Στα αμφιθέατρα του Χώρου, στα αμφιθέατρα της σχολής, στο λόγο – κοινό ή παρεϊστικο, αυτό που μας οδήγησε στην αριστερά, ήταν η αγάπη. Η αγάπη για τον τόπο, η αγάπη για τους ανθρώπους γύρω μας που μοχθούσαν, ζούσαν την εκμετάλλευση, η αγάπη για την «Γη και Ελευθερία» της πατρίδας μας, αγάπη που άνοιγε το δρόμο για την κατανόηση άλλων πατρίδων, άλλων αγώνων. Αυτός που μαθαίνει να αφουγκράζεται δεν μπορεί να ξεφύγει από την αλληλεγγύη
Στα αμφιθέατρα του Χώρου, στα αμφιθέατρα της σχολής, στο λόγο – κοινό ή παρεϊστικο, αυτό που μας οδήγησε στην αριστερά, ήταν η αγάπη. Η αγάπη για τον τόπο, η αγάπη για τους ανθρώπους γύρω μας που μοχθούσαν, ζούσαν την εκμετάλλευση, η αγάπη για την «Γη και Ελευθερία» της πατρίδας μας, αγάπη που άνοιγε το δρόμο για την κατανόηση άλλων πατρίδων, άλλων αγώνων. Αυτός που μαθαίνει να αφουγκράζεται δεν μπορεί να ξεφύγει από την αλληλεγγύη. Ήμασταν πολλοί όσοι αρνούμεθα να ενταχθούμε ή να ανεχθούμε, πήραμε τον τότε δύσκολο δρόμο (με τις Τρύπες στο γραμμόφωνο, ναι) από αγάπη.

Σήμερα, αυτοί που προσέρχονται στην αριστερά φαίνεται να προσέρχονται από μίσος. Η εικόνα που έχουν για την πατρίδα τους, το λαό τους, τους εργαζόμενους που ζουν την κρίση και την εκμετάλλευση τους οδηγεί να μισήσουν τον εργαζόμενο και όχι τον εκμεταλλευτή, την πατρίδα και όχι το κράτος, το λαό και τον τρόπο του και όχι τα πολυπολιτισμικά και πολίτικαλι κορέκτ παραμύθια. Ενδίδουν στο πιο σκοτεινό πρόσωπο της αντίδρασης, κατέχουν, ως άλλοι Πάπες, την Αλήθεια, δρουν ως ιερά εξέταση με σημαία, κέντρο και κόσμο το Εγώ τους.

Το φαινόμενο ήταν ορατό στον ελληνικό δημόσιο λόγο, από τις επιφυλλίδες έως το ίντερνετ. Οι περισσότεροι άλλωστε δεν ταυτίζονται καν με την αριστερά πλέον, παρά μόνο γενικά και αόριστα. Ούτε κουβαλούνε κάποιο θετικό όραμα. Είναι μόνο «αντί»: αντιφασίστες, αντιρατσιστές, αντιεθνικιστές, λες και αυτά είναι τα καυτά προβλήματα του τόπου και λες και η πρόταση ζωής της αριστεράς εξαντλείται στην στείρα αντίδραση.

Σε αυτό ακριβώς το κλίμα, συμφωνώντας απολύτως με τη Μάργκαρετ Θάτσερ («Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα») οι απολιτικοί θρησκόληπτοι που αυτοαποκαλούνται «Σέχτα Επαναστατών» βλέπουν γύρω τους μόνο ενόχους. Η τελευταία τους προκήρυξη αναδίδει σαφές και έντονο άρωμα θρησκευτικής σέχτας ― τα μέλη της οποίας κατέχουν την μόνη καθαγιασμένη οπτική και επιζητούν την ολική κάθαρση των υπολοίπων μέσω του αίματος, σε έναν αποκαλυπτικό κόσμο όπου «ολόκληρος ο πληθυσμός των αστικών κέντρων θα συνηθίσει να ζει με τους μαύρους καπνούς στον αέρα απ´ τις βόμβες και τους εμπρησμούς».

Η θρησκεία της Σέχτας δεν είναι νέα. Έχει ανδρωθεί στο χώρο της ενδοτικής διανόησης και της πέρασε-αλλά-δεν- κόλλησε «αριστερής» πολιτικής μέχρι το λεγόμενο αντιεξουσιαστικό χώρο. Η Σέχτα απλά την έντυσε με σφαίρες. Αν κάποτε ο Άρης Βελουχιώτης ρωτούσε «Ποιος είναι, λοιπόν, πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;» και αν η αριστερά του ‘70 διαδήλωνε για την Κύπρο, σήμερα το σύνθημα που κυριαρχεί είναι «Έλληνες είστε και φαίνεστε». Στην πλήρη απαξίωση της ελληνικής κοινωνίας, το να είσαι Έλληνας αποτελεί πλέον βαρύτατη κατηγόρια.

