν πυρηνικούς αντιδραστήρες αποτελούν πλέον την πλειοψηφία. Στη Γερμανία, η Χριστιανοδημοκράτισσα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει αφήσει να εννοηθεί πως, εάν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου τής επιτρέψουν να συγκροτήσει κυβέρνηση πλειοψηφίας με τους Φιλελεύθερους, θα ήθελε να επανέλθει στην απόφαση που ελήφθη το 2000, επί Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων, να κλείσουν οι 17 αντιδραστήρες που θα λειτουργούν μέχρι το 2020.

Στην Ιταλία, ο Μπερλουσκόνι υπέγραψε με τον Σαρκοζί συμφωνία- πλαίσιο για την κατασκευή τουλάχιστον οκτώ πυρηνικών σταθμών στη χώρα μέχρι το 2030- παρ΄ ότι επισήμως η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας παραμένει μετά το δημοψήφισμα του 1987 απαγορευμένη. Στη Βρετανία, τη χώρα που διαθέτει το παλαιότερο συγκρότημα πυρηνικών εγκαταστάσεων της Δυτικής Ευρώπης, προεπιλέγησαν την περασμένη εβδομάδα 11 τοποθεσίες για την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών.

Στη Σουηδία, που έκλεισε έναν πυρηνικό σταθμό το 2005 με στόχο το κλείσιμο και των υπόλοιπων τριών έως το 2010, η κεντροδεξιά κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο την πρόθεσή της να αντικαταστήσει τους παλιούς σταθμούς με νέους- παρ΄ ότι, σύμφωνα με το σχέδιο ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η πυρηνική ενέργεια θα μπορούσε να καταργηθεί έως το 2020. Και στην Ισπανία, όπου η σοσιαλιστική κυβέρνηση Θαπατέρο υπόσχεται τη σταδιακή εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας έως το 2028, οπότε και λήγει «η διάρκεια ζωής» του τελευταίου από τους οκτώ αντιδραστήρες της χώρας, ο πρώην πρωθυπουργός Φελίπε Γκονθάλεθ τάχθηκε πέρυσι υπέρ της επανεξέτασης του μορατόριουμ που επέβαλε ο ίδιος στην κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών, δηλώνοντας: «Αφού πρέπει να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα και να το πει, το κάνω εγώ».

Οι φόβοι παραμένουν

Τίποτε από όλα αυτά δεν σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες αντιμετωπίζουν πλέον θετικά την πυρηνική ενέργεια- οι δημοσκοπήσεις μαρτυρούν μάλλον το αντίθετο. Οι φόβοι παραμένουν, τα επιχειρήματα των οικολογικών οργανώσεων ακούγονται πάντα πειστικά. Αυτούς ακριβώς τους φόβους επιχειρεί να κατευνάσει η Κομισιόν προωθώντας επί του παρόντος μία οδηγία που θα προσδώσει νομική ισχύ στους κανόνες ασφαλείας τους οποίους θεσπίζει για τις πυρηνικές εγκαταστάσεις η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας- αποκτώντας έτσι το δικαίωμα να προσαγάγει ενώπιον της ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης τις χώρες που δεν σέβονται τα (αυστηρά) διεθνή πρότυπα.
Σοβαρές ενστάσεις από τους οικολόγους

ΠΑΡΑ το γεγονός ότι η πυρηνική ενέργεια κερδίζει όλο και μεγαλύτερο έδαφος ως λύση για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, έχοντας την υποστήριξη ακόμη και του συνιδρυτή της Greenpeace Πάτρικ Μουρ, πολλές οικολογικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις καταθέτουν σοβαρές ενστάσεις. Όπως σημειώνουν, τα ατυχήματα στο Τσερνόμπιλ το 1986 και στην Τοκαϊμούρα της Ιαπωνίας το 1999 δείχνουν ότι η πυρηνική ενέργεια είναι ένας μόνιμος εν δυνάμει κίνδυνος. Επιπλέον, η παραγωγή τοξικών αποβλήτων και το ακανθώδες ζήτημα της ασφαλούς αποθήκευσης και επεξεργασίας τους συνηγορούν στο γεγονός ότι η πυρηνική ενέργεια ήρθε για να λύσει ένα πρόβλημα, προκαλώντας παράλληλα ένα άλλο: σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, απαιτούνται τουλάχιστον χίλια χρόνια πριν τα επίπεδα της ραδιενέργειας των πυρηνικών αποβλήτων πέσουν στα επίπεδα του φυσικού ουρανίου.

