του Ξενοφώντα Μιχαηλίδη, προέδρου της Τ.Ε. 15 του Ενεργειακού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ

Η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και οι ενδεχόμενες συνέπειές της αποτελούν κεντρικά θέματα συζήτησης στη Δυτική Μακεδονία κατά την τελευταία δεκαετία, όπου παράγεται το 65% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο, αφού συνιστά ένα πείραμα η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου θα έχει συνέπειες για τη ζωή των 8.000 εργαζόμενων σε αυτό, για την ανάπτυξη ολόκληρης της περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας αλλά και για τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων στην ελληνική επικράτεια. Οι απόψεις και τα συμπεράσματα αυτής της συζήτησης διαφέρουν πολύ από αυτά που παρουσιάζει σημαντικός αριθμός πολιτικών και οικονομικών αναλυτών του οικονομικού κυρίως Τύπου. Των αρθρογράφων αυτών, που είναι υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς, τα επιχειρήματα στηρίζονται κυρίως στο γεγονός ότι οι οικονομίες της αγοράς έχουν λειτουργήσει τόσο καλά, σε διαφορετικούς τομείς, όπως π.χ. στις τηλεπικοινωνίες, και, συνεπώς, ισχυρίζονται ότι αντίστοιχα αποτελέσματα θα μπορούσαν να επιτευχθούν διαμέσου του ανταγωνισμού, με απουσία κυβερνητικών ρυθμίσεων και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Το ερώτημα που προκύπτει άμεσα σε όσους γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες του ηλεκρισμού είναι εάν οι αγορές μπορούν να δουλέψουν στις πιο σύνθετες που παρουσιάζει η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας; Διότι οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας εμφανίζουν όχι μόνον τα «συμβατικά» προβλήματα των οικονομιών μεγάλης κλίμακας, αλλά και τα άνευ προηγουμένου στην ιστορία της οικονομίας ιδιαίτερα προβλήματα που έχει το προϊόν «ηλεκτρισμός», πρώτον, ως μη αποθηκεύσιμο και συνεπώς εξαιρετικά ανελαστικό στη ζήτησή του και, δεύτερον, ως προϊόν που η ζήτησή του εξαρτάται κυρίως από τις καιρικές συνθήκες, που κανείς μέχρι σήμερα δεν βρήκε τρόπο πώς να τιμωρεί τη φύση όταν αυτή δεν συμμορφώνεται ή να την ανταμείβει όταν συμμορφώνεται. Αυτό απλά σημαίνει ότι ένας προμηθευτής, ακόμη και με 100 MW, σε περίοδο αιχμής της ζήτησης μπορεί να δημιουργήσει καταστροφικά προβλήματα τύπου Καλιφόρνιας. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα θεσμικό πλαίσιο-μοντέλο στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας που να διασφαλίζει τον ανταγωνισμό, την οικονομική αποτελεσματικότητα, μια δίκαιη διανομή του πλούτου, την ασφάλεια εφοδιασμού, τα κίνητρα για νέες επενδύσεις, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, την εξασφάλιση των ενεργειακών εφεδρείων. Η κρίση στην Καλιφόρνια όπου οι τιμές της KWh αυξήθηκαν κατά 700%, το παρατεταμένο πέντε εβδομάδων blackout στη Νέα Ζηλανδία, η κατάρρευση της Enron και η παρ’ ολίγον πτώχευση της British Energy το περασμένο καλοκαίρι είναι τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα. Με τις αποτυχίες αυτές δεν κλονίστηκε μόνον η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας –στην Καλιφόρνια, την πλουσιότερη ίσως πολιτεία του πλανήτη, δημιουργήθηκε ένα ισχυρό ρεύμα υπέρ του επανακαθορισμού των πολιτικών για τον ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας στα προηγούμενα πρότυπά του, reregulation-, κλονίσθηκε επίσης και η εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να ρυθμίζει τους ιδιώτες παραγωγούς. Πώς θα παρακινήσουμε ένα ιδιώτη παραγωγό να εκπληρώσει τους όρους του συμβολαίου του για κάθε επικείμενο κίνδυνο που η κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει; Είναι δυνατόν για το κράτος να συντάξει ένα πλήρες συμβόλαιο που θα προσδιόριζε τι θα πρέπει να κάνει ο ιδιώτης παραγωγός σε κάθε ενδεχόμενο; Τι θα συνέβαινε αν το κόστος παροχής των υπηρεσιών για τις οποίες είχε συμβληθεί ο παραγωγός ξεπερνούσε κάθε εκτίμηση; Ο παραγωγός θα παρέβαινε το συμβόλαιο όπως το παρέβη και κατά την κρίση στην Καλιφόρνια. Η ζημία της κοινωνίας, από τη μη εξασφάλιση των απαιτούμενων υπηρεσιών, μπορεί να είναι κυριολεκτικά αστρονομική – και πάντως πολύ μεγαλύτερη από την οποιαδήποτε εγγύηση θα μπορούσε να καταβάλει ο ιδιώτης παραγωγός ως διασφάλιση της καλής του επίδοσης. Όταν είναι ένα δημόσιο παρεχόμενο αγαθό, όπως ο ηεκτρισμός, η ιδιωτική επίβλεψή του είναι, το λιγότερο, δυσκολότερη. Υπάρχουν θεμελιώδη προβλήματα με την εκχώρηση των δικαιωμάτων παραγωγής του σε ιδιώτες που περιορίζουν το εύρος αυτής της εκχώρησης. Και το ερώτημα συνεπώς που τίθεται είναι μήπως η δημόσια παραγωγή του ηλεκτρισμού έχει πλεονεκτήματα έναντι αυτή ςτης ιδιωτικής. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η παρούσα «κατανομή» της παραγωγής είναι η σωστή. Μπορεί να υπάρχει περιθώριο γι απερισσότερη ιδιωτική παραγωγή. Υο ΥΠΑΝ, έπειτα από ταλαντεύσεις δύο περίπου ετών και έντονες πιέσεις του συνδικαλιστικού κινήματος, με την εκχώρηση στους ιδιώτες μιας μίνιμουμ παραγωγής, απέδειξε τελικά ότι επιλέγει μια σταδιακή μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς, έναντι μιας απότομης, της γνωστής ως θεραπείας-σοκ, διαδικασία η οποία πιστεύουμε ότι είναι η καλύτερη δυνατή. Διότι με τη βαθμιαία μετάβαση η κοινωνία μπορεί να μάθει ποιοι θεσμοί λειτουργούν καλύτερα, και οι οργανώσεις μπορούν να μάθουν να προσαρμόζονται στο νέο τους περιβάλλον. Τα άτομα μαθαίνουν να αντιδρούν στα μηνύματα της αγοράς. Αλλά η βαθμιαία μετάβαση, όπως επίσης και η παράταση που δόθηκε στην ελληνική πολιτείά, συνιστά ένα πολύτιμο πλεονέκτημα στη λήψη αποφάσεων μεταξύ διαφόρων επιλογών που πρέπει να υιοθετήσει, αφού παρέχει τη δυνατότητα ενσωμάτωση πληροφοριών από οργανώσεις και οικονομίες που ήδη αντιμετώπισαν ανάλογες μεταρρυθμίσεις. Στο ευρύτερο σύνολο ερωτημάτων που μένουν να απαντηθούν ανήκουν: ποιος ήταν τελικά ο σκοπός της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας; Ήταν η ανακατανομή του πλούτου, όπου οι κρατικές επιχειρήσεις πουλήθηκαν στους ιδιώτες, ήταν η μείωση των θέσεων εργασίας, η αύξηση τελικά των τιμών της KWh, η αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων ή τα κέρδη που αποκόμισαν οι κυβερνήσεις από την πώληση των κρατικών επιχειρήσεων; Ή μήπως μέσω των εξαγορών και των συγχωνεύσεων οδηγηθούμε σε μια πιο ολιγοπωλιακή αγορά και συζητάμε και πάλι για μια νέα φάση απελευθέρωσης της αγοράς; Εχει άραγε η οικονομική επιστήμη να συνεισφέρει κάτι σε αυτές τις συζητήσεις και τα ερωτήματα πέρα από την επανάληψη της πίστης των πολιτικών και οικονομικών αναλυτών στην οικονομία της αγοράς; (Από την εφημερίδα Ο Κόσμος του Επενδυτή 28/09/03)