H Στρατηγική Βαρύτητα της Ουκρανίας για την Ενεργειακή Ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Η Παράμετρος του Φυσικού Αερίου και το ζήτημα ιδιωτικοποίησης του ουκρανικού δικτύου μεταφοράς (17/9/2003)

Τετ, 17 Σεπτεμβρίου 2003 - 13:26
του Θεόδωρου Τσακίρη, Μ.Α. Διεθνούς Πολιτικής και Ενεργειακής Ασφαλείας, Παν.Georgetown
«Το δίκτυο μεταφοράς [φυσικού] αερίου είναι η δική μας στρατηγική υποδομή; είναι ένας απο τους παράγοντες που καθιστά δυνατόν για την Ουκρανία να επηρεάσει τις εξελίξεις τόσο στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο όσο και στον κόσμο γενικότερα». H παραπάνω δήλωση του ουκρανού πρωθυπουργού Anatoliy Kinakh καταδεικνύει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο η ενεργειακή πολιτική της χώρας του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας και συγκεκριμένα του ρόλου της ως μέσου διασφάλισης της πολιτικό-οικονομικής χειραφέτισης του Κιέβου απο την Ρωσική σφαίρα επιρροής. Από την τυπική ανεξαρτιτοποίηση της Ουκρανίας το 1991, κάτι που αποτέλεσε ίσως και το μεγαλύτερο γεωπολιτικό πλήγμα για τη Ρωσία απο την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, η Μόσχα επιχειρεί να ποδηγετήσει τις διπλωματικές και αμυντικές επιλογές του Κιέβου σε μια περίτεχνη προσπάθεια να το κρατήσει εντός της δικής της σφαίρας επιρροής, του περίφημου «Εγγούς Εξωτερικού». Πέραν από το γεγονός ότι 22% (18 περίπου εκατομμύρια) του ουκρανικού πληθυσμού είναι Ρωσικής εθνικότητας και πέραν του ότι ο ρωσικός στόλος της Κριμαίας έχει παραμείνει σύμφωνα με τις διμερείς συμφωνίες του 1997 υπό σχεδόν απόλυτο ρωσικό έλεγχο, το σημαντικότερο χαρτί της ρωσικής πολιτικής δεν είναι άλλο απο την πολιτική «κεφαλαιοποίηση» της ενεργειακής εξάρτησης της Ουκρανίας. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η «αγορά» του 32% του ουκρανικού στόλου από τη Ρωσία όπως και το 25ετές ενοίκιο των ρωσικών ναυτικών βάσεων στην Κριμαία καλύφθηκαν μέσω του τεράστιου εθνικού χρέους της Ουκρανίας από τη μη πληρωμή των εισαγωγών ρωσικού Φυσικού Αερίου. Αν και το χρέος αυτό μειώθηκε σημαντικά κυρίως μέσω ρωσικών αποσβέσεων, το 2002 και πάλι έφθανε τα 1,5 με 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι ενδεικτικό ότι η Ουκρανία καλύπτει σχεδόν το 80% των αναγκών της σε Φυσικό Αέριο μέσω ρωσικών εισαγωγών, ενώ η χρήση του φυσικού αερίου καλύπτει το 45% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας και το 40% των αναγκών παραγωγής ηλεκτρισμού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ουκρανία εξαρτά το 32% της ηλεκτρικής της παραγωγής και το 36% των συνολικών ενεγειακών της αναγκών –δηλαδή της οικονομικής της βιωσιμότητας- από τις ρωσικές εισαγωγές Φυσικού Αερίου. Αν και ο τρόπος πολιτικής χρησιμοποίησης αυτού του πασιφανούς οικονομικού πλεονεκτήματος υπήρξε πιο έμμεσος απ' ότι στην περίπτωση της Γεωργίας -όπου η Gazprom απλά έκοβε κατά περιόδους την παροχή αερίου προκαλώντας εκτεταμένες διακοπές στην ηλεκτροδότηση και τη θέρμανση της χώρας- το μέγεθος της επιρροής του στη διαμόρφωση του εξωτερικού προσανατολισμού της Ουκρανίας υπήρξε καταλυτικός όπως φάνηκε από την εξαγορά του στόλου της Κριμαίας (1997) και το ουσιαστικό πάγωμα των προοπτικών ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, παρά την επίσημη υποβολή της αίτησης ένταξης της χώρας το Μάιο του 2002. Ωστόσο στον τομέα του Φυσικού Αερίου, η Ρωσία δεν μπορεί να προβεί σε πολιτικές ωμού εκβιασμού καθώς και αυτή με τη σειρά της εξαρτάται ως ένα βαθμό από το σοβιετικής κατασκευής ουκρανικό δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου που απλώνεται σε μήκος 36.000 χιλιομέτρων (112 σταθμοί συμπίεσης και 13 υπόγειες αποθήκες) και από το οποίο διέρχεται το 90% των ρωσικών εξαγωγών αερίου προς την Ευρώπη (και το 70% του συνόλου των ρωσικών εξαγωγών αερίου). Σύμφωνα με την ουκρανική κυβέρνηση η συνολική transit δυνατότητα του δικτύου αγγίζει τα 170 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα Billion Cubic Meters/BCM (6 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια-Trillion Cubic Feet/TCF). To 2002 περίπου 4,3 TCF διήλθαν μέσω Ουκρανικού εδάφους προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 καλύπτοντας περίπου το 20% με 25% των συνολικών τους καταναλωτικών αναγκών και το 41% των συνολικών τους εισαγωγών σε φυσικό αέριο. Από την άλλη πλευρά η Ουκρανία δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα μπορούσε να εκβιάσει τη Ρωσία με τη διακοπή της μεταφοράς Φυσικού Αερίου ή την δολιοφθορά του δικτύου διανομής καθώς -με δεδομένη την προαναφερθείσα εξάρτηση της χώρας- κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πρωτοφανής πράξη αυτοχειρίας από την πλευρά και της πλέον εθνικιστικής ουκρανικής κυβέρνησης. Συν τοις άλλοις μια οποιαδήποτε ουκρανική παρεμπόδιση ή διακινδύνευση της ασφαλούς διέλευσης Ρωσικού Αερίου προς την Ευρώπη θα αποτελούσε μια εξίσου πρωτοφανή και άφρων πράξη οικονομικού πολέμου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση αντίστοιχης βαρύτητας με το πετρελαϊκό «εμπάργκο» του 1973. Η αποτροπή αυτής της έστω μικρής πιθανότητας ή έστω της οποιαδήποτε συνθήκης που θα υπόθαλπε την τροφοδοσία της Ε.Ε. με ρωσικό αέριο αποτελεί το σημαντικότερο στρατηγικό συμφέρον ζωτικής ασφαλείας που συνδέει τη Ρωσία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως τέτοιο απο αμφότερες τις πλευρές και από τις συχνά υπερτεχνοκρατικές και α-πολιτικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι η μοναδική ευρω-ρωσική πρωτοβουλία για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας του ουκρανικού δικτύου μεταφοράς δεν προήλθε απο την πλευρά της Επιτροπής αλλά από την οξυδερκή πολιτική συνειδητοποίηση της εν λόγω αναγκαιότητας από την πλευρά των κορυφαίων μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρωτίστως της Γερμανίας και της Γαλλίας. O Παρακαμπτήριος Αγωγός Yamal-Europe II
Η ανικανότητα της ουκρανικής κυβέρνησης να εγγυηθεί από μόνη της την ασφαλή μεταφορά του ρωσικού αερίου καταδεικνύεται από το γεγονός της παράνομης κλοπής (siphoning) 1 TCF το χρόνο από ουκρανικές εταιρείες και ιδιώτες -ιδίως κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών- που προκαλούν στην Gazprom ζημία ύψους 720 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο 23,25% του συνολικού εξαγώμενου όγκου προς την Ευρώπη! Για να δοθεί μια σαφέστερη εικόνα του μεγέθους της ζημιάς που επιτελείται η Ουκρανία «πληρώνεται» εν