Μια χώρα που δεν πιστεύει στον εαυτό της πεθαίνει. Και η Ελλάδα δεν πιστεύει στον εαυτό της ―ή, τουλάχιστον, η δημόσια φωνή της δεν πιστεύει πλέον σε αυτήν. Τους πομπώδεις πανηγυρικούς της Χούντας αντικατέστησε, στον εικοστό πρώτο αιώνα, η πομπώδης απαξίωση. Και εμείς, από πομπή σε πομπή, χωρίς επαφή με την αλήθεια του τόπου, χωρίς αυτοκριτική και χωρίς καθαρότητα βλέμματος, μεταφράζουμε απλώς τριμμένες εισαγόμενες ιδεολογίες και φτηνά δικανικά κόλπα στα καθ’ ημάς ―πρόχειρα και όπως όπως, νομίζοντας μάλιστα ότι πιάσαμε τον ταύρο της πραγματικότητας από τα κέρατα.

Με την εξαίρεση ελαχίστων, οι φωνές που κάποτε μας έδειχναν το δρόμο και ως αλογόμυγες τσιμπούσαν τα χοντρά καπούλια της Πόλης ―Σεφέρης, Ελύτης, Λορεντζάτος, Πεντζίκης, Χατζιδάκις, Μοσκώφ ― σιώπησαν. Και, όσο και να κορδώνονται διάφοροι επίδοξοι «διάδοχοι», οι φωνές αυτές δεν αντικαταστάθηκαν.

Ομοίως, και ο πολιτικός μας λόγος έχει καταβαραθρωθεί. Δεν ήταν ποτέ υψηλού επιπέδου, αλλά τουλάχιστον υπήρχε. Τώρα; Ανυπαρξία πρότασης, ανυπαρξία οράματος, ανυπαρξία έστω προσχηματικής αντιπολίτευσης και βούλιαγμα σε ανυποληψία, σκάνδαλα, οικογενειοκρατία και «διαχείριση». Όσο για την Τέχνη, μοιάζει να μην έχει τίποτα θετικό να μας μεταδώσει ―παρά ζητάει και αυτή, ως τιμητής, την «καταστροφή της Αθήνας» και επιδίδεται στο σεξ με καρπούζια, όταν δεν βάζει τα καλά της για να πάει Μέγαρο.

Κατά την παράδοση του παππού Διογένη, λοιπόν, με το φανάρι βγαίνουμε στο δρόμο κάθε μέρα μουρμουρίζοντας πως κάποτε υπήρχε ένας λαός που ονομαζόταν Έλληνες και μια χώρα που ονομάζονταν Ελλάδα. Έπιαναν το νήμα μιας συνέχειας πολύ πριν την ίδρυση του κακορίζικου νεοελληνικού κράτους και διατηρούσαν κάποια πολύτιμα στοιχεία ―ευγένεια, φιλότιμο, ηρωισμό, φιλοξενία, αθωότητα. Ήταν μια κοινωνία πριν το θέαμα, πριν την κατανάλωση, πριν τα αυθαίρετα, πριν το χρηματιστήριο. Αυτήν για την οποία έγραψε κάποτε ο Παπαδιαμάντης, ή, αν δεν πιστεύουμε τους δικούς μας, αυτή που περιέγραψε πολύ αργότερα ο Χένρυ Μίλλερ.

Υπάρχει ακόμα ―πλειοψηφούσα, αλλά αόρατη. Γιατί όλα τα υπόλοιπα την έχουν σκεπάσει. Η Ελλάδα-ομοίωμα έχει υπερισχύει της αυθεντικής Ελλάδας ―διαθέτει άλλωστε και τα γένια και τα Καγέν(ια). Αν κάποιος δεν διαθέτει κατάλληλα εξασκημένη όραση, αν όλη του η οπτική καθορίζεται από το τηλεοπτικό θέαμα ή από καθέδρας αναλύσεις, μπορεί και να μην την συναντήσει ποτέ του. Οι έλληνες τότε, οι απλοί εργαζόμενοι έλληνες, οι πατεράδες, οι γυναίκες, οι παππούδες, οι γιοί μας και οι κόρες μας θα του φαίνονται όλοι «βολεμένοι», «οπισθοδρομικοί», «ρατσιστές», «εθνικιστές», «θρησκόληπτοι», «εκμεταλλευτές», «καθυστερημένοι» κλπ. Όλα εύκολες ταμπέλες για να αποφύγουμε την επαφή με την συγκεκριμένη πραγματικότητα, για να αποφύγουμε την συνάντηση με τον διπλανό μας.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έγραψε: «Η πραγματική Ελλάδα είναι εκτός πραγματικότητας». Το σίγουρο είναι πως παραμένει εκτός πραγματικότητας, και, ασφαλώς, εκτός τηλεοπτικής κάλυψης, εκτός «προοδευτικών» ή «συντηρητικών» αναλύσεων, εκτός κομματικού λόγου, εκτός προκατασκευασμένων διανοητικών σχημάτων και εύκολων συνθημάτων. Η χώρα που μας χωρεί, είναι εκτός πραγματικότητας. Στο παράλληλο σύμπαν της καθημερινότητας, των αφανών της ηρώων, που συνεχίζουν συκοφαντημένοι από παντού, από όλους. Επέζησαν πολλών, θα επιβιώσουν και της μικρότητάς μας. Και όποιος δεν καταλαβαίνει, δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει.

(από www.skai.gr, 28/06/2009)