Ανοικτή Επιστολή Πρώην Ηγετών και Αξιωματούχων της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης προς τον Πρόεδρο Ομπάμα

Ανοικτή Επιστολή Πρώην Ηγετών και Αξιωματούχων της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης προς τον Πρόεδρο Ομπάμα
των Λεχ Βαλέσα, Βάτσλαβ Χάβελ, Βάλντας Αντάμκους, Εμίλ Κονσταντινέσκου, Βάιρα Βίκε-Φρεϊμπέργκα,κ.ά
Πεμ, 30 Ιουλίου 2009 - 16:14
Αγαπητέ πρόεδρε Ομπάμα (Obama), Συγγράψαμε αυτήν την επιστολή διότι, ως διανοούμενοι και πρώην πολιτικοί ηγέτες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ), μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το μέλλον της ατλαντικής σχέσης, όπως και η ποιότητα των μελλοντικών σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με τις χώρες της περιοχής μας. Σας γράφουμε με την ιδιότητά μας του φίλου και συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών και του πεπεισμένου ευρωπαϊστή. Τα έθνη μας είναι βαθιά υπόχρεα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλοί ανάμεσά μας γνωρίσαμε από πρώτο χέρι πόσο σημαντική ήταν η υποστήριξη εκ μέρους σας της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των χωρών μας, κατά τη διάρκεια των σκοτεινών ετών του «ψυχρού πολέμου»
Αγαπητέ πρόεδρε Ομπάμα (Obama),

Συγγράψαμε αυτήν την επιστολή διότι, ως διανοούμενοι και πρώην πολιτικοί ηγέτες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ), μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το μέλλον της ατλαντικής σχέσης, όπως  και η ποιότητα των μελλοντικών σχέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών με τις χώρες της περιοχής μας. Σας γράφουμε με την ιδιότητά μας του φίλου και συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών και του πεπεισμένου ευρωπαϊστή.

Τα έθνη μας είναι βαθιά υπόχρεα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολλοί ανάμεσά μας γνωρίσαμε από πρώτο χέρι πόσο σημαντική ήταν η υποστήριξη εκ μέρους σας της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας των χωρών μας, κατά τη διάρκεια των σκοτεινών ετών του «ψυχρού πολέμου». Η δέσμευση των ΗΠΑ στο πλευρό μας και η υποστήριξή τους ήταν θεμελιώδους σημασίας για τη μετάβασή μας στη δημοκρατία, μετά την πτώση του «σιδηρού παραπετάσματος» το 1989. Χωρίς την ηγεσία και το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι αμφίβολο αν θα ήμαστε σήμερα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ακόμα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Εργασθήκαμε για να δημιουργηθεί αμοιβαιότητα σε αυτή τη σχέση μας. Είμαστε οι φωνές του ατλαντισμού στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Τα έθνη μας συμπαρατάχτηκαν στο πλευρό των ΗΠΑ στα βαλκάνια, το Ιράκ και σήμερα στο Αφγανιστάν. Αν και η συμβολή μας στις υποθέσεις αυτές μπορεί ίσως να μοιάζει μειωμένης σημασίας σε σχέση με τη δική σας, είναι σημαντική αν τη δούμε σε σχέση με το ΑΕΠ και τον πληθυσμό μας. Έχοντας ευνοηθεί στο παρελθόν από την υποστήριξή σας προς την φιλελεύθερη δημοκρατία και τις αξίες της ελευθερίας, συγκαταλεγόμαστε πάντα στους ισχυρότερους υποστηρικτές σας όταν πρόκειται για την προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο.

Είκοσι χρόνια μετά το τέλος του «ψυχρού πολέμου», μολοταύτα, βλέπουμε πως οι χώρες της ΚΑΕ έπαψαν να βρίσκονται στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Καθώς η κυβέρνησή σας θέτει τις προτεραιότητες της εξωτερικής σας πολιτικής, παρατηρούμε πως η περιοχή μας μετατρέπεται σε μια περιοχή του κόσμου που λίγο ενδιαφέρει τους Αμερικανούς. Πράγματι, ώρες-ώρες έχουμε την αίσθηση πως οι Αμερικανοί επίσημοι κατέληξαν πως η μέχρι τούδε αμερικανική πολιτική στην περιοχή μας ήταν τόσο πετυχημένη που θεωρείται πως η στάση της περιοχής μας είναι δεδομένη άπαξ δια παντός, οπότε απλά την «τσεκάρουν» και προχωράνε στα πιο πιεστικά στρατηγικά ζητήματα. Οι σχέσεις μας ήταν τόσο στενές που πολλοί, σε αμφότερες τις περιοχές μας, υποθέτουν πως ο ατλαντικός προσανατολισμός και η σταθερότητα και ευημερία της περιοχής μας θα διαρκέσουν για πάντα.