είδει διοδίων διέλευσης (transit fee) 1,1 TCF το χρόνο από το οποίο καλύπτει σχεδόν το 40% των ετήσιων αναγκών της σε εισαγωγές αερίου ενώ «δανείζεται» το υπόλοιπο 40% με το να υποβαθμίζει την ασφάλεια του συστήματος μεταφοράς. Παρά την επίσημη υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την κατασκευή ενός παρακαμπτηρίου αγωγού (Yamal-Europe II) δυναμικότητας 1.1 TCF/χρόνο που θα διέρχεται μέσω Λευκορωσίας-Πολωνίας και Σλοβακίας προς τη Γερμανία, η Επιτροπή έχει αποφύγει να συνταχθεί με τη ρωσική πρόταση (Οκτώβριος 2000), η οποία θα μπορούσε το μέγιστο να αυξήσει την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ε.Ε. και το ελάχιστον να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί για να υποχρεώσει τους Ουκρανούς να σταματήσουν την γιγαντιαία υποκλοπή στην οποία επιδίδονται σχεδόν από την επαύριο της σοβιετικής κατάρρευσης. Με δεδομένη τη μερικώς περιορισμένη αποτρεπτική αξιοπιστία του παρακαμπτηρίου αγωγού Yamal-Europe II, η ρωσική κυβέρνηση πρότεινε το Δεκέμβριο του 2001 τη «συγχώρεση» 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων του ουκρανικού χρέους με αντάλλαγμα το μερικό έλεγχο του ουκρανικού δικτύου αγωγών, ενώ επίσης προτάθηκε ότι τα υπόλοιπα 600 εκατομμύρια δολάρια του δημοσίου χρέους θα καταβάλλονταν στη Ρωσία μέσα σε διάστημα 12 ετών. Η απόφαση του Δ.Σ. της Gazprom να αναβάλλει την απόφαση κατασκευής του Yamal-Europe II το Φεβρουάριο του 2002 εκλήφθη ως μια περαιτέρω ένδειξη ότι η Ρωσία ήταν πρόθυμη να διαπραγματευθεί στη βάση της απόσβεσης μέρους του ουκρανικού χρέους με αντάλλαγμα τη μερική μετοχοποίηση της κρατικής εταιρείας που ελέγχει το δίκτυο μεταφοράς και διανομής αερίου (Naftohaz). Αυτή η κίνηση σε συνδυασμό με την έμμεση απειλή «αναθέρμανσης» του Yamal-Europe II σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων φαίνεται ότι οδήγησαν στην αρχική συμφωνία της 13ής Ιουνίου 2002. Η συγκεκριμένη κοινή δήλωση ενδιαφέροντος που υπογράφηκε στην Αγία Πετρούπολη απο του προέδρους Πούτιν και Κούτσμα συνοδεύθηκε σύντομα απο μια 10ετή συμφωνία εγγύησης των ρωσικών εξαγωγών προς την Ευρώπη μέσω Ουκρανίας. Συγκεκριμένα αναφερόταν ότι η Ρωσία ελάμβανε την ευθύνη να εξάγει μέσω του ουκρανικού δικτύου τουλάχιστον 3,9 TCF/χρόνο για την περίοδο 2003-2013, καταβάλλοντας ως τέλη διέλευσης που θα αντιστοιχούν στην πώληση 1 ΤCF/χρόνο. Απο αυτό το 1 TCF μόνο το 10% θα καταβαλλόταν εν είδει ρευστού, το υπόλοιπο 90% θα αποτελείτο απο πληρωμές σε είδος (barter), όπως γινόταν απο το 1991. Παράλληλα συμφωνήθηκε ότι για την αντίστοιχη περίοδο ισχύος του συμβολαίου, η Gazprom θα αναλάμβανε τη διαχείριση και λειτουργία των 13 υπόγειων αποθηκών φυσικού αερίου (underground storage facilities) που βρίσκονται ως επί το πλείστον στα δυτικά σύνορα της χώρας με τη Μολδαβία και τη Ρουμανία. Η Διακοίνωση της Πετρούπολης και το «Δίλημμα» Ιδιωτικοποίησης του Δικτύου Μεταφοράς Φυσικού Αερίου
