Είναι γνωστό το σχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης για τη «χωροταξική και γνωστική αναδιάταξη του ερευνητικού ιστού της χώρας», όπου χωροταξική αναδιάταξη σημαίνει (προφανώς) τη μεταφορά ενός ερευνητικού κέντρου από το ένα σημείο στο άλλο και γνωστική (πάλι προφανώς) σημαίνει τη θεματική συγχώνευση ή συνένωση του ενός κέντρου με κάποιο άλλο
Είναι γνωστό το σχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης για τη «χωροταξική και γνωστική αναδιάταξη του ερευνητικού ιστού της χώρας», όπου χωροταξική αναδιάταξη σημαίνει (προφανώς) τη μεταφορά ενός ερευνητικού κέντρου από το ένα σημείο στο άλλο και γνωστική (πάλι προφανώς) σημαίνει τη θεματική συγχώνευση ή συνένωση του ενός κέντρου με κάποιο άλλο. Ο λόγος που αναγκάζει το υπουργείο να προχωρήσει στην «αναδιάταξη του ερευνητικού ιστού» είναι η ανάγκη να μειώσει το καταβαλλόμενο από το Δημόσιο κόστος της έρευνας, αλλά (υποθέτω) και για να θεραπεύσει δυσλειτουργίες ή να καταπολεμήσει «δημοσιοϋπαλληλικά κατεστημένα» που έχουν ήδη διαμορφωθεί.

Παρ’ όλο ότι το σχέδιο του υπουργείου επεκτείνεται σε όλα τα ερευνητικά κέντρα της χώρας, στην πραγματικότητα θίγει μόνο τρία της Αθήνας, που συμβαίνει να είναι και τα ιστορικότερα: Το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, τον «Δημόκριτο» και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Η «Καθημερινή» έχει φιλοξενήσει τις απόψεις και τις προτάσεις ερευνητών και ερευνητικών κέντρων, πιστεύοντας ότι αν πραγματικά υπάρχει πρόβλημα αναδιάταξης αυτό δεν είναι στενά «τεχνοκρατικό», αλλά βαθύτατα επιστημονικό και παιδευτικό που απαιτεί διάλογο με τους ίδιους τους ερευνητές. Και τέτοιος διάλογος δεν έγινε ούτε σχεδιάζεται να διεξαχθεί.

Εχω μπροστά μου το ΨΗΦΙΣΜΑ των ερευνητών του «Δημόκριτου» και επισημαίνω τη βασική αντίρρηση, που είναι και αντίρρηση των ερευνητών και των δύο άλλων κέντρων: ότι οποιαδήποτε αναδιάταξη του ερευνητικού ιστού (ή ακόμα και η θεραπεία των δυσλειτουργιών που παρουσιάζονται) δεν μπορεί να στηριχθεί στη συρρίκνωση ή «στη συναίρεση» του ερευνητικού έργου ή στην ομαδοποίηση των ερευνητικών διαδικασιών, αλλά αντιθέτως στη διεύρυνση και στον εκσυγχρονισμό της έρευνας. Επισημαίνεται, επίσης, ότι η κατάργηση των πολυθεματικών ερευνητικών κέντρων αντίκειται στη διεθνή ερευνητική πρακτική.

Αν το πρόβλημα που τίθεται δεν ήταν τόσο σοβαρό θα μπορούσε κανείς να διασκεδάσει με τον προβαλλόμενο από το υπουργείο στόχο των οικονομιών. Για την έρευνα η χώρα μας διαθέτει ένα ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ, νομίζω το χαμηλότερο από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να παρατηρηθούν σπατάλες σε αυτό το πολύ χαμηλό επίπεδο. Το κύριο όμως δεν είναι οι σπατάλες, που ασφαλώς μπορούν να περιορισθούν εκεί που υπάρχουν, είναι ότι η έρευνα δεν επιλέγεται και δεν χρηματοδοτείται με επάρκεια, ως βασικό μέσο παιδείας και παραγωγής νέας γνώσης. Για να έχεις ένα θετικό ισοζύγιο κόστους - αποτελέσματος το ζητούμενο δεν είναι η συρρίκνωση και οι «οικονομίες», αλλά η ανάπτυξη, η διεύρυνση, ο εκσυγχρονισμός και η επαρκής και σκόπιμη χρηματοδότηση της έρευνας. Ακόμα και ένας «τεχνοκράτης» το καταλαβαίνει και οπωσδήποτε δεν καλούμαστε να ανακαλύψουμε τον τροχό!

Φοβάμαι ότι το υπουργείο Ανάπτυξης δεν έχει αποτιμήσει το «ερευνητικό κεκτημένο», τι στοιχίζει και τι αποδίδει η έρευνα. Αν το είχε αποτιμήσει, θα διαπίστωνε ότι το ηθικό και οικονομικό κόστος της «χωροταξικής και γνωστικής αναδιάταξης» είναι αφάνταστα μεγαλύτερο.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 10/07/2009)