Του Ηλία Ευθυμιόπουλου* Ουδείς αμφιβάλλει ότι το δασικό νομοσχέδιο που προωθεί το υπουργείο Γεωργίας ξεκινά από πραγματικά προβλήματα. Μεταξύ αυτών, να αναφέρω επιγραμματικά την εκκρεμότητα με τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς, τις ασάφειες στο θέμα των διακατεχομένων εκτάσεων και των δασικών συνεταιρισμών, την αβέβαιη τύχη των δασωθέντων αγρών. Όμως απ' ότι φαίνεται, η εμβέλειά του δεν σταματά εκεί. Επεκτείνεται στην επαναδιατύπωση της έννοιας του δάσους, ωσάν η ερμηνευτική διάταξη του Συντάγματος να μην ήταν επαρκής. Που πράγματι δεν θα μπορούσε να είναι, αφού οι οικολογικές έννοιες είναι δυναμικές και εξαρτώνται από την εξέλιξη της επιστήμης αλλά και τις, κυρίαρχες κάθε φορά αντιλήψεις για τη φύση και το περιεχόμενό της. Έτσι, η απαλειφθείσα φράση του κ. Βενιζέλου «νόμος ορίζει κτλ, για την οποία έγινε τόση συζήτηση, επανεμφανίζεται με διαφορετικό ένδυμα. Κάτι που αποδεικνύει, εξάλλου, ότι η λύση που δόθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τη σύνταξη του επίμαχου άρθρου 24 ήταν ατυχής. Επομένως, αν και η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη ήταν να προστατέψει το δάσος από αυθαίρετες μελλοντικές ερμηνείες, απ’ ό,τι συνάγεται, αυτό δεν κατέστη δυνατόν. Η «εξειδίκευση» όμως της έννοιας, που προτείνει ή επιχειρεί το νομοσχέδιο, δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα. Οι αποσαφηνίσεις του τι είναι κάτι τι δεν είναι δάσος έχουν να κάνουν τόσο με τις ιδιοκτησίες όσο, κυρίως, με τις μελλοντικές χρήσεις. Με άλλα λόγια, ό,τι εμπίπτει στον ορισμό του δάσους προστατεύεται και ό,τι είναι έξω από αυτόν είναι αντικείμενο «αξιοποιήσεων», από αυτές που το Σύνταγμα εξαιρεί. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά κακό, αφού κάθε λογικός άνθρωπος θα εκτιμούσε ως υπερβολική την απαγόρευση των χωρο-οικονομικών δραστηριοτήτων στο 60%-70% της χώρας, όσο δηλαδή είναι το σύνολο των δασών, των δασικών εκτάσεων και των βοσκοτόπων. Εκείνο που είναι κακό είναι να ασκεί χωροταξική πολιτική το υπουργείο Γεωργίας, ενώ θα έπρεπε να ασχολείται με την προστασία και τη διαχείριση. Να αναδασώνει τα καμένα, να επιβλέπει την ορθή ξύλευση, να θεραπεύει τα άρρωστα δένδρα, να απωθεί τους καταπατητές, τους λαθροκυνηγούς, τους εμπρηστές και τους παράνομους τσοπαναραίους… Διότι η χωροταξία είναι διαφορετικού παπά ευαγγέλιο, άσχετα αν αυτός δεν την ασκεί παρά μόνο την εξαγγέλλει: μόνο το 6% της ελληνικής επικράτειας έχει θεσμοθετημένες χρήσεις γης, ενώ οι μελέτες σαπίζουν στα συρτάρια. Αυτές δηλαδή που αποφασίζουν τι είναι αγρός, τι είναι δάσος, τι οικιστική περιοχή, τι βιομηχανική ζώνη, τι οικόπεδα προς τουριστική επέκταση και μάλιστα επί τη βάσει πολλαπλών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων κριτήρια οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά και ενίοτε κριτήρια εθνικού χαρακτήρα. Η εμμονή στο δίπολο δάσος – μη δάσος είναι αντιεπιστημονική και επικίνδυνη. Αντιεπιστημονική, διότι μπορεί κάλλιστα και ένας φρυγανότοπος να έχει εξαιρετική οικολογική σημασία (και συνήθως έχει), μπορεί μία βραχώδης βουνοπλαγιά να συνιστά μνημείο της φύσης, μπορεί ένα αλπικό χορτολίβανο να είναι στοιχείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σε μια χώρα μάλιστα όπως η Ελλάδα, όπου η μεσογειακότητα του τοπίου συνδέεται με τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις και την προϊστορία των χρήσεων, ορισμένα μεικτά αγρο-φυσικά συστήματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν διακεκριμένα αντικείμενα προστασίας και πάντως όχι εξ ορισμού οικόπεδα. Η διάκριση δάσος – μη δάσος είναι επίσης επικίνδυνη, όπως κάθε απλούστευση. Γιατί υποβάλλει τους κατέχοντες δάση (ή δασικές ιδιοκτησίες γενικότερα) στον πειρασμό των εμπρησμών, των εκχερσώσεων, των αποχαρακτηρισμών. Οι τελευταίοι άλλωστε δεν θα πάψουν ποτέ να είναι στα χέρια μιας ορισμένης γραφειοκρατίας, η οποία θα ερμηνεύει… τις ερμηνευτικές διατάξεις του νόμου που με τη σειρά του ερμηνεύει το Σύνταγμα. Ο συνδυασμός γραφειοκρατίας με αυξημένες αρμοδιότητες από τη μια μεριά και μιας κοινωνικής πίεσης από την άλλη είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς τη διαφθορά και την πελατειακότητα στις σχέσεις πολίτη-κράτους. Αντίθετα η θεσμοθέτηση των χρήσεων και η αυστηρότητα στην τήρηση των νόμων (ακόμη και με ποινές κατάσχεσης για τους παραβάτες) θα μας έβγαζε από την τροχιά της χωροταξικής υπανάπτυξης και θα μας οδηγούσε (με αρκετό, συχνά, πολιτικό κόστος) στα μονοπάτια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, την οποία όλοι περιμένουμε, ιδιαιτέρως από το πεφωτισμένο τμήμα της σοσιαλδημοκρατικής συνιστώσας του πολιτικού μας συστήματος. *Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός (Από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 03/10/03)