Aρέσκεται ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης να εμφανίζει ως εντυπωσιακότερο επιχείρημα ενίσχυσης των ισχυρισμών του περί «ισχυρής Ελλάδας» την όντως θεαματική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας τα τελευταία χρόνια, με ρυθμούς που κατατάσσουν την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο όμως, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί πάσης φύσεως δείχνουν να αγνοούν παρόμοια στοιχεία και να εκφράζουν πεισματικά τη δυσπιστία τους για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η απόφαση του γνωστότατου, διεθνούς κύρους οίκου Μούντι’ς να μην προχωρήσει στην από μακρού αναμενόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας αφήνοντας την «πρωταθλήτρια» της ανάπτυξη στην Ε.Ε. (βαθμολογία 3Α), με θλιβερή παρέα χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Κεντρικής Ευρώπης, με αξιοθρήνητες οικονομίες και φυσικά πολύ φτωχότερες από τη δική μας. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι προς το παρόν αυτή η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας έχει μηδαμινές πρακτικές οικονομικές συνέπειες, αφού λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωζώνη η χώρα μας μπορεί και δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια –μόλις 0,1 υψηλότερα εκείνων που δανείζεται η Γερμανία. Εχει όμως, πολιτική σημασία. Υποδηλώνει πως οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν γνώση βαθύτερων δομικών αδυναμιών της οικονομίας μας και δεν αρκούνται σε ένα θετικό ή σε ένα αρνητικό μακροοικονομικό στοιχείο για να προσδιορίσουν την πιστοληπτική θέση της χώρας. Το γεγονός π.χ. ότι η Ιταλία ή το Βέλγιο όχι μόνο έχουν κατώτερους ρυθμούς ανάπτυξης από την Ελλάδα, αλλά και μεγαλύτερο δημόσιο χρέος και παρ' όλα αυτά κατατάσσονται σε πολύ καλύτερη θέση, είναι ενδεικτικό της γενικευμένης δυσπιστίας έναντι της εικόνας της ελληνικής οικονομίας που προβάλλει η κυβέρνηση. Όλοι έχουν αντιληφθεί ότι οι εμφανιζόμενοι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ είναι συγκυριακοί, καθώς οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στα έργα που γίνονται εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004 και στη ροή των πόρων του Γ' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Τίποτα στη χάραξη και τους στόχους της κυβερνητικής πολιτικής δεν τους πείθει ότι έχουν ληφθεί μέτρα για να υπάρξει ανάλογη πορεία και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η πληθώρα διαρθρωτικών αδυναμιών, στη διόρθωση των οποίων είναι απρόθυμη ή ανίκανη να προχωρήσει η κυβέρνηση, αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αρνητικής στάσης των ξένων οργανισμών. Κατά μείζονα φυσικά λόγο τώρα, που η πολιτική προεκλογικών παροχών της κυβέρνησης Σημίτη απειλεί να εξαλείψει ακόμη και τα τελευταία ίχνη εμπιστοσύνης προς αυτήν, που ίσως είχαν απομείνει σε κάποιους εξαιρετικά καλοπροαίρετους φίλους. (Από το κύριο άρθρο της εφημερίδας Καθημερινή 18/09/03)