Φανερά προβλήματα

Αλλά αυτό το συμπέρασμα είναι πρόωρο. Δεν πάνε όλα καλά, ούτε στην περιοχή μας, ούτε στην ατλαντική σχέση. Η ΚΑΕ βρίσκεται σε πολιτικό σταυροδρόμι, και σήμερα στην περιοχή αναπτύσσεται ολοένα και μεγαλύτερη νευρικότητα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση έπληξε την περιοχή μας και ενίσχυσε τις δυνάμεις που θέλουν τις χώρες μας πιο εσωστρεφείς και λιγότερο ενδιαφερόμενες για τα του έξω κόσμου. Ταυτόχρονα, μαύρα σύννεφα συγκεντρώνονται στον ορίζοντα της εξωτερικής πολιτικής. Αναμένουμε κι εμείς, όπως κι εσείς, το πόρισμα της σχετικής επιτροπής της ΕΕ για τα αίτια της σύγκρουσης Ρωσίας-Γεωργίας, τον Αύγουστο του 2008. Αλλά τα πολιτικά αποτελέσματα του πολέμου αυτού είναι ήδη φανερά. Πολλές χώρες ενοχλήθηκαν σοβαρά όταν είδαν το ΝΑΤΟ να αδρανεί, ενώ η Ρωσία παραβίαζε κατάφορα την «τελική πράξη του Ελσίνκι» (1975), τη «χάρτα των Παρισίων» (1990) και την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους-μέλους του «συνεταιρισμού για την ειρήνη» του ΝΑΤΟ και του «ευρωατλαντικού συμβουλίου συνεργασίας -και μάλιστα στο όνομα της διατήρησης μιας «σφαίρας επιρροής» της Ρωσίας γύρω από τα σύνορά της.

Παρά τις προσπάθειες και την σημαντική συνεισφορά των νέων κρατών-μελών του, το ΝΑΤΟ σήμερα μοιάζει πιο αδύναμο από ότι όταν ενταχθήκαμε στη συμμαχία. Σε πολλές από τις χώρες μας θεωρείται όλο και πιο ασήμαντο, αίσθηση που τη νιώθουμε όλοι. Αν και είμαστε πλέον πλήρη μέλη, ο κόσμος δυσπιστεί αν πράγματι το ΝΑΤΟ θα συνέδραμε στην άμυνά μας, σε κάποια μελλοντική κρίση. Η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία είναι μία ακόμα πηγή ανησυχίας, και υπονομεύει τη συνοχή της συμμαχίας. Οι παρατηρήσεις σας στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις 3-4 Απριλίου 2009 για την ανάγκη να παρέχεται ικανή άμυνα σε όλα τα κράτη-μέλη ήταν καλοδεχούμενες, αλλά ανεπαρκείς για να καθησυχάσουν τις αμφισβητήσεις μας για τις αμυντικές ικανότητες της συμμαχίας. Ακόμα και η ικανότητά μας να εξασφαλίζουμε στις χώρες μας επαρκή λαϊκή υποστήριξη στη συμβολή μας στις συμμαχικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, εξαρτάται από το αν θα είμαστε εις θέση να αποδείξουμε πως η συμμετοχή μας στο ΝΑΤΟ και η στενή συνεργασία μας με τις ΗΠΑ συνεισφέρει στην εθνική μας άμυνα.

Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε πως η λαϊκή υποστήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει μειωθεί σε πολλές από τις χώρες μας. Οι σχετικές δημοσκοπήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών των «ατλαντικών τάσεων» του  «γερμανικού ταμείου Μάρσαλ», δείχνουν πως η περιοχή μας δεν διέθετε ανοσία στο κύμα επικρίσεων των ΗΠΑ και αντιαμερικανισμού που σάρωσε την Ευρώπη το τελευταίο διάστημα και οδήγησε σε κατάρρευση της υποστήριξης προς τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζορτζ Μπους (George W. Bush). Πολλοί ηγέτες της περιοχής κατέβαλαν το πολιτικό κόστος της υποστήριξής τους στο μη δημοφιλή πόλεμο του Ιράκ. Στο μέλλον ίσως να μη σπεύσουν με τόση ευκολία να υποστηρίξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρούμε πως η εκλογή μιας νέας αμερικανικής κυβέρνησης άνοιξε ένα «παράθυρο ευκαιρίας» στην αντιστροφή αυτής της τάσης· αλλά θα χρειαστεί χρόνος και σκληρή εργασία από όλους μας για να αποκαταστήσουμε όσα χάθηκαν.

Μία περίοδος μετάβασης

Από πολλές απόψεις, η ΕΕ έγινε ο σημαντικότερος θερμικός παράγων στη ζωή μας. Σε πολλούς ανθρώπους η ΕΕ μοιάζει πιο σημαντική από τους δεσμούς μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό εν μέρει είναι μία φυσική συνέπεια της ένταξης Των χωρών της ΚΑΕ στην ΕΕ. Οι ηγέτες και οι επίσημοί μας συχνάζουν πολύ περισσότερο σε συναντήσεις της ΕΕ παρά σε διαβουλεύσεις με την Ουάσινγκτον, όπου συχνά πρέπει να πασχίσουμε για να μας δοθεί κάποια σημασία και να ακουστεί η φωνή μας. Η αυξανόμενη ενσωμάτωσή μας στην ΕΕ είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη και δε σημαίνει αναγκαστικά πως θα πλήξει την ατλαντική σχέση. Η ελπίδα μας είναι πως η ένταξη των χωρών της ΚΑΕ στην ΕΕ αντιθέτως θα ενισχύσει τη στρατηγική συμμαχία της Ευρώπης με την Αμερική.

Από την άλλη, αντί να παραμείνουμε η φωνή του ατλαντισμού στην ΕΕ, κινδυνεύουμε να δούμε την υπόθεση της στενότερης συνεργασίας Ευρώπης-ΗΠΑ να σβήνει συν τω χρόνω. Παραδοσιακά, η περιοχή μας δεν συνηθίζει να παίζει παγκόσμιο ρόλο. Μερικά από τα θέματα της ατλαντικής σχέσης, όπως η κλιματική αλλαγή, δεν απασχολούν τόσο πολύ την κοινή γνώμη στην ΚΑΕ όσο στη δυτική Ευρώπη.

Ένα άλλο ζήτημα είναι πως οι χώρες της ΚΑΕ βιώνουν τη μετάβαση σε μια νέα γενιά ηγετών. Όλο και λιγότεροι είναι οι ηγέτες που προέρχονται από τις επαναστάσεις του 1989 και που βίωσαν προσωπικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ουάσινγκτον στην εξασφάλιση της μετάβασής μας στη δημοκρατία και στη σύνδεση των χωρών μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αναδεικνύεται μια νέα γενιά ηγετών που δε διαθέτει αυτές τις μνήμες, και που τείνει να ακολουθεί πιο «ρεαλιστικές» προσεγγίσεις. Εντωμεταξύ εκλείπουν σταδιακά από το προσκήνιο και οι παλιές κομμουνιστικές ελίτ, των οποίων η εμμένουσα πολιτική και οικονομική επιρροή ήταν βασικό στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας των χωρών μας. Σήμερα, η πολιτική και οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ευνοεί τις δυνάμεις του εθνικισμού, του εξτρεμισμού, του λαϊκισμού και του αντισημιτισμού σε όλη την ήπειρο, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τις χώρες μας.

Όλα αυτά σημαίνουν πως οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να απολέσουν πολλούς από τους παραδοσιακούς συνομιλητές τους στην περιοχή. Οι νέες ελίτ, που τους αντικαθιστούν, δε διαθέτουν τον ίδιο ιδεαλισμό -ή την ίδια προσωπική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες- όσο η γενιά της μετάβασης στη δημοκρατία. Ίσως να αντιμετωπίζουν τη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες με περισσότερη πολιτική ιδιοτέλεια, όπως και το διεθνή ρόλο των χωρών τους με μεγαλύτερη στενότητα. Επίσης, μια παρόμοια μετάβαση γενιών συμβαίνει και στην Ουάσινγκτον, όπου σταδιακά αποχωρούν από την πολιτική οι προσωπικότητες και οι ηγέτες που δούλευαν μαζί μας από εκείνα τα χρόνια.

