Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με δύο κρίσεις. Η παγκόσμια κρίση περιορίζει τη ζήτηση, αυξάνει την ανεργία και οδηγεί στην ύφεση, ενώ οι επιπτώσεις της εκδηλώνονται με χρονική υστέρηση σε σχέση με τις άλλες προηγμένες χώρες. Και αυτό διότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε τοξικά προϊόντα, ο κατασκευαστικός τομέας δεν αντιμετώπιζε «φούσκα» τιμών, σε ανάλογη έκταση με άλλες χώρες, και ο τουρισμός δεν έχει ακόμη υποστεί τις συνέπειες της παγκόσμιας αναταραχής.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με δύο κρίσεις. Η παγκόσμια κρίση περιορίζει τη ζήτηση, αυξάνει την ανεργία και οδηγεί στην ύφεση, ενώ οι επιπτώσεις της εκδηλώνονται με χρονική υστέρηση σε σχέση με τις άλλες προηγμένες χώρες. Και αυτό διότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε τοξικά προϊόντα, ο κατασκευαστικός τομέας δεν αντιμετώπιζε «φούσκα» τιμών, σε ανάλογη έκταση με άλλες χώρες, και ο τουρισμός δεν έχει ακόμη υποστεί τις συνέπειες της παγκόσμιας αναταραχής.

Η χώρα όμως στην ουσία αντιμετωπίζει μια εσωτερική κρίση, η οποία οφείλεται στα αδιέξοδα της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών: υψηλό έλλειμμα, αύξηση του χρέους και επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας. Χάρη στη συμμετοχή στην ευρωζώνη και στην ισχυρή παγκόσμια ανάπτυξη ζήσαμε μια πλαστή ευδαιμονία. Η Ελλάδα ήταν σε θέση να δανείζεται με ευνοϊκούς όρους, ενώ η διεθνής ζήτηση (εξαγωγές, τουρισμός) εξασφάλιζε, σε συνδυασμό με την επέκταση του εσωτερικού δανεισμού (καταναλωτική και στεγαστική πίστη), υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης κατέρρευσε. Η αποκάλυψη του πραγματικού μεγέθους του ελλείμματος έθεσε και τη σφραγίδα στην ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων πέντε ετών. Σήμερα η χώρα αντιμετωπίζει ως και τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Μια νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας ή αλυσιδωτές επιπτώσεις ενδεχόμενης κατάρρευσης άλλης χώρας της ευρωζώνης ή βαλκανικής χώρας με σημαντική ελληνική τραπεζική παρουσία, μπορούν να οδηγήσουν σε νέα εκτόξευση του κόστους δανεισμού ή ακόμη και σε αδυναμία κάλυψης των δανειακών αναγκών. Δηλαδή, σε πτώχευση. Στην περίπτωση αυτή βέβαια θα ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί διάσωσης της ευρωζώνης. Θα συνοδεύονται όμως από σκληρούς όρους.

Ακόμη κι αν το χείριστο αυτό σενάριο δεν επιβεβαιωθεί, το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους, όπως νομοτελειακά θα εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια, θα γονατίσει την οικονομία μας. Δεν είναι πολλοί αυτοί που συνειδητοποιούν ότι έχουμε οδηγηθεί σε ένα ιδιότυπο αδιέξοδο: από τη μια πλευρά προσβλέπουμε στην παγκόσμια ανάκαμψη για να βγούμε από την κρίση. Από την άλλη, μαζί με την παγκόσμια ανάκαμψη θα έρθουν και τα υψηλότερα επιτόκιαοπότε και αυξημένο βάρος για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Η οικονομική πολιτική της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια θα βαδίζει επομένως σε τεντωμένο σκοινί. Από τη μια πλευρά θα πρέπει να στηρίξει την οικονομία και τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες- με φορολογικά μέτρα, ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων και αυξήσεις κοινωνικών δαπανών. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να μειώσει το έλλειμμα και το χρέος, ώστε να προστατεύσει τη χώρα από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Μόνη διέξοδος είναι η υιοθέτηση ενός πειστικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.

(Ο κ. Ι. Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός Οικονομίας).

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ",22/05/2009)