Στη συζήτηση που γίνεται για τα όσα θα κερδίσουμε από τη διεξαγωγή της Ολυμπιάδας του επόμενου έτους πολλά έχουν ακουστεί. Ισως γιατί κανείς δεν θυμάται τον κατάλογο των κερδών, που μας είχαν, κυβερνώντες και επισπεύδοντες παρατρεχάμενοι, αραδιάσει στο παρελθόν. Γιατί, ας το θυμηθούμε, τα δέκα τελευταία χρόνια, η χώρα προσπάθησε δύο φορές να κερδίσει την εύνοια των «αθανάτων» της Λοζάννης. Από τον κ. Μητσοτάκη μέχρι τον κ. Σημίτη, πάντοτε με την υποστήριξη και των άλλων πολιτικών παρατάξεων, μάθαμε καλά για το «θαύμα» και τον «εθνικό στόχο» και την «οικονομική αναγέννηση» και για «έργα που δεν θα γινόντουσαν αλλιώς» και για «τουριστική έκρηξη», όλα αυτά τα καλούδια που θα μας έφερνε η διεξαγωγή των Αγώνων. Ένα, όμως, από τα μεγαλύτερα στοιχήματα και, συνάμα, μία από τις υψηλότερες προτεραιότητες συνδέεται με την εικόνα της χώρας. Ενας λόγος που έκανε πολλούς από τους αντιπάλους των Αγώνων να βάλουν «νερό στο κρασί τους» ήταν αυτή ακριβώς η ελπίδα. Αναγνώριζαν πόσο κακό μας είχε κάνει η απερίσκεπτη (συχνά) και ομφαλοσκοπούσα διεθνής παρουσία, που είχε επιλέξει –επισήμως- να έχει η χώρα μας, κατά τα τελευταία είκοσι (σχεδόν) χρόνια. Το κακό ήταν πολύ μεγάλο και πολλοί είναι εκείνοι που περιμένουν από τη λαμπρή ευκαιρία του «μεγαλύτερου αθλητικού γεγονότος του κόσμου» για να πείσουμε την οικουμένη όλη για τα συγκριτικά προτερήματά μας, την πρόοδο του τόπου, τις ικανότητες των ανθρώπων του. Όλα τούτα και πολλά άλλα μαζί τους θα κριθούν στην εικόνα που θα έχουν όλοι για τα όσα θα συμβαίνουν εδώ, στην Αθήνα. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, της εποχής μας, αρκεί η εικόνα να πείθει για όλα τούτα κι ας μην είναι, πάντα, ακριβή. Το παιχνίδι της δημοσιότητας, της προπαγάνδας και των εντυπώσεων είναι καθοριστικό για όλους: από την κυβέρνηση Μπους στο Ιράκ. Μέχρι την ώρα του Μαραθώνιου Δρόμου που θα κλείσει τους Αγώνες του 2004. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία της εικόνας, φαντασθείτε τι θα έγραφαν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αν όλα (ή έστω, τα περισσότερα) από τα φιλόδοξα (και πανάκριβα) έργα, οδικά, αθλητικά, υποστηρικτικά και καλλωπισμού είχαν ήδη τελειώσει. Πόσο ευκολότερα θα πετυχαίναμε να χτίσουμε το καλό μας όνομα, αν οι συνθήκες κυκλοφορίας και, κυρίως, ζωής, στην πρωτεύουσα ήσαν εκείνες που ονειρεύονται ότι θα είναι τον επόμενο Αύγουστο, οι οργανωτικοί παράγοντες. Δυστυχώς, όμως, το τιτάνιο και χρυσοφορεμένο έργο, μέχρι την τελευταία στιγμή, δεν θα έχει ολοκληρωθεί. Όλα θα παιχτούν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Το ζητούμενο αποτέλεσμα μοιάζει σαν να στρίβουμε κορώνα-γράμματα το ακριβό νόμισμα της επιτυχίας. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Σε τελευταία ανάλυση, η φήμη ενός τόπου, αυτό δηλαδή που χτίζει η καλή εικόνα, είναι μία από τις σπουδαιότερες, αν όχι η μεγαλύτερη, επένδυση που θα έχει κάνει η Ελλάδα με την αφορμή και την ολοκλήρωση των Αγώνων. Ο δύσκολος και μακρόπνοος αυτός στόχος είναι εκείνος που θα μείνει στον τόπο για πάρα πολλά χρόνια. Είναι αυτός, που θα μοιραστεί δικαιότερα, σε όλη την επικράτεια και σε όλους τους κατοίκους της. Δεν πα να 'χουμε στο Μαρκόπουλο ένα από τα καλύτερα ιππικά κέντρα της υφηλίου, ελάχιστη σημασία θα έχει την επόμενη μέρα του 2004 (με την επιφύλαξη του κόστους συντήρησής του) για τον τόπο. Ακόμη και το υπόστεγο Καλατράβα, μοναδική χρησιμότητά του θα είναι να γράφει ωραία και μεγαλοπρεπώς στην τηλεοπτική εικόνα που θα μοιραστεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι Ολυμπιακοί της Αθήνας θα είναι η πιο ακριβή αναμνηστική φωτογραφία που θα έχει ποτέ βγάλει η ελληνική οικογένεια. Αρκεί να μην ξεθωριάσει τόσο γρήγορα όσο βιαστικά την ετοιμάζουμε. (Από την εφημερίδα Καθημερινή 29/08/03)