Ώρα για νέα επένδυση

Ύστερα, υπάρχει το ζήτημα της συμπεριφοράς προς τη Ρωσία. Ελπίζουμε πως οι σχέσεις μας με τη Ρωσία θα βελτιωθούν και πως εντέλει η Μόσχα θα αποδεχτεί πλήρως την απόλυτη εθνική μας κυριαρχία και την ανεξαρτησία μας, ιδίως μετά την ένταξή μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Αντ' αυτού, παρατηρούμε την επιστροφή της Ρωσίας ως μίας αναθεωρητικής δύναμης, που εφαρμόζει μία πολιτική του 19ου αιώνα χρησιμοποιώντας τακτικές και μεθόδους του 21ου. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ρωσία ως επί το πλείστον συμπεριφέρεται ως καθεστηκυία δύναμη. Αλλά σε περιφερειακό επίπεδο, και ιδίως απέναντι στις χώρες μας, συμπεριφέρεται ως δύναμη αναθεωρητική. Αμφισβητεί τις θέσεις μας και προκαλεί τις ιστορικές μας μνήμες. Διεκδικεί προνομιακό ρόλο κι επικαθορισμό της εθνικής μας άμυνας. Προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της και να υπονομεύσει τον ατλαντικό προσανατολισμό των κρατών της ΚΑΕ, η Ρωσία χρησιμοποιεί φανερά και κρυφά μέσα οικονομικού πολέμου, από τον ενεργειακό αποκλεισμό έως επενδύσεις με πολιτικά κίνητρα, χρηματισμό και χειραγώγηση των ΜΜΕ.

Χαιρετίζουμε την «επανεκκίνηση» των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων. Ως οι χώρες που βρισκόμαστε πλησιέστερα στη Ρωσία, προφανώς είμαστε οι πρώτοι ενδιαφερόμενοι για τον περαιτέρω εκδημοκρατισμό της και τη βελτίωση των σχέσεών της με τη δύση. Αυτό που μας απασχολεί, είναι να βεβαιωθούμε πως δε θα επικρατήσει μία υπερβολικά στενή αντίληψη των συμφερόντων της δύσης, που θα οδηγούσε σε υπερβολικές παραχωρήσεις στη Ρωσία. Ανησυχούμε π.χ. μήπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ασπαστούν την πρόταση του Μεντβέντεφ (Medvedev) για ένα «κονσέρτο δυνάμεων», που θα αντικαθιστούσε την ισχύουσα δομή ασφάλειας, που βασίζεται στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών. Ο κίνδυνος είναι μήπως η στρατηγική αργού εκφοβισμού και προσεκτικής επέκτασης της επιρροής της Ρωσίας, οδηγήσει σταδιακά στην ουδετεροποίηση ολόκληρης της περιοχής.

Σήμερα στην περιοχή υπάρχουν διαφορετικές οπτικές όσον αφορά τη στάση μας προς τις νέες πολιτικές της Μόσχας. Αλλά όλοι θεωρούν πως χρειάζεται η ενεργή παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολλοί στην περιοχή μας είναι αισιόδοξοι πως η νέα κυβέρνηση Μπάρακ Ομπάμα θα αποκαταστήσει την ατλαντική σχέση, κάτι που θα ενίσχυε τις χώρες μας, τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και στην εξωτερική πολιτική τους.

Θεωρούμε όμως απαραίτητο να υφίσταται ισχυρή στράτευση υπέρ των κοινών δημοκρατικών αξιών μας. Διαθέτουμε την ιστορική εμπειρία που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τη διαφορά που υπάρχει τις περιόδους που οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν ενεργά της φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες, σε σχέση με τις περιόδους όπου αδρανούν. Η περιοχή μας υπέφερε τα πάνδεινα όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ασπάστηκαν το «ρεαλισμό» της συνάντησης της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945). Και επωφελήθηκαν από την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να θέσουν την ισχύ τους σε υπηρεσία αξιών. Αυτή η αποφασιστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κρίσιμη την περίοδο του «ψυχρού πολέμου», αλλά και όταν άνοιξαν οι πύλες του ΝΑΤΟ στις χώρες μας. Αν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε επικρατήσει η «ρεαλιστική» οπτική, δε θα ήμαστε σήμερα μέλη του ΝΑΤΟ και η αντίληψη μιας ενωμένης, ελεύθερης και ειρηνικής Ευρώπης θα ήταν ακόμα μακρινό όνειρο.