Η οργάνωση WWF αμφισβητεί σε έκθεσή της το επιχείρημα ότι η πυρηνική ενέργεια είναι φθηνή. Η παραγωγή μίας κιλοβατώρας ηλεκτρισμού από πυρηνική ενέργεια- σημειώνει- κοστίζει 0,15 ευρώ, όταν το αντίστοιχο κόστος για την αιολική ενέργεια είναι 0,08 ευρώ και για τη γεωθερμική (η ενέργεια που προέρχεται από ατμούς και θερμό νερό του υπεδάφους) το κόστος είναι 0,01 ευρώ. Η περιβαλλοντική οργάνωση επισημαίνει παράλληλα το τεράστιο κόστος κατασκευής και λειτουργίας πυρηνικών μονάδων, καταθέτοντας το παράδειγμα του πυρηνικού σταθμού στο Μπελέν της Βουλγαρίας, όπου ο αρχικός προϋπολογισμός των 4 δισ. ευρώ ξεπέρασε τελικά τα 7 δισ. Αντιστοίχως στη Βρετανία, οι αρχικές προβλέψεις τής βρετανικής κυβέρνησης που υπολόγιζε το κόστος για κάθε μονάδα στα 3 δισ. ευρώ, ανεβαίνει στα 6 δισ. από τη γερμανική εταιρεία ενέργειας ΕΟΝ.

Ένα τελευταίο επιχείρημα αφορά τις θέσεις εργασίας που μειώνονται λόγω της χρήσης πυρηνικής ενέργειας - μια σημαντική παράμετρος που πρέπει να συνυπολογισθεί σύμφωνα με τη WWF ιδιαίτερα σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Σχετική μελέτη αναφέρει ότι για κάθε παραγόμενη κιλοβατώρα, η πυρηνική ενέργεια προσφέρει μόλις 75 θέσεις εργασίας έναντι 900- 2.400 της αιολικής και τουλάχιστον 29.500 των φωτοβολταϊκών συστημάτων.

Το δυστύχημα δεν αποτελεί παρελθόν

ΗΤΑΝ 25 Απριλίου του 1986 όταν μια ομάδα εργαζομένων στον πυρηνικό σταθμό «Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν» άρχισε ένα πρόγραμμα ελέγχου των συστημάτων ασφαλείας στον πυρηνικό αντιδραστήρα 4. Στις 01.26 τα ξημερώματα της επομένης, δύο εκρήξεις τίναξαν στον αέρα το ατσάλινο κάλυμμα του αντιδραστήρα. Η καταστροφή θα γινόταν γνωστή δύο ολόκληρα 24ωρα αργότερα όταν οι σουηδικοί σταθμοί παρατήρησης θα κατέγραφαν υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας. Το Κρεμλίνο επιχείρησε αρχικά να συγκαλύψει το γεγονός, για να παραδεχθεί στη συνέχεια ότι σημειώθηκε ένα «μικρό ατύχημα». Όπως αποδείχθηκε, το δυστύχημα εκείνο ήταν τελικά το μεγαλύτερο στην ιστορία της πυρηνικής ενέργειας. Στην Ελλάδα, επηρεάστηκαν κυρίως η Μακεδονία, η Θράκη και η Θεσσαλία. Περίπου 150 περιπτώσεις καρκίνου αποδόθηκαν σε πιθανές επιπτώσεις του Τσερνόμπιλ.

Μολονότι συμπληρώνονται 23 χρόνια από τότε, φαίνεται ότι το δυστύχημα δεν αποτελεί παρελθόν. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε σε επιθεώρηση της Βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας, η ραδιενέργεια που διέρρευσε τότε εξακολουθεί να έχει επιπτώσεις στον άνθρωπο και το περιβάλλον. Μέχρι το 2005 είχαν καταγραφεί 4.000 κρούσματα καρκίνου του θυρεοειδούς στην Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία σε άτομα που ήταν κάτω των 18 ετών την εποχή του ατυχήματος. Σε ανάλογες εκτιμήσεις καταλήγει και η έκθεση «Τhe Νuclear Εndgame» των Ευρωπαίων Πρασίνων, στην οποία αναφέρεται ότι σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ιταλίας, της Σουηδίας, της Φινλανδίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας έχουν υψηλά επίπεδα μόλυνσης από το ραδιενεργό καίσιο 137. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι «οι περιορισμοί σε ορισμένες τροφές από ορισμένα κράτη- μέλη θα πρέπει να συνεχιστούν να εφαρμόζονται για αρκετά χρόνια ακόμη».

(Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 24/04/2009)