Περίπου το ήμισυ των χρημάτων της βορειοαφρικανικής χώρας κατάφερε να συγκεντρώσει η Ελλάδα το 2002 σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ
Του Δ. Γ. Παπαδοκωστόπουλου
Η Ελλάδα σίγουρα δεν είναι Λιβύη, αλλά το 2002 προσέλκυσε λιγότερα ξένα κεφάλαια, από όσα προσέλκυσε λιγότερα ξένα κεφάλαια, από όσα προσέλκυσε η Λιβύη, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Παγκόσμιας Εκθεσης Επενδύσεων του ΟΗΕ. Στην Ελλάδα εισήλθαν 50 εκ. δολάρια και στη Λιβύη 96 εκ. δολάρια. Μεταξύ των 25 χωρών της Ε.Ε. η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, όσον αφορά την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων, ενώ σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 30 χωρών (στο σύνολο των 150 χωρών που συγκρίνει ο ΟΗΕ) με τις χειρότερες επιδόσεις. Οι κακές επενδυτικές προοπτικές της Ελλάδας για το μέλλον ήταν ένα ακόμη στοιχείο που επισήμανε η έκθεση, υπογραμμίζοντας ότι οι 10 χώρες της διεύρυνσης απορροφούν σαν σφουγγάρια τις ξένες επενδύσεις. Θα μπορούσε κάποιος καλόπιστος παρατηρητής να αναρωτηθεί αν η Ελλάδα ενδιαφέρεται πραγματικά για ξένες επενδύσεις; Η λογικότερη απάντηση θα ήταν το ναι. Καθώς είναι μια χώρα όπως όλες οι άλλες δυτικές χώρες, που αναζητούν ξένα κεφάλαια για να στηρίξουν την ανάπτυξή τους. Όμως το πρόσφατο παράδειγμα της ΤVX στη Χαλκιδική (που ήταν η μεγαλύτερη ξένη επένδυση στην Ελλάδα μετά την ΠΕΣΙΝΕ), μάλλον διαψεύδει την εύκολη απάντηση του «ναι» και αφήνει να πλανώνται τα ερωτήματα! Τα ερωτήματα αυτά γίνονται ισχυρότερα αν σκεφθούμε ότι τα τελευταία 30 χρόνια καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα από διάφορες πλευρές, η έχθρα προς κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα, που αντιμετωπιζόταν εκ προοιμίου ως ύποπτη. Στις αρχές του καλοκαιριού η υπόθεση με το κλείσιμο της Palco, που μετέφερε τη δραστηριότητά της στη Βουλγαρία, ανέδειξε ένα ακόμη επιπλέον πρόβλημα. Αυτό της φυγής επιχειρηματικών μονάδων, από μια δυτική χώρα, που βασίζεται όμως ακόμα στα χαμηλά μεροκάματα αντί στην παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας. Το συγκεκριμένο πρόβλημα της φυγής κεφαλαίων σημειωνόταν και στην έκθεση του ΟΗΕ, ως φυσιολογική εξέλιξη. Συνοδευτόταν από την εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να στραφεί στην προσέλκυση επενδύσεων κεφαλαίων, μέσω της παροχής στους ξένους επενδυτές κάθε είδους σύγχρονων δικτύων. Το άσχημο κλίμα στο θέμα των ξένων επενδύσεων το αναγνωρίζει και η κυβέρνηση, αν και η δημοσιοποίηση των στοιχείων του ΟΗΕ, προχθές τη θορύβησε σφόδρα και την έκανε να αντιδράσει σπασμωδικά με δυσνόητη ανακοίνωση του Ελληνικού Κέντρου Επενδύσεων (ΕΛΚΕ). Όταν πριν ενάμιση χρόνο το ΕΛΚΕ δημοσίευσε δύο μελέτες για τα επενδυτικά αντικίνητρα στην Ελλάδα, σχεδόν πάραυτα ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Νίκος Χριστοδουλάκης απέλυσε τον πρόεδρό του κ. Κ. Μπακούρι. Έτσι και τότε όπως και τώρα η κριτική, αντιμετωπίσθηκε από την κυβέρνηση ως εχθρική κίνηση. Βέβαια το αποτέλεσμα είναι να μην μαθαίνουμε ποτέ και το σημαντικότερο να επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας. Ειδικά στο σκέλος των ξένων επενδύσεων τούτο είναι ολοφάνερο καθώς τα αντικίνητρα για τους ξένους επενδυτές, που σημείωσε πριν 18 και πλέον μήνες το ΕΛΚΕ, συνεχίζουν να υπάρχουν. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΗΕ τα πράγματα για την Ελλάδα στο σκέλος των ξένων επενδύσεων ήταν καλύτερα τα προηγούμενα χρόνια. Το 2001 καταγράφηκαν εισροές 1,5 δις. δολάρια, το 2000 περίπου 1 δις. δολάρια το 1999 ήταν 571 εκ. δολάρια και 85 το 1998. Τις μεγαλύτερες εισροές ξένων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις κατέγραψε εντός της Ε.Ε. το 2002, το Λουξεμβούργο. Ανήλθαν στα 125,6 δις. δολάρια σε σύνολο εισροών στην Ευρώπη ύψους 374,3 δις. δολαρίων. Ακολουθεί η Γαλλία με 51,5 δις. δολάρια, η Γερμανία με 38 δις. δολάρια, η Ολλανδία με 29,1 δις. δολάρια, η Μεγάλη Βρετανία με 24,9 δις. δολάρια. Η Ιρλανδία που αποτελεί και πρότυπο προς αποφυγή (σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη) απορρόφησε το 2002 για ξένες επενδύσεις 19,03 δις. δολάρια. Η επιτυχία της Ιρλανδίας στην προσέλκυση των επενδύσεων αποδίδεται στο σταθερό φορολογικό της σύστημα, ένα ελάχιστο ίχνος του οποίου επιδίωξε να υιοθετήσει τελευταία και ο κ. Χριστοδουλάκης, εισάγοντας και στην Ελλάδα το 10ετές σταθερό φορολογικό καθεστώς. Στην Ιρλανδία οι υποψήφιοι επενδυτές γνωρίζουν το φορολογικό καθεστώς της επόμενης εικοσαετίας και προγραμματίζουν με άνεση τα μεσομακροχρόνια σχέδιά τους. Κάτι που δεν γίνεται στην Ελλάδα όπου οι αλλαγές στα φορολογικά είναι συνεχείς. (Από την εφημερίδα Καθημερινή 07/09/03)