Του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη
Η υπογραφή συμφωνίας-πλαισίου για την τελωνειακή σύνδεση Τουρκίας – ψευδοκράτους δεν προκάλεσε την αίσθηση που κανονικά της αναλογεί κυρίως λόγω της θερινής ραστώνης που απομακρύνει το ενδιαφέρον από τα δύσκολα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Η νέα κίνηση της Αγκυρας και του κατοχικού καθεστώτος στη σκακιέρα του Κυπριακού αποτελεί το πρώτο βήμα για την οικονομική προσάρτηση των Κατεχομένων. Πρόκειται δηλαδή για έναν νέο Αττίλα, οικονομικό αυτή τη φορά. Σηματοδοτεί επίσης την πλήρη στήριξη του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου προς τον κατοχικό ηγέτη Ντενκτάς, τον απόλυτο έλεγχο της πολιτικής από τη στρατιωτική ηγεσία στην Αγκυρα και την έλλειψη πραγματικής πολιτικής βούλησης για προσαρμογή στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές. Ωστόσο οι παλινωδίες που προηγήθηκαν ανέδειξαν τις έντονες διεργασίες που συντελούνται στο σύνθετο και πολυεπίπεδο τουρκικό κατεστημένο. Και το παρασκήνιο που σημειώθηκε δείχνει την υπόγεια κρίση που σοβεί ανάμεσα στο τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο και στην υπεύθυνη κυβέρνηση της χώρας. Με τυμπανοκρουσίες είχε αναγγελθεί η υπογραφή (αρχές Αυγούστου) της συμφωνίας τελωνειακής ενώσεως της Τουρκίας με το κατοχικό καθεστώς του Ραούφ Ντενκτάς. Ακριβώς όμως την παραμονή ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβερνήσεως που επρόκειτο να υπογράψει τη συμφωνία, προ της αναχωρήσεώς του για τα Κατεχόμενα δήλωνε ότι υπάρχουν ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες που πρέπει να ρυθμιστούν, γι' αυτό η συμφωνία θα υπογραφεί εις εύθετον χρόνο. Είχαν προηγηθεί διαβήματα της κυπριακής κυβερνήσεως την ΕΕ και τον ΟΗΕ, και εύλογα δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η τουρκική κυβέρνηση υπαναχώρησε διότι έλαβε σοβαρά υπόψη της το κόστος που θα είχε για τις ευρωτουρκικές σχέσεις μια τέτοια κίνηση. Παρά ταύτα, ακριβώς την επομένη η συμφωνία υπεγράφη. Τι μεσολάβησε σε αυτό το εικοσιτετράωρο; Όπως όλα δείχνουν μεσολάβησε η παρέμβαση του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου που επιδεικνύει εντυπωσιακή στήριξη στις αδιάλλακτες θέσεις του κατοχικού ηγέτη και στην ανάγκη διατήρησης των τετελεσμένων του Αττίλα, περιφρονώντας, κατά τρόπο προκλητικό, τις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές. Άλλωστε τα ίδια δεν συνέβησαν με το σχέδιο του Κόφι Αναν; Τότε τις κρίσιμες εκείνες ώρες η τουρκική κυβέρνηση συντάχθηκε με τις επιλογές του λεγόμενου «βαθέος κράτους» το οποίο στηρίζει ανεπιφύλακτα τον τουρκοκύπριο εκπρόσωπο Ραούφ Ντενκτάς. Δεν πρέπει ακόμη να υποτιμηθεί το γεγονός ότι τη στιγμή που η τουρκική πολιτική ηγεσία συζητούσε με την Αθήνα παρατηρήθηκε αυξημένη –σε αριθμό αλλά και σε προκλητικότητα- δραστηριότητα παραβάσεων-παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου από τα οπλισμένα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη. Με αυτά τα πραγματικά δεδομένα είναι απορίας άξιον πώς το πανίσχυρο τουρκικό κατεστημένο (στρατιωτικό και διπλωματικό) αποδέχθηκε τη νομοθετική μεταρρύθμιση η οποία προβλέπει την αποδυνάμωση της ισχύος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο ο ρόλος των στρατιωτικών είναι καθοριστικός. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Σεζέρ ο οποίος διάκειται ευμενώς προς τους στρατιωτικούς και που πάμπολλες φορές ως τώρα έχει επιστρέψει για «ψύλλου πήδημα» νομοσχέδια στη Βουλή, ενέκρινε αμέσως το πακέτο αυτό των μεταρρυθμίσεων. Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί οι τούρκοι στρατηγοί αποδέχθηκαν χωρίς αντίδραση τη ψήφιση του νόμου που οδηγεί στη μείωση της ισχύος τους. Διότι, απλούστατα, πιστεύουν ότι στην Τουρκία σημασία δεν έχει τι ψηφίζεται αλλά τι εφαρμόζεται. Άλλωστε είναι ενδεικτικό ότι μόλις αναγγέλθηκαν τα «μειωτικά» του ρόλου των Ενόπλων Δυνάμεων μέτρα, το αρμόδιο στρατιωτικό συμβούλιο, απεστράτευσε 18 αξιωματικούς μόνο με την απλή υποψία ότι διάκεινται ευνοϊκά προς τους ισλαμιστές. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση του τούρκου υπουργού Αμυνας, ο οποίος εξέφρασε δημοσίως την πλήρη αντίθεση του ιδίου αλλά και του πρωθυπουργού για την απόφαση αυτή. Παρά ταύτα οι αποστρατείες ολοκληρώθηκαν αμέσως. Ακόμη προτού στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, το στρατιωτικό κατεστημένο διόρισε έναν στρατιωτικό στη θέση του γραμματέα του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, θέση που πρέπει να καταλαμβάνεται από πολίτη- και όχι στρατιωτικό-σύμφωνα με τη σχετική ρύθμιση του τελευταίου νόμου. Είναι λοιπόν προφανές ότι οι στρατηγοί δεν έχουν πει ακόμη την τελευταία λέξη τους. Έτσι λοιπόν εμφανίζεται η εικόνα της πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία. Η οποία όμως θα καταστεί ακόμη πιο περίπλοκη όταν ο Ερντογάν προχωρήσει, πιεζόμενος από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, σε απόδοση «πολιτιστικών» δικαιωμάτων στους Κούρδους της Τουρκίας. Το μεγάλο ερώτημα, τελικά, παραμένει: ποιος κυβερνάει στη γειτονική χώρα; Αυτό το οποίο εμφανίζεται, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε αναζήτηση ενός συμβιβασμού μεταξύ κεμαλιστών (στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο) και φιλοϊσλαμιστών (κυβερνών κόμμα). Είναι όμως βέβαιο ότι ο οποιοσδήποτε συμβιβασμός δεν θα συμπορεύεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και ενώ έτσι διαμορφώνεται η εικόνα στη γειτονική χώρα, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς πορεύεται η ελληνική πλευρά. Η Αθήνα υποδέχθηκε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά τη θριαμβευτική εκλογή του κόμματός του, ως τον μέγα αναθεωρητή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Κρεμάστηκε από κάποιες διαλλακτικότερες φραστικές διατυπώσεις περί το Κυπριακό και στήριξε σε αυτόν πολλές ελπίδες για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όλα όμως αυτά στην πορεία ανατράπηκαν. Ο τούρκος ηγέτης διέψευσε πολλές φορές ως σήμερα τις προσδοκίες τις οποίες γρήγορα και αβασάνιστα καλλιέργησε η ελληνική κυβέρνηση ως προς τις προθέσεις του. Ετσι, η ελληνική πλευρά που στηρίχθηκε σε πρόχειρες αναλύσεις και κατασκευασμένες εντυπώσεις, βρέθηκε για μία ακόμη φορά εκτεθειμένη. (Από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 15/08/03)