Τίποτε το εξίσου σαφές δεν συμπεριελήφθη στο ρωσο-ουκρανικό πρωτόκολλο αναφορικά με την εικαζόμενη ιδιωτικοποίηση του ουκρανικού δικτύου αερίου. Η μόνη ουσιαστική είδηση ήταν ότι ως συμμέτοχος-συνεγγυητής του πρωτοκόλλου συνεργασίας θα ήταν η γερμανική κυβέρνηση μέσω της συμμετοχής της Ruhrgas σε μια διεθνή κοινοπραξία που θα αναλάμβανε τη διοίκηση και τον εκσυγχρονισμό του ουκρανικού δικτύου μεταφοράς αερίου διασφαλίζοντας τον απαιτούμενο όγκο κεφαλαίων τόσο για την άμεση όσο και για τη μακροπρόθεσμη επισκευή, συντήρηση και ανακατασκευή του δικτύου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τόσο η Γαλλία όσο και η Ιταλία έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στην υπό σύσταση κοινοπραξία. Σύμφωνα με την αμερικανική Energy Information Agency το άμεσο κόστος ανακατασκευής φθάνει τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια ενώ το συνολικό κόστος εκσυγχρονισμού και περαιτέρω ανάπτυξης του δικτύου ως το 2013 αγγίζει τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα ποσά αυτά είναι όντως «γιγαντιαία» και σαφώς μικρότερα από τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται για τον σχεδόν διπλασιασμό του εξαγωγικού δυναμικού (throughput) του δικτύου Yamal-Europe, παρά τα περί του αντιθέτου «εικαζόμενα» που ακούγονται από την πλευρά του Κιέβου και άλλων Ουκρανών αναλυτών. Ωστόσο στην διακοίνωση της Πετρούπολης υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν μια σειρά απο κρίσιμα αδιευκρίνιστα ζητήματα: (α) Η Ουκρανική κυβέρνηση διαρρηγνύει τα υμάτια της ότι η διακοίνωση της Πετρούπολης δεν αφορά επουδενί λόγω ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση του ουκρανικού δικτύου αγωγών. Αυτό που θα αγοράσει η Ρωσία με τη δυνητική απόσβεση 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων ουκρανικού χρέους και η Γερμανία με τη χρηματοδότηση μέρους των απαιτούμενων 10 δισεκατομμύριων για την ανακατασκευή και συντήρηση του δικτύου θα είναι η δυνατότητα διαβούλευσης με την ουκρανική κυβέρνηση για το πως θα διαχειρισθεί ένα δίκτυο μεταφοράς αερίου το οποίο κακομεταχειρίζεται κατα τραγικό τρόπο; ένα δίκτυο που επιπλέον θα εξακολουθεί να της ανήκει εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά. Θα είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να πειστεί κανείς ότι η Μόσχα και το Βερολίνο κατελήφθησαν απο μια τόσο μαζική, ταυτόχρονη και διαρκή κρίση «φιλανθρωπίας». Ακόμη και αν τυπικά το δίκτυο δεν ιδιωτικοποιηθεί οι ουσιαστικές αποφάσεις αναφορικά με τη διαχείρηση του δεν θα λαμβάνονται πλέον αποκλειστικά από την ουκρανική κυβέρνηση αλλά σε συναπόφαση με τη Ρωσία και όσες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφασίσουν να συνεγγυηθούν τη συμφωνία, συνχρηματοδοτώντας με τη Μόσχα το μεγαλύτερο μέρος των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνται για συντήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη του δικτύου έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. (β) Το αρχικό κείμενο διακοίνωσης της Πετρούπολης (Ιούνιος 2002) προέβλεπε ότι το ρωσικό και ουκρανικό μερίδιο ελέγχου της κοινοπραξίας διαχείρισης του ουκρανικού δικτύου θα είναι κοινό «control on a parity basis» ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μερικές ώρες πριν να υπογράψει το πλαίσιο της ρωσο-ουκρανικής συμφωνίας πλαισίου (7/10/2002) για τη σύσταση της ρωσο-ουκρανικής κοινοπραξίας, ο Ουκρανός Πρωθυπουργός Anatoliy Kinakh κατέστησε σαφές ότι «η πλειοψηφία των μετοχών [της κοινοπραξίας] πρόκειται να ανήκει στην Ουκρανία». Σε αυτό το σημείο δεν έχει γίνει σαφές ούτε το αν τελικά θα συμμετέχουν οι τρείς ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που εξεδήλωσαν σχετικό ενδιαφέρον (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) ούτε βέβαια το τι ακριβώς θα κάνουν, και αυτό παρα το γεγονός ότι τουλάχιστον η Γερμανία συμμετέχει στην ομάδα εργασίας που έχει αναλάβει τη μελέτη για τη σύσταση της κοινοπραξίας. (γ) Κανένα απο αυτά τα ζητήματα δεν έχουν διευκρινιστεί ενώ μια ευρύτερη ατμόσφαιρα συνωμοσίας φαίνεται να επικρατεί σε όλη τη χώρα, καθώς υφίσταται ήδη ένα πλειοψηφικό ρεύμα η πλειοψηφία των κομμάτων της Βουλής όπου βρίσκεται συνταγματικά και η τελική ευθύνη για την έγκριση της ρωσο-ουκρανικής συμφωνίας, έχουν εξεγερθεί κατα της διαγραφόμενης ιδιωτικοποίησης του δικτύου μεταφοράς αερίου. Από τον Πρόεδρο της Βουλής, Volodymyr Lytvyn και το κεντρώο κόμμα Yabluko έως το μεγαλύτερο αντιπολιτευτικό κόμμα της Yulia Tymoshenko, Yulia Tymoshenko Bloc η διαγραφόμενη πλειονότητα των κοινοβουλευτικών δυνάμεων φαίνεται να βρίσκεται σε ανοικτή ρήξη με την προκείμενη απόπειρα ιδιωτικοποίησης. Αν και αυτό δεν έχει εμποδίσει την agenda του προέδρου Κούτσμα στο παρελθόν το πρόβλημα των υποστηρικτών της διαγραφόμενης συμφωνίας είναι ότι εντός του 2004 ο πρόεδρος Κούτσμα θα έχει εγκαταλήψει υποχρεωτικά τον προεδρικό θώκο δεδομένου ότι σύμφωνα με το σύνταγμα δεν μπορεί να διεκδικήσει μια τρίτη θητεία. Η απώλεια του Κούτσμα θα αποσύρει και την πίεση στο βασικό κοινοβουλευτικό υποστηρικτή του σχεδίου, Victor Yushchenko. Το ενδεχόμενο το όλο εγχείρημα να απομείνει πολιτικά μετέωρο είναι κάτι περισσότερο απο πιθανόν, τουλάχιστον όσο αυτό προωθείται με αδιαφανείς διαδικασίες και χωρίς τη διευκρίνηση του ρόλου που θα κληθούν να παίξουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες και κυβερνήσεις που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής. Με δεδομένη την επερχόμενη προεκλογική περίοδο και τον αβυσσαλέο ανταγωνισμό γύρω απο τη διαδοχή του προέδρου Κούτσμα, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται το θέμα εγγυήσεων ασυλείας προς τον ίδιο, η στασιμότητα σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα αναμένεται να παραταθεί. Αυτό άλλωστε καταδεικνύεται και από την αδυναμία του ρώσου πρωθυπουργού Mikhail Kasyanov να διασφαλίσει την οποιαδήποτε συγκεκριμένη δέσμευση σχετικά με την προώθηση του σχεδίου από τον πρόεδρο Κούτσμα παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του ότι η διαδικασία «είναι εντός προγράμματος και ότι η προ-επενδυτική φάση θα ολοκληρωθεί έως την 1η Σεπτεμβρίου 2003». Σε τελική ανάλυση θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα συμπεράσματα/προτάσεις πολιτικής: (α) Η ουκρανική κυβέρνηση έχει αποδειχθεί ανίκανη να διαχειρισθεί από μόνη της την ασφαλή διέλευση των ζωτικών για την Ευρωπαϊκή Οικονομία ποσοτήτων ρωσικού φυσικού αερίου, καθώς εδώ και μια δεκατία δεν έχει μπορέσει να σταματήσει τη διενεργούμενη υποκλοπή τεραστίων ποσοτήτων. Η υποκλοπή αυτή το 2001 έφθασε να αναλογεί στο 23,25% του συνόλου του όγκου ρωσικού αερίου που διέρχεται μέσω Ουκρανίας. Πέραν αυτού, το ουκρανικό δίκτυο, μεγάλα μέρη του οποίου κατασκευάστηκαν πριν απο 20 με 30 χρόνια, έχει άμεση ανάγκη ανακατασκευής και εκσυγχρονισμού προκειμένου να συνεχίσει να εξυπηρετεί τον υπάρχοντα διελεύσιμο όγκο. Η αμερικανική EIA υπολογίζει τον άμεσα απαιτούμενο όγκο κεφαλαίων ανακατασκευής στα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η μεσοπρόθεσμη εκτίμηση έως το 2013 αγγίζει τα 15 δισεκατομμύρια. Αυτά είναι ποσά που το Κίεβο δεν μπορεί να συγκεντρώσει απο μόνο του σε καμία περίπτωση. (β) Συνεπώς τόσο η Ρωσία όσο και οι μεγάλοι ευρωπαίοι καταναλωτές του ρωσικού αερίου πρωτοστατούντων της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, θα πρέπει να συμβάλλουν στην απο κοινού αναπόφευκτη ιδιωτικοποίηση του ουκρανικού δικτύου αγωγών. Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι διαφανής και να διατηρεί τουλάχιστον το 51% των μετοχών της κοινοπραξίας που θα δημιουργηθεί στα χέρια της ουκρανικής κυβέρνησης. Όσοι συμμετέχουν στην κοινοπραξία θα πρέπει να δεσμεύονται σε μια ανάλογη με το ποσοστό συμμετοχής τους δέσμευση εθνικών κεφαλαίων, είτε με τη μορφή των export credits είτε με τη μορφή της political risk insurance προς τις ιδιωτικές εταιρείες που θα επιλέξουν να συμμετέχουν στην κοινοπραξία, όπως είναι η περίπτωση της γερμανικής Ruhrgas. Η κοινοπραξία θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη και πρωτίστως σε εκείνα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -όπως η Ελλάδα και τα νεο-εισερχόμενα κράτη της πρώην Ανατολικής Ευρώπης- που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό απο τις ρωσικές εξαγωγές αερίου. (γ) Προκειμένου να αποφευχθούν σχεδόν αναπόφευκτα προβλήματα σχετικά με τη διαχείρηση των απαιτούμενων κεφαλαίων ανοικοδόμησης του δικτύου ένας κοινός escrow account με την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα πρέπει να δημιουργηθεί. Ο εν λόγω λογαρισμός θα τελεί υπο τη συλλογική διαχείριση των μελών του Δ.Σ. της κοινοπραξίας και θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση έργων εκσυγχρονισμού του δικτύου. Προκειμένου να αυξηθεί ο βαθμός εσωτερικής νομιμοποίησης του όλου εγχειρήματος και να διευκολυνθεί η έγκριση του από το Ουκρανικό Κοινοβούλιο οι συμμετέχοντες από την πλευρά των κρατών-μελών της Ε.Ε. θα πρέπει να απαιτήσουν τη δημιουργία ενός trust fund κατά τα πρότυπα του Νορβηγικού Oil Fund όπου θα κατατίθεται ένα μέρος από τα κέρδη της διαχείρισης του δικτύου ως δείγμα καλής θέλησης (επανεπένδυση κερδών) των ευρωπαϊκών μελών της κοινοπραξίας. Τα ευρωπαϊκά αυτά μέρη θα πρέπει επίσης να πιέσουν τη ρωσική πλευρά να προβεί σε κάποιο ανάλογο δείγμα καλής θέλησης, κάτι που πρόκειται να έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στο ουκρανικό κοινοβούλιο. (δ) Η κατασκευή του παρακαμπτηρίου αγωγού Yamal-Europe II θα πρέπει να επιδιωχθεί ανεξάρτητα απο την τύχη του προγράμματος ιδιωτικοποίησης των ουκρανικών αγωγών. Το κόστος κατασκευής του (2 δισεκατομμύρια δολάρια) είναι μικρότερο ακόμη και από το άμεσα απαιτούμενο κόστος μερικής συντήρησης του ουκρανικού δικτύου (2,5 δισεκατομμύρια) και σε κάθε περίπτωση θα αυξήσει την ασφάλεια των ευρωπαϊκών εισαγωγών κατά 1 TCF το χρόνο, πόσου ανάλογου με αυτού που τώρα χάνεται λόγω της ουκρανικής υποκλοπής.