Tα νέα, σχετικά ελπιδοφόρα στοιχεία για τις καταναλωτικές δαπάνες και την ανεργία στις ΗΠΑ ήταν αρκετά για να πυροδοτήσουν το αγοραστικό ενδιαφέρον για μετοχές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και τούτο διότι ερμηνεύθηκαν από τους επενδυτές ως ισχυρές ενδείξεις σταθεροποίησης της αμερικανικής οικονομίας. Στη Wall Street ο δείκτης Dow Jones σημείωνε άνοδο πάνω από 1% περίπου δύο ώρες πριν από το κλείσιμο των συναλλαγών
Tα νέα, σχετικά ελπιδοφόρα στοιχεία για τις καταναλωτικές δαπάνες και την ανεργία στις ΗΠΑ ήταν αρκετά για να πυροδοτήσουν το αγοραστικό ενδιαφέρον για μετοχές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Και τούτο διότι ερμηνεύθηκαν από τους επενδυτές ως ισχυρές ενδείξεις σταθεροποίησης της αμερικανικής οικονομίας. Στη Wall Street ο δείκτης Dow Jones σημείωνε άνοδο πάνω από 1% περίπου δύο ώρες πριν από το κλείσιμο των συναλλαγών. Επίσης, σχεδόν όλα τα χρηματιστήρια της Ευρώπης έκλεισαν με κέρδη, με το Λονδίνο, τη Φραγκφούρτη και το Παρίσι να ενισχύονται κατά 0,57%, 1,11% και 0,59% αντίστοιχα.

Από την άλλη, η αισιοδοξία ότι η αμερικανική οικονομία έχει αφήσει τα χειρότερα της κρίσης πίσω της, σε συνδυασμό με την εξασθένηση του δολαρίου και τις σημαντικές εισροές κεφαλαίων στις αγορές εμπορευμάτων από θεσμικούς επενδυτές, έχει απογειώσει τις κερδοσκοπικές κινήσεις στο ενεργειακό χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ποντάροντας οι κερδοσκόποι στο ότι οι τιμές του πετρελαίου θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά, έχουν αυξήσει τις θέσεις τους στα υψηλότερα επίπεδα από τον περασμένο Ιούλιο, δηλαδή πριν από τον χρηματοπιστωτικό πανικό που είχε προκαλέσει η χρεοκοπία της Lehman Βrothers. Χθες η τιμή του αργού ξεπέρασε τα 73 δολάρια το βαρέλι. Ωστόσο ο διπλασιασμός της τιμής του αργού από τον Φεβρουάριο αρχίζει και προκαλεί ανησυχίες μήπως και φρενάρει την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Σημειωτέον ότι οι τιμές του πετρελαίου είχαν κατρακυλήσει στα χαμηλότερα επίπεδα τεσσάρων ετών, στα 32,70 δολάρια, στις αρχές Φεβρουαρίου, και η βουτιά αυτή είχε ωφελήσει τις καταναλώτριες οικονομίες.

Ειδικότερα στις ΗΠΑ οι τιμές χονδρικής στη βενζίνη άγγιξαν και πάλι τα 2 δολάρια το βαρέλι, επίπεδο-«κλειδί» για τους καταναλωτές και το υψηλότερο από τον περασμένο Οκτώβριο. Ωστόσο η αλματώδης άνοδος του πετρελαϊκού κόστους κατά 80,4% από τις αρχές του έτους απειλεί να πλήξει την εύθραυστη εμπιστοσύνη των αμερικανών καταναλωτών. Μπορεί να υπήρξε εντυπωσιακή βελτίωση και στους δύο έγκυρους δείκτες που μετρούν την αισιοδοξία των καταναλωτών στις ΗΠΑ- ο Conference Βoard και αυτός που καταρτίζεται από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και το Reuters-, ωστόσο και οι δύο αυτοί δείκτες εξακολουθούν να βρίσκονται σε επίπεδα συρρίκνωσης. Η βελτίωση αυτή απεικονίστηκε στην άνοδο των λιανικών πωλήσεων κατά 0,5% τον Μάιο, μετά την πτώση κατά τους δύο προηγούμενους μήνες (Μάρτιος και Απρίλιος). Η άνοδος αυτή όμως οφείλεται στις μεγάλες εκπτώσεις και στα άλλα κίνητρα που δόθηκαν, κυρίως από τις χρεοκοπημένες αυτοκινητοβιομηχανίες General Μotors και Chrysler.

Το γεγονός ότι οι λιανικές πωλήσεις είναι χαμηλότερες κατά 9,6% απ΄ ό,τι έναν χρόνο πριν, υποδηλώνει ότι η εξασθένηση της ζήτησης δεν έχει τελειώσει, απλώς επιβραδύνονται οι ρυθμοί της, και ότι τα νοικοκυριά δεν είναι ακόμη πρόθυμα να ανοίξουν πλήρως τα πορτοφόλια τους. Παρά το τεράστιο πακέτο τόνωσης της οικονομίας και τα άλλα αναπτυξιακά μέτρα, το ποσοστό της ανεργίας εκτινάχθηκε στο 9,4% τον Μάιο, επίπεδο που είναι το υψηλότερο των τελευταίων 26 ετών. Οσον αφορά την αγορά εργασίας, τα χθεσινά στοιχεία μπορεί να έδειξαν περαιτέρω βελτίωση στις εβδομαδιαίες αιτήσεις για χορήγηση επιδομάτων ανεργίας για πρώτη φορά, όμως παραμένουν σε επίπεδα-ρεκόρ. Σημειωτέον ότι οι αιτήσεις μειώθηκαν κατά 24.000, στις 601.000, την εβδομάδα που πέρασε, όμως ο αριθμός των πολιτών που παίρνει τα βοηθήματα αυτά εξακολουθεί να αγγίζει τον αριθμό-ρεκόρ των 6,8 εκατομμυρίων.

Οι επενδυτές ερμηνεύουν θετικά και τα μεικτά στοιχεία που έδειξαν ότι ενώ στις ΗΠΑ χάθηκαν λιγότερες από τις αναμενόμενες θέσεις εργασίας τον Μάιο- 345.000 θέσεις εργασίας σε όλους τους τομείς της οικονομίας, εκτός του αγροτικού, έναντι των 525.000 που προβλέπονταν.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 12/06/2009)