Η περιβαλλοντική συνείδηση άρχισε να αναπτύσσεται σε παγκόσμια κλίμακα τη δεκαετία του 1970 με κυρίαρχο θέμα την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τότε ήταν σχετικά απλό να συνδέσει κανείς το μολυσμένο νέφος στον αέρα με τις καμινάδες των εργοστασίων ή τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων που το προκαλούσαν
Η περιβαλλοντική συνείδηση άρχισε να αναπτύσσεται σε παγκόσμια κλίμακα τη δεκαετία του 1970 με κυρίαρχο θέμα την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τότε ήταν σχετικά απλό να συνδέσει κανείς το μολυσμένο νέφος στον αέρα με τις καμινάδες των εργοστασίων ή τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων που το προκαλούσαν. Αυτή η σχετικά καθαρή σύνδεση ανάμεσα στον ρύπο και τον ρυπαντή είχε σαν αποτέλεσμα να στοιχειοθετηθούν μια σειρά από διεκδικήσεις για αποζημιώσεις τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Πιο σημαντική η περίπτωση του Καναδά που διεκδίκησε και κέρδισε μεγάλες αποζημιώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την όξινη βροχή που έπεφτε στους αγρούς και τις λίμνες του προερχόμενη από τις αμερικανικές βιομηχανίες κοντά στα σύνορα των δύο χωρών. Την περίοδο αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και το γνωμικό «ο ρυπαίνων πληρώνει».

Το μεγάλο περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής μας είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου και η παγκόσμια υπερθέρμανση και εδώ η προσπάθεια για την απόδοση ευθυνών είναι περισσότερο πολύπλοκη. Κατ’ αρχήν, η υπερθέρμανση προέρχεται από αέρια που συσσωρεύονται στην ατμόσφαιρα εδώ και 100-150 χρόνια και υπεύθυνες για την έκλυσή τους είναι σε διαφορετικούς βαθμούς όλες οι χώρες που συμμετείχαν και συνεχίζουν να συμμετέχουν στη βιομηχανική επανάσταση. Επιπλέον, οι σχετικές περιβαλλοντικές καταστροφές, όπως ο καύσωνας του 2003 στην Ευρώπη που στοίχισε τη ζωή σε περίπου δεκαπέντε χιλιάδες άτομα, δεν μπορούν να συνδεθούν με μια ευθεία γραμμή με την παγκόσμια υπερθέρμανση. Καύσωνες σαν αυτόν θα υπήρχαν και χωρίς την εκβιομηχανοποίηση, απλά θα συνέβαιναν λιγότερο συχνά. Και εν τέλει, οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης θα επηρεάσουν με διαφορετική ένταση όλες τις χώρες του πλανήτη και οι μεγαλύτερες και πιο συστηματικές από αυτές τις επιπτώσεις προβλέπονται για μετά από δέκα, είκοσι, ή ακόμα και πενήντα χρόνια.

Με όλη αυτή την περιπλοκότητα, η απόδοση ευθυνών και η επιβολή «ποινών» για την παγκόσμια υπερθέρμανση είναι σχεδόν αδύνατες. Υπάρχουν όμως ορισμένα μετρήσιμα μεγέθη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να υπολογισθεί ένας δείκτης υπευθυνότητας. Μπορούμε κατ’ αρχήν με ακρίβεια να υπολογίσουμε τη συνεισφορά της κάθε χώρας στα συσσωρευμένα στην ατμόσφαιρα θερμοκηπιακά αέρια. Επιπλέον, στηριγμένοι στις εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή και στην επιστημονική βιβλιογραφία, μπορούμε μέσα σε κάποια όρια αβεβαιότητας να καθορίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης στις διάφορες περιοχές του πλανήτη. Ετσι μπορούμε να δημιουργήσουμε για κάθε χώρα μια αναλογία της υπευθυνότητάς της προς την ζημία που θα υποστεί από την παγκόσμια υπερθέρμανση. Θα ήταν βέβαια δύσκολο, με βάση μια κάπως αβέβαιη αναλογία υπευθυνότητας και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να ζητηθεί από τις χώρες με αναλογία υψηλή να αποζημιώσουν άμεσα τις χώρες με αναλογία χαμηλή. Μια τέτοια άμεση εφαρμογή της αρχής «ο θερμαίνων πληρώνει» δεν είναι εύκολο να κατοχυρωθεί νομικά. Μέσα όμως από διαδικασίες όπως αυτή της συνάντησης της Κοπεγχάγης και στο πλαίσιο πολυεθνικών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί η κατά προτεραιότητα ενίσχυση του ρόλου των χωρών με μικρές αναλογίες ευθύνης στις προσπάθειες για τη στροφή σε μια παγκόσμια «πράσινη» ανάπτυξη. Η Ελλάδα, μια δυτική χώρα με μικρή θερμοκηπιακή συνεισφορά και μεγάλες πιθανές επιπτώσεις άρα και με χαμηλή αναλογία ευθύνης, θα μπορούσε να διεκδικήσει έναν τέτοιο ρόλο, με την προϋπόθεση να καταρτίσει και να προτείνει ένα πρόγραμμα περιβαλλοντικών «μεγάλων έργων» που να βρίσκονται στην αιχμή της παγκόσμιας πρωτοπορίας τόσο σε σχέση με το μέγεθος όσο και με την πρωτοτυπία τους.

(Ο κ. Γιώργος Τσελιούδης είναι φυσικός - μετεωρόλογος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Godard της ΝΑSA και πρόσφατα στο Κέντρο Φυσικής Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών.)

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 07/06/2009)