Αγαπητέ πρόεδρε,

Κατανοούμε το πελώριο βάρος των προσδοκιών από την κυβέρνησή σας και την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Δεν είναι στις προθέσεις μας να σας επιβαρύνουμε με μία ακόμα λίστα προβλημάτων. Αντιθέτως, θέλουμε να υπηρετήσουμε το ρόλο μας των ισχυρών ατλαντικών εταίρων σε μία σχέση ΗΠΑ-Ευρώπης που τη θεωρούμε βασικό παράγοντα του καλού για ολόκληρο τον κόσμο. Αλλά, υπό το βάρος των εσωτερικών και διεθνών αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζουμε, νιώθουμε ανασφάλεια για το πού θα βρίσκονται οι χώρες μας μετά πέντε ή δέκα χρόνια. Είναι καθήκον μας να κάνουμε ό,τι χρειάζεται ώστε να εξασφαλίσουμε πως θα συνεχιστεί η στενή σχέση μεταξύ ΗΠΑ και ΚΑΕ της τελευταίας εικοσαετίας.

Πιστεύουμε πως τώρα είναι η ώρα να ενισχύσουμε την ατλαντική σχέση, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί από κοινού. Θεωρούμε επίσης πως τώρα είναι η ώρα για τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΚΑΕ να δώσουμε μια νέα ώθηση στη συνεργασία μας, στη βάση ενός προγράμματος για το μέλλον.

Εκτιμάμε απόλυτα όσα συνέβησαν την τελευταία εικοσαετία, από την περίοδο της πτώσης του σιδηρού παραπετάσματος,  αλλά εκτιμάμε πως ήρθε η ώρα να τεθεί μία νέα ατζέντα στενής συνεργασίας για την επόμενη εικοσαετία, που θα ενώνει τις δύο ακτές του Ατλαντικού.

Ένα νέο πρόγραμμα

Ως εκ τούτου προτείνουμε τα εξής έξι βήματα:

Πρώτον, είμαστε πεπεισμένοι πως η Αμερική χρειάζεται την Ευρώπη και η Ευρώπη χρειάζεται την Αμερική, τουλάχιστο όσο και στο παρελθόν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζεται να επιβεβαιώσουν τον προορισμό τους ως ευρωπαϊκής δύναμης και να αποσαφηνίσουν πως σχεδιάζουν να παραμείνουν έντονα παρούσες στην ήπειρο, παρά της πιεστικές υποχρεώσεις τους στο Αφγανιστάν, το Πακιστάν, την ευρύτερη Μέση Ανατολή και την Ασία. Από την πλευρά μας, είμαστε αποφασισμένοι να εργαστούμε πιο έντονα στις χώρες μας και την Ευρώπη γενικά, ώστε να πείσουμε ηγέτες και κοινή γνώμη να υιοθετήσουμε μια ευρύτερη, παγκόσμια οπτική και να προετοιμαστούμε να επωμιστούμε μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών μας στην ατλαντική σχέση.

Δεύτερον, χρειαζόμαστε την αναγέννηση του ΝΑΤΟ που είναι ο σημαντικότερος δεσμός μεταξύ ΗΠΑ-Ευρώπης στον τομέα της ασφάλειας. Το ΝΑΤΟ είναι η μόνη απτή εγγύηση ασφάλειας που διαθέτουμε. Το ΝΑΤΟ χρειάζεται να επιβεβαιώσει την αποστολή του, της συλλογικής άμυνας όλων των μελών του, ενώ θα προσαρμόζεται στις νέες απειλές του 21ου αιώνα.

Η ικανότητά μας να συμμετέχουμε στις αποστολές του ΝΑΤΟ στο εξωτερικό εξαρτάται από την εμπέδωση αισθήματος ασφαλείας στο εσωτερικό. Χρειάζεται ως εκ τούτου να θεραπεύσουμε ορισμένες πληγές που προκαλέσαμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας στο παρελθόν. Ήταν σφάλμα να μην εφαρμοστεί άμεσα το άρθρο 5 (περί αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής) στα νέα μέλη του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ πρέπει να τηρεί τις δεσμεύσεις τους ώστε να είναι αξιόπιστο και να εμπεδώνεται αίσθημα ασφαλείας στα μέλη του. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε σχεδιασμούς κρίσεων, κατάλληλη διάταξη των δυνάμεων, εξοπλισμό και εξασφάλιση της τροφοδοσίας σε περίπτωση κρίσης, όπως ορίζεται στο σύμφωνο συνεργασίας ΝΑΤΟ-Ρωσίας.

Θα χρειαστεί επίσης να επανεξετάσουμε τη λειτουργία του συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας και να ξαναγυρίσουμε στην πρακτική της νατοϊκής αλληλεγγύης, όποτε τα κράτη-μέλη της συμμαχίας διαλέγονται με το Κρεμλίνο.

Σε ότι αφορά τη Ρωσία, η εμπειρία μας μάς υποδεικνύει πως μια πιο αποφασιστική και βασισμένη σε αρχές στάση μας απέναντί της δεν ενισχύει απλά την ασφάλεια της δύσης αλλά ωθεί και τη Μόσχα σε πιο ήπια και συνεργατική στάση. Επιπλέον, όσο περισσότερο ασφαλείς αισθανόμαστε εντός του ΝΑΤΟ, τόσο πιο άνετα θα διαλεγόμαστε με τη Μόσχα. Πρόκειται για μια στρατηγική «διπλής κατευθύνσεως» που καλό είναι να αντανακλά τη νέα στρατηγική άποψη του ΝΑΤΟ.

Τρίτον, το πιο ακανθώδες ζήτημα ίσως να είναι η τύχη των σχεδιαζόμενων από τις ΗΠΑ αντιπυραυλικών εγκαταστάσεων. Και στο σημείο αυτό στην περιοχή μας υφίστανται διαφορετικές προσεγγίσεις και η κοινή γνώμη είναι σε ορισμένες περιπτώσεις διχασμένη. Πέραν όμως της όποιας στρατιωτικής σημασίας του σχήματος αυτού και των όποιων αποφάσεων της Ουάσινγκτον, το θέμα αυτό αναμένεται να λειτουργήσει στην περιοχή μας -και πάντως σε ορισμένες χώρες- ως σύμβολο της αξιοπιστίας της Ουάσινγκτον και της αποφασιστικότητάς της να παραμείνουν παρούσες στην περιοχή.

Το ποιοι χειρισμοί θα γίνουν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον του ατλαντικού μας προσανατολισμού. Ο μικρός αριθμός πυραύλων της «ασπίδας» δεν μπορεί να θεωρηθεί απειλή για τη στρατηγική ικανότητα της Ρωσίας, και το Κρεμλίνο το γνωρίζει αυτό. Χρειάζεται να αποφασίσουμε την τύχη του προγράμματος ως σύμμαχοι, με κριτήριο τα στρατηγικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των διαφορετικών τεχνικών και πολιτικών εκδοχών του. Η συμμαχία δεν είναι δυνατό να υποχωρήσει στις αβάσιμες ρωσικές ενστάσεις. Η πλήρης εγκατάλειψη του προγράμματος ή η υπέρμετρη συμμετοχή της Ρωσίας στη διαχείρισή του, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με την Πολωνία και την Τσεχία, θα μπορούσε να υπονομεύσει την αξιοπιστία των Ηνωμένων Πολιτειών σε ολόκληρη την περιοχή.

Τέταρτον, γνωρίζουμε πως το ΝΑΤΟ μόνο του δεν αρκεί. Γνωρίζουμε πως χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, αλλά και καλύτερη και πιο στρατηγική σχέση μεταξύ ΗΠΑ-ΕΕ. Σταδιακά, η εξωτερική μας πολιτική μεταφέρεται στην ΕΕ, και αυτό είναι κάτι που το υποστηρίζουμε. Επίσης, τασσόμαστε υπέρ μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, ανοικτής σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αυτή είναι η «γραμμή» που ακολουθούμε εντός της ΕΕ. Αλλά θα θέλαμε να δούμε και τις ΗΠΑ να δεσμεύονται πιο σοβαρά στο στρατηγικό τους συνεταιρισμό με την Ευρώπη. Χρειάζεται προσέγγιση ΝΑΤΟ-ΕΕ και πλήρης συντονισμός στη λειτουργία τους. Χρειάζεται κοινή στρατηγική ΝΑΤΟ-ΕΕ, όχι μόνο ως προς τη Ρωσία, αλλά και ως προς όλες τις μεγάλες στρατηγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.

Πέμπτον είναι το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας. Η απειλή στα ενεργειακά αποθέματά μας μπορεί να επηρεάσει άμεσα την εθνική κυριαρχία των κρατών μας, αλλά και τις συλλογικές αποφάσεις του ΝΑΤΟ. Αυτός είναι ο λόγος που τα ζητήματα ενέργειας πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα για την ατλαντική συμμαχία. Αν και η ενεργειακή ασφάλεια είναι ως επί το πλείστον ζήτημα της ΕΕ, οι ΗΠΑ έχουν κι εκείνες ρόλο να παίξουν. Χωρίς αμερικανική υποστήριξη, ο αγωγός Μπακού-Τιφλίδας-Τσεγιάν δεν θα είχε γίνει ποτέ πραγματικότητα. Η ενεργειακή ασφάλεια είναι αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής συνεργασίας ΗΠΑ-ΕΕ. Οι χώρες της ΚΑΕ θα χρειαστεί να πιέσουμε περισσότερο (και πιο ενιαία) την Ευρώπη για τα ζητήματα του μείγματος των χρησιμοποιούμενων ενεργειών, των αποθεμάτων, των αγωγών, όπως και για πιο σκληρή στάση ενάντια στην κατάχρηση εκ μέρους της Ρωσίας της μονοπωλιακής της θέσης ή για τη συμπεριφορά της ως καρτέλ εντός της ΕΕ. Αλλά η πολιτική υποστήριξη των ΗΠΑ στα ζητήματα αυτά είναι κρίσιμη. Εξίσου σημαντικός είναι ο ρόλος των ΗΠΑ στην περαιτέρω υποστήριξη στον αγωγό «ναμπούκο», ιδιαίτερα αξιοποιώντας την συμμαχική τους σχέση με την Τουρκία, όπως και στη σύνδεση βορρά-νότου στην κεντρική Ευρώπη και την εγκατάσταση σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου στην περιοχή μας.

Έκτον, δεν πρέπει να παραμελήσουμε τον ανθρώπινο παράγοντα. Οι επόμενες γενιές μας χρειάζεται να γνωριστούν κι εκείνες εκ του σύνεγγυς. Θα πρέπει να διατηρήσουμε τα πολλαπλά εκπαιδευτικά, επαγγελματικά και άλλα δίκτυα φιλίας και συνεργασίας. Το σύστημα της αμερικανικής «βίζας» εμποδίζει κάτι τέτοιο. Είναι παράλογο η Πολωνία και η Ρουμανία, οι μεγαλύτερες και πιο φιλοαμερικανικές χώρες της ΚΑΕ, που συνεισφέρουν σημαντικά στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, να μην έχουν ακόμα απαλλαγεί από τη «βίζα». Είναι ακατανόητο ένας σφοδρός επικριτής των ΗΠΑ σαν το Γάλλο Ζοζέ Μποβέ (José Bové) να μη χρειάζεται «βίζα» για να επισκεφθεί τις ΗΠΑ, και να χρειάζεται ο ηγέτης της «αλληλεγγύης» και κάτοχος του βραβείου «Νόμπελ» Λεχ Βαλέσα (Lech Wałęsa)! Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δε θα λυθεί χωρίς την προσωπική παρέμβαση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η πορεία που διανύσαμε μαζί από το 1989 δεν είναι ιστορικά ασήμαντη. Αυτές οι κοινές μας επιτυχίες είναι το θεμέλιο για την ατλαντική αναγέννηση που χρειαζόμαστε σήμερα. Προς τούτο εξετάζουμε τη δημιουργία μίας «λέσχης ατλαντικής κληρονομιάς» για νέους ηγέτες. Είκοσι χρόνια πέρασαν από τις επαναστάσεις του 1989. Μιλάμε πια για μια ολόκληρη γενιά. Χρειαζόμαστε μια νέα γενιά ηγετών που να ανανεώσει την ατλαντική σχέση. Χρειαζόμαστε ένα νέο πρόγραμμα που να εντοπίζει σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού τους νέους ηγέτες που θα είναι εις θέση να παραλάβουν τη σκυτάλη της ατλαντικής ιδέας που οικοδομήσαμε από κοινού τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην ΚΑΕ.

Το «κλειδί» για την επιτυχία

Συμπερασματικά, η ανάδειξη της νέας αμερικανικής κυβέρνησης γέννησε μεγάλες ελπίδες στις χώρες μας για ανανέωση της ατλαντικής σχέσης. Πρόκειται για μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Εμείς, οι συντάκτες αυτής της επιστολής, γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τη σημασία της σχέσης μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη δεκαετία του 1990, ορθή ευρωπαϊκή πολιτική ήταν εν πολλοίς η ορθή πολιτική προς τις χώρες της ΚΑΕ. Η αμερικανική παρέμβαση ήταν ζωτικής σημασίας για την εμπέδωση ειρήνης και σταθερότητας, από τη Βαλτική Θάλασσα έως τη Μαύρη Θάλασσα. Σήμερα, στόχος μας είναι να διατηρήσουμε την ΚΑΕ σταθερά και δραστήρια στο ατλαντικό στρατόπεδο της ευρύτερης κοινότητάς μας.

Αυτό είναι «κλειδί» για να πετύχουμε την αναγέννηση της ατλαντικής συμμαχίας, το  στόχο που έθεσε η κυβέρνησή σας και για την επιτυχία του οποίο θέλουμε να συμπαραταχθούμε στο πλευρό σας έμπρακτα.

Η επιτυχία αυτού του στόχου θα χρειαστεί την επαναδέσμευση κκαι την επανεπένδυση αμφοτέρων των πλευρών μας σε αυτή τη σχέση μας. Αλλά αν το κάνουμε σωστά, η αμοιβή που θα μας περιμένει θα είναι πλούσια και απτή. Αν ακολουθήσουμε τώρα τα σωστά βήματα, θα έχουμε χαράξει μια νέα και σταθερή πορεία για το μέλλον.

(Ακολουθούν τα ονόματα και οι ιδιότητες των υπογραφόντων την επιστολή:

Ο Valdas Adamkus είναι πρώην πρόεδρος της Λιθουανίας· ο Martin Bútora είναι πρώην πρέσβης της Σλοβακίας στις Ηνωμένες Πολιτείες· ο Emil Constantinescu είναι πρώην πρόεδρος της Ρουμανίας· ο Pavol Demeš είναι πρώην υπουργός εξωτερικών της Σλοβακίας· ο Luboš Dobrovský είναι πρώην υπουργός άμυνας της Τσεχίας· ο Matyas Eörsi είναι πρώην γ.γ. του υπουργείου εξωτερικών της Ουγγαρίας· ο István Gyarmati είναι πρόεδρος του «διεθνούς κέντρου δημοκρατικής μετάβασης» στη Βουδαπέστη· ο Václav Havel είναι πρώην πρόεδρος της Τσεχίας· ο Rastislav Kacer είναι πρώην πρέσβης της Σλοβακίας στις Ηνωμένες Πολιτείες·  η Sandra Kalniete είναι πρώην υπουργός εξωτερικών της Λετονίας·  ο Karel Schwarzenberg είναι πρώην υπουργός εξωτερικών της Τσεχίας· ο Michal Kováč είναι πρώην πρόεδρος της Σλοβακίας· ο  Ivan Krastev είναι πρόεδρος του «κέντρου φιλελεύθερων στρατηγικών» στη Σόφια της Βουλγαρίας· ο Alexander Kwaśniewski είναι πρώην πρόεδρος της Πολωνίας· ο Mart Laar είναι πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας· ο Kadri Liik είναι διευθυντής του «διεθνούς κέντρου αμυντικών μελετών» στο Ταλίν της Εσθονίας· ο János Martonyi είναι πρώην υπουργός εξωτερικών της Ουγγαρίας· οJanusz Onyszkiewicz είναι πρώην αντιπρόεδρος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και πρώην υπουργός αμύνης της Πολωνίας· οAdam Rotfeld είναι πρώην υπουργός εξωτερικών της Πολωνίας· ο Alexandr Vondra είναι πρώην υπουργός εξωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Τσεχίας· η Vaira Vīķe-Freiberga είναι πρώην πρόεδρος της Λετονίας· ο Lech Wałęsa είναι πρώην πρόεδρος της Πολωνίας)

(από openDemocracy/www.ppol.gr, 30/07/2009)