Του Ανδρέα Ζούλα
Αν θέλουμε κάποτε να προστατέψουμε αποτελεσματικά τα δάση μας πρέπει να παραδεχθούμε ορισμένες απλές αλήθειες. Με πρώτη ότι δεν υπάρχει καμία διάταξη, συνταγματική, νομική ή άλλη που να προστατεύει το δάσος, αν δεν υπάρχει η πολιτική και τελικά κοινωνική βούληση, να διατηρήσουμε τα δάση μας. Η δεύτερη αλήθεια που πρέπει να αποδεχθούμε είναι ότι η Κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση να προστατέψει τα δάση. Επί πλέον, το νομικό της οπλοστάσιο είτε καταλήγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ως αντισυνταγματικό, είτε οδηγεί στην καταστροφή των δασών και δασικών εκτάσεων. Το ότι η Κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση να προστατέψει το δάσος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στην κρίσιμη αρμοδιότητα και της προστασίας του και της επιστασίας για την εξασφάλιση της οικιστικής νομιμότητας, την ανέθεσε στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως. Οι δήμοι και οι κοινότητες όμως δεν είναι οι φύλακες άγγελοι της νομιμότητος, αλλά το άλλοθι της Κυβερνήσεως για την παρανομία που η ίδια δεν θέλει να αντιμετωπίσει, φοβούμενη το πολιτικό κόστος. Όσον αφορά το νομικό οπλοστάσιο της Κυβερνήσεως πρέπει να γίνουν δύο επισημάνσεις. - Πρώτον: Η ίδια με την συμπεριφορά της δίδει στον πολίτη το χειρότερο παράδειγμα παρανομίας. Διότι όχι μόνον δεν συμμορφώνει την δράση της προς τις επιταγές της Δικαιοσύνης και ιδιαίτερα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά και εφευρίσκει δήθεν νόμιμες –ούτε καν νομιμοφανείς- διαδικασίες για να το παρακάμπτει. - Δεύτερον: Χειρότερο δείγμα νομοθετικής ρυθμίσεως από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος δεν είναι δυνατόν να βρεθεί. Η ερμηνευτική δήλωση ψηφίσθηκε για να γίνει διάκριση μεταξύ δάσους και δασικής εκτάσεως. Αποτελεί την ουσιαστική διαφορά της νέας διατυπώσεως του άρθρου 24 που, όπως και η παλαιά, απαγορεύει την αλλαγή χρήσεως δασών και δασικών εκτάσεων, πλην των περιπτώσεων της εξυπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος. Η ερμηνευτική δήλωσις δεν κάνει διάκριση και στον βαθμό προστασίας δάσους –δασικής εκτάσεως. Αλλά αυτό ακριβώς προαναγγέλλει η ίδια η ψήφισή της. Ιδού τι ακριβώς ορίζει: «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο ή άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά». Αυτό το πράγματι απίστευτο κείμενο, με τις παρενθέσεις του, είναι η θρυαλλίδα που θα κατακάμψει τα δάση μας. Με την εξής διαδικασία. Το δασικό νομοσχέδιο –δίδεται εντός της εβδομάδος στη δημοσιότητα- αυτό που κυρίως κάνει είναι να «προσαρμόζει την νομοθεσία στις νέες διατάξεις του Συντάγματος». Ετσι λέει η Κυβέρνηση. Η βασικότερη προσαρμογή που γίνεται είναι στην «ερμηνευτική δήλωση». Εφ' όσον όμως οι ορισμοί έχουν δοθεί εκ του Συντάγματος, κάθε εξειδίκευση που θα κάνει ο κοινός νομοθέτης γίνεται… καθ' ερμηνεία της ερμηνευτικής διατάξεως του Συντάγματος. Οπότε η συνταγματικότης της ρυθμίσεως του νόμου δεν εξαρτάται από την ισχύ του, αλλά από την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το οποίο θα αποφαίνεται για κάθε πράξη της διοικήσεως που θα εφαρμόζει τον «ερμηνευτικό» νόμο της ερμηνευτικής δηλώσεως του άρθρου 24 του Συντάγματος. Και είναι περισσότερο από βέβαιο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα χαρακτηρίζει αντισυνταγματική κάθε «εξειδίκευση» που θα υπερβαίνει τα όρια της υφιστάμενης νομολογίας περί του χαρακτήρος δάσους και δασικής εκτάσεως, αλλά και –κυρίως- της προστασίας τους. Η νομολογία αυτή υφίστατο και όταν ο Συνταγματικός νομοθέτης έθετε την ερμηνευτική δήλωση, και ως εκ τούτου δεν νοείται μέσω αυτής ανατροπή της. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ νομοθετικής εξειδικεύσεως των ορισμών της ερμηνευτικής δηλώσεως και της δικαστικής απορρίψεώς της ως αντισυνταγματικής, τα δάση μας θα κατακαίγονται. Επομένως, ας μην αυτοεμπαιζόμαστε. Θέλουμε να έχουμε δάση ή όχι; Οι νόμοι περισσεύουν. Η βούληση